Είδαμε: διόρθωση. Η πόρτα της φυλακής κλείνει και πίσω της αφήνει το Γιώργο ελεύθερο. Τα βήματα τον οδηγούν έξω από κάποιο σχολείο να παρακολουθεί ένα κοριτσάκι, σε ένα ξενώνα για να βρει στέγη και φαγητό ενώ προσπαθεί να προσεγγίσει τη μητέρα του κοριτσιού η οποία δείχνει ελάχιστα διατεθειμένη να τον συναντήσει. Ο λόγος της φυλάκισης, η συμπεριφορά του και η όποια σχέση του με μάνα και κόρη αποκαλύπτονται σαδιστικά αργά από το Θάνο Αναστόπουλο μέσα από ένα καθεστώς σιωπής που επιβάλλει στους ηθοποιούς του...
Θεωρείται μία από τις ξεχωριστές ελληνικές συμμετοχές του φετινού festival αλλά αν ισχύει κάτι τέτοιο τρομάζω και μόνο στην ιδέα των υπολοίπων. Ο ελληνικός κινηματογράφος αποδεικνύει περίτρανα πόσο χαμένος είναι ανάμεσα στο εξεζητημένο και την κοινωνική έκφραση μίας κοινωνίας που αδιαφορεί να προβεί σε οποιουδήποτε είδους ενδοσκόπηση. Μοιραία λοιπόν, τόσο το κοινό όσο και ο καλλιτεχνικός λόγος του μέσου βασανίζονται την ώρα που οι περισσότεροι Έλληνες 'δημιουργοί' κινηματογραφούν ως να αγνοούν ή (πολύ χειρότερα) να σνομπάρουν μία συμβατική, απλώς λειτουργική αφήγηση. Τα πράγματα - δυστυχώς για τον κ. Αναστόπουλο και φυσικά όχι μόνο γι αυτόν - είναι πολύ απλά: αν ο εγχώριος κινηματογράφος δε μάθει πρώτα την κινηματογραφική 'αλφαβήτα' ας μην ελπίζει σε λαμπρές μέρες εκτός κι αν τυχαίοι παράγοντες ευνοήσουν αποσπασματικά το αντίθετο.
Η ταινία εμπνέεται από αληθινά γεγονότα, τη δολοφονία ενός Αλβανού φιλάθλου από Έλληνες οπαδούς στο πλαίσιο ποδοσφαιρικής αναμέτρησης μεταξύ των αντίστοιχων εθνικών ομάδων. Ο δράστης περιφέρεται σιωπηρός, αναζητώντας άφεση αμαρτιών ή αν προτιμάτε 'διόρθωση' για τις πράξεις του. Πιάνει δουλειά σε σουβλατζίδικο το οποίο διευθύνει Αλβανός, παρέχοντας υπηρεσίες σε ανθρώπους που συνήθιζε να μισεί. Κοιμάται σε χαρτόκουτα σα λαθρομετανάστης, ξεπληρώνοντας με το νόμισμα που κάποτε σιχαινόταν. Στον αντίποδα, εκείνοι που παλαιότερα εισέπρατταν την απόρριψή του τώρα ζουν αξιοπρεπέστερα από εκείνον και δείχνουν παράλληλα ευσπλαχνία ανυπόφορη για τις ενοχές που κουβαλά. Όταν - πολύ αργότερα από όσο οι υπομονή μας αντέχει - αποδεικνύεται πως η μάνα και το κοριτσάκι είναι η οικογένεια του φιλάθλου που δολοφόνησε, εμφανίζεται το υπεραπλουστευμένο μήνυμα-δίδαγμα που απέχει παρασάγγας από τη διανοουμενίστικη σιωπή και συνολικότερο ύφος της 'Διόρθωσης'. Ύστερα από πύρινο λόγο περί συγχώρεσης του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου (ναι, καλά διαβάζετε) στο πλαίσιο ενός επιταφίου, ο Γιώργος κερδίζει τη λύτρωση από τη χήρα μέσα σ' έναν ωκεανό κοινοτοπίας. Έτσι, εντελώς ασυγχώρητα το αντιρατσιστικό μήνυμα ξεφτιλίζεται και η σχηματοποιημένη του απόδοση καταργεί κάθε όριο δραματουργικής συνέπειας. Διότι δεν αντέχεται η ενδιαφέρουσα προσπάθεια κινηματογράφησης να καταστρατηγείται τόσο μάταια είτε από μία άκρως εχθρική για το θεατή αφήγηση είτε γιατί η έλλειψη ιδεών όπως οδεύουμε προς το φινάλε καταρρακώνει τις όποιες αγνές αρχικές προθέσεις. Νεκτάριος Σάκκας - 23/11/2007 |