
Μουσική και Ελληνικός κινηματογράφος - Μέρος 1: Aπό τις ζωντανές ορχήστρες στ' αστέρια του πάλκου
"Έτσι γεννήθηκε το τραγούδι και η μουσική του κινηματογράφου, θα έλεγε κανείς. Από τη σιωπή. Και η μουσική αυτή υπήρξε στην αρχή λίγο σκοτάδι, τίτλοι, ηχητική περιγραφή του ονείρου, πράξη ζωής και θάνατος, ενέργεια, νίκη, τέλος-διέξοδος. Επιστροφή στο σπίτι. Η μουσική και το τραγούδι του κινηματογράφου συντηρεί στη μνήμη την εικόνα, την ερμηνεία ενώ συγχρόνως χρωματίζει επιθυμίες και μνήμες και την προσωπική μας ταύτιση με τις πτυχές ενός ονείρου 35 χιλιοστών".
Δεν υπάρχει καλύτερη εισαγωγή από τα λόγια του Μάνου Χατζιδάκι για το ελληνικό τραγούδι και τη μουσική στον κινηματογράφο.
Η μουσική στον ελληνικό κινηματογράφο εμφανίστηκε δειλά δειλά από τη δεκαετία του 20, όταν οι βωβές ταινίες προβάλλονταν συχνά με συνοδεία ζωντανής μουσικής και τραγουδιού. Για παράδειγμα, η βωβή «Αστέρω» (1929) παίζονταν στον κινηματογράφο Σπλέντιτ με μουσική από ζωντανή ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του κ. Κούλα και ερμηνεία τραγουδιών από τον τενόρο Αντώνιο Δελένδα. Το τραγούδι "Αστέρω" έγινε επιτυχία κι εκτός κινηματογράφου καθώς ηχογραφήθηκε την ίδια χρονιά (1929) σε ερμηνεία του τενόρου Κωνσταντίνου Πετρόπουλου. (Να σημειώσουμε ότι όταν το 1944 κυκλοφόρησε στις αίθουσες η βωβή «Αστέρω» ντυμένη με ηχητική επένδυση η μουσική ήταν του Γιάννη Βιδάλη και το τραγούδι ερμήνευσε ο Πέτρος Επιτροπάκης.
Στην επόμενη δεκαετία του 30 αρχίζουν να εμφανίζονται ορχήστρες και κανταδόροι και να βλέπουμε να τραγουδούν σε ταβέρνες πάλι ηθοποιοί όπως η Σοφία Βέμπο με το Μάνο Φιλιππίδη στο φιλμ «Προσφυγοπούλα» του 1938 ή ελαφρά μουσική όπως ο Κωνσταντάρας στο «Τραγούδι του Χωρισμού» του Φίνου. Στη δεκαετία του 40 υπάρχουν λίγα δείγματα μουσικής όπως ο Αττίκ στα "κατοχικά" «Χειροκροτήματα» (1944) και η Στέλλα Γκρέκα στη «Μαρίνα» (1947).
Η μουσική επένδυση και τα τραγούδια από τη δεκαετία του 50 αφορούσαν κυρίως ορχήστρες επηρεασμένες από λατινοαμερικάνικους ρυθμούς, χορούς της εποχής και ελαφρό τραγούδι (τραγούδια της ταβέρνας), όπως Τώνης Μαρούδας, Φώτης Πολυμέρης κ.α. Επίσης κάνει την εμφάνισή του και το είδος της οπερέτας με χαρακτηριστικά δείγματα τους «Απάχηδες των Αθηνών» και τον «Βαφτιστικό».
Από τα τέλη της δεκαετίας του 50 και από την αρχή του 60, "παγιώνεται" η κυριαρχία του τραγουδιού και ιδιαίτερα του λαϊκού. Μεγάλο μέρος της μουσικής επένδυσης πλέον στις ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες καλύπτουν δύο με τρία τραγούδια που ακούγονται στην "κλασική" πια και απαραίτητη για την ταινία σκηνή από το πάλκο μιας ταβέρνας ή ενός κοσμικού κέντρου διασκέδασης. Πολλές φορές τα τραγούδια συνοδεύονταν και από χορευτικό νούμερο ενώ άλλες φορές ο κόσμος χόρευε σε ζευγάρια καβαλιέρων με ντάμες. Η είσοδος του μπουζουκιού και του πάλκου στα κινηματογραφικά πλάνα, εδραίωσε την "κουλτούρα" της εποχής όπου τα λαϊκά στρώματα τραγουδούσαν και χόρευαν για να εκφράσουν τις χαρές και τις λύπες τους.
Αυτή η εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα τη θεαματική αύξηση των συνθετών και τραγουδοποιών που ζήταγαν οι παραγωγοί να γράφουν πλέον τραγούδια για τον κινηματογράφο σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Ονόματα όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίμης Πλέσσας, ο Δήμος Μούτσης, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, και ο Γιώργος Ζαμπέτας μεσουρανούν και τα δισκάκια των 45 στροφών κάνουν μεγάλες πωλήσεις. Πολλοί θεατές που δε μπορούσαν να δουν από κοντά τα ινδάλματά τους, τους έβλεπαν να τραγουδούν τις επιτυχίες τους στο πανί, χαρίζοντας παράλληλα στους λάτρεις του κινηματογράφου και του τραγουδιού δεκαετίες αργότερα την ευκαιρία να έχουν και αυτοί την εικόνα από τραγουδιστές και τραγουδίστριες που αποτυπώθηκαν στο φιλμ και που αποτελούν ντοκουμέντο (Τσιτσάνης, Παπαιωάννου κλπ).
Οι μελωδίες και τα τραγούδια έχουν πλέον ως μουσική μαγιά το μπουζούκι και στιχουργική δύναμη τον κάματο της εργατιάς και της ξενιτιάς. Η άνθιση του ελληνικού σινεμά και το λαϊκό τραγούδι ήταν μια αναπόφευκτη συνάντηση. Ο κινηματογράφος και το πάλκο αποτέλεσαν τους δύο πυλώνες πάνω στους οποίους οικοδομήθηκε η μαζική μεταπολεμική ελληνική κουλτούρα και το ντόπιο "star system". Οι δημοφιλείς τραγουδιστές παρουσιάζουν τα νέα τους σουξέ ενώ σταρ της εποχής από το Νίκο Ξανθόπουλο μέχρι το λαμπερό ντουέτο Βουγιουκλάκη - Παπαμιχαήλ επιβάλλεται να λένε εκτός από τα λόγια τους και τουλάχιστον ένα τραγούδι.
Πέραν του Νίκου Ξανθόπουλου (54 ταινίες), η εργατική τάξη έχει το βλέμμα της, στον ήρωά της Στέλιο Καζαντζίδη, ο οποίος τραγουδά μπροστά στην κάμερα πολλές επιτυχίες όπως το Ζιγκουάλα («Η Κυρία Δήμαρχος») και το Ποιος δρόμος είναι ανοικτός («Οι Αδίστακτοι»), συμμετέχοντας συνολικά στην καριέρα του σε 26 ταινίες στον ελληνικό κινηματογράφο. Επίσης το ζευγάρι Μανώλης Χιώτης - Μαίρη Λίντα γίνεται το χρυσό ντουέτο του ελληνικού σινεμά με πολλές επιτυχίες σε 22 ταινίες όπως Με κυνηγούν τα αδέλφια σου («Ο Ατσίδας») και Ας μην ξημερώσει («Ο Φίλος Μου Ο Λευτεράκης»). Ξεχωρίζει επίσης η φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση (42 ταινίες) που το 1961 ερμηνεύει το Βρέχει στη Φτωχογειτονιά του Θεοδωράκη στην ταινία «Συνοικία Το Όνειρο», ενώ αίσθηση κάνει η μουσική και τα τραγούδια του Ξαρχάκου στην ταινία «Διπλοπεννιές» (1966). Την ίδια εποχή μεσουρανεί με πολλές επιτυχίες και συμμετοχές σε 121 ταινίες ο Γιώργος Ζαμπέτας.
Την ίδια στιγμή που τα "τραγούδια - σφήνες" είναι αναντικατάστατο κομμάτι των ελληνικών ταινιών, εισάγεται και στην Ελλάδα η μουσική επένδυση (soundtrack). Η μουσική επένδυση της «Ευδοκίας» (1971) του Αλέξη Δαμιανού από τον Μάνο Λοΐζο είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας είναι από τις σπουδαιότερες μουσικές στιγμές στη μεγάλη οθόνη. Επίσης, δεν πρέπει να λησμονούμε και τραγούδια που συνόδεψαν μεγάλες επιτυχίες του διεθνούς κινηματογράφου όπως Τα παιδιά του Πειραιά στο «Ποτέ την Κυριακή» και το θρυλικό Ζορμπά του Θεοδωράκη στην ομώνυμη ταινία.
Απαγορεύεται ρητά η μερική ή ολική αναπαραγωγή ή αναδημοσίευση με κάθε τρόπο και μέσον του παρόντος χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του δημιουργού του. H παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παραπάνω άρθρου, έχει βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.
Το Πρόγραμμα των Προβολών












