Γράφει: Νεκτάριος Σάκκας | 22.09.2011 Συναντήσαμε τον "Mr. Hollywood" του φεστιβάλ, τον Αμερικανό ηθοποιό Gunner Wright, πρωταγωνιστή του «Love» που συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό. Ο άνθρωπος που προσφάτως έγινε και... Πρόεδρος για χάρη της νέας ταινίας του Clint Eastwood (υποδύεται τον Eisenhower στο πολυαναμενόμενο «J. Edgar»), μίλησε στο CinemaNews.gr με περισσή όρεξη, αποκαλύπτοντάς μας πολλές αθέατες πτυχές των γυρισμάτων του μυστηριώδους sci-fi φιλμ που τον έφερε στις Νύχτες Πρεμιέρας.
Νεκτάριος Σάκκας: Πόσο δύσκολο ήταν αυτό το one-man-show (σ.σ. αστροναύτης μόνος στο διάστημα), στον πρώτο σου κιόλας πρωταγωνιστικό ρόλο;
Gunner Wright: Όπως είπες, αυτός ήταν ο πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος της καριέρας μου, με αποτέλεσμα να μην έχω τίποτα ανάλογο να μεταφέρω εμπειρικά από προηγούμενες δουλειές. Ξεκινήσαμε την παραγωγή το Σεπτέμβριο του 2007 και φυσικά δεν περιμέναμε να κρατήσει 4μιση χρόνια. Στην αρχή ήμουν ενθουσιασμένος που θα υποδυθώ έναν αστροναύτη, το οποίο για μένα αποτελούσε ανέκαθεν ένα παιδικό όνειρο! Οπότε, όσο η μακρόχρονη αυτή παραγωγή προχωρούσε, είχα την ευκαιρία να αποκτώ εμπειρίες, τόσο μέσα από την πορεία των γυρισμάτων όσο και από άλλα projects στα οποία συμμετείχα παράλληλα. Δεδομένου ότι το ίδιο ίσχυε και για τον William (σ.σ. William Eubank, σκηνοθέτης), καταλήξαμε κατά κάποιο τρόπο να "μεγαλώσουμε" μαζί μέσα από το «Love». Έτσι, κάθε φορά που επιστρέφαμε στο γύρισμα, έφερνα μαζί μου μία νέα εμπειρία. Μπορεί, βέβαια, κάποιες από τις πρώτες λήψεις που κάναμε να ήταν καλύτερες, σε κάθε περίπτωση όμως είχα κάθε φορά όλο και περισσότερο χρόνο να εξερευνήσω το ρόλο μου. Όπως καταλαβαίνεις, αυτό στη δουλειά μας είναι πολύ σπάνιο και σίγουρα δε θα έχω ποτέ ξανά την ευκαιρία να δουλέψω σε κάτι ανάλογο. Ήταν σαν δύο παιδιά που έπαιζαν στην αυλή, χωρίς παραγωγούς πάνω από το κεφάλι μας...
Ν.Σ.: Μιλάμε λοιπόν για πολύ "ελαφρύ" συνεργείο...
G.W.: Ακριβώς. Οι περισσότεροι που συμμετείχαν ήταν εθελοντές, φίλοι, μερικοί μάλιστα και από το Hollywood που γοητεύτηκαν από το project και μας παραχωρούσαν τον πολύτιμο χρόνο, ενέργεια ή ό,τι άλλο μπορούσαν από πλευράς υλικών για τα σκηνικά. Καταρχάς, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο William κατασκεύασε τον διαστημικό σταθμό! Το 95% των σκηνικών που είδαμε στο φιλμ είναι προσωπική του δουλειά, κάτι που κράτησε περίπου 6-9 μήνες και ως τότε δεν είχαμε γυρίσει τίποτα. Από τη στιγμή που αρχίσαμε να γυρίζουμε, όλη η υπόλοιπη υποστήριξη ήταν από την οικογένεια του William...
Ν.Σ.: Η ταινία άλλωστε γυρίστηκε ως επί το πλείστον στην πίσω αυλή του πατρικού του...
G.W.: Τον περισσότερο χρόνο των γυρισμάτων φιλοξενήθηκα στο ράντζο της οικογένειάς του, η μητέρα του μας έφτιαχνε καφέ και σάντουιτς. Ταυτόχρονα βέβαια, είχαμε να αντιμετωπίσουμε και... ακραίες καταστάσεις: ήμασταν σε διαστημικό σταθμό, όμως λόγω της περιοχής είχαμε παντού ζωύφια. Παρόλα αυτά, το σημαντικότερο ήταν ότι την ώρα της δουλειάς ήμασταν μόνο εγώ και αυτός, δουλεύαμε οι δυο μας αποκλειστικά, με βοηθούσε πολύ και είχε πολλή υπομονή. Γιατί, όπως είπα και πριν, ήμασταν σαν δύο παιδιά που παίζουν, δεν είχαμε πρόβλημα να ξεφύγουμε από το σενάριο και να αυτοσχεδιάσουμε, ενώ υπήρχαν και σκηνές όπου μπήκαν τελικά στην ταινία και που δεν ήξερα καν ότι έγραφε η κάμερα!
Ν.Σ.: Πώς ήταν τελικά για σένα η "μετάβαση" από την αυλή ενός σπιτιού στο διάστημα;
G.W.: Καταρχάς μου άρεσε ιδιαίτερα να βουτάω στον τόσο μοναχικό κόσμο του ήρωα. Η πλάκα όμως είναι πως εβρισκόμενος στο ράντζο, προέκυψε να είμαι ουσιαστικά απομονωμένος από τον πολύβουο κόσμο του Hollywood και της πόλης και σπανίως κοίταζα το κινητό μου. Παράλληλα υπήρχε κι ένα παλιό λεωφορείο στο οποίο είχα τα ρούχα μου, το σενάριο και λίγη μουσική και, όταν είχα κάποια κρίσιμη σκηνή να γυρίσω, πήγαινα εκεί μόνος και απομονωνόμουν από τους πάντες. Έτσι, συχνά πήγαινα κατευθείαν από το ένα μοναχικό μέρος στο άλλο, από το λεωφορείο στο διαστημικό σταθμό. Αλλά έτσι κι αλλιώς τα δύο αυτά εντελώς διαφορετικά περιβάλλοντα έχουν τις ομοιότητές τους, έχουν τη δική τους ηρεμία και ομορφιά.
Ν.Σ.: Η ταινία έχει τίτλο «Love». Πού εντοπίζεις προσωπικά την έννοια της αγάπης στο φιλμ;
G.W.: Το σημαντικό, αναφορικά και με την ταινία, είναι ότι η έννοια της αγάπης είναι οικουμενική και αιώνια, δε γνωρίζει τοίχους, σύνορα και οικονομία. Μερικές φορές μάλιστα, η αγάπη εμφανίζεται ακόμη και στα πιο τραγικά και αφιλόξενα περιβάλλοντα. Σε στιγμές απόγνωσης και πόνου όπως ο πόλεμος ή η αρρώστια (σ.σ. αμφότερα εμφανίζονται στο φιλμ), η συγκυρία λειτουργεί αφυπνιστικά και σε κάνει να αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που έχει τελικά νόημα στη ζωή. Όταν όλα πάνε καλά στην καθημερινότητα, μπορεί να ξεχνάμε αξίες όπως η φιλία, η αγάπη. Ωστόσο, η αγάπη δεν είναι κάτι μονοδιάστατο, δεν είναι άσπρο-μαύρο. Συγκεκριμένα όμως, σαν ηθοποιός, διάβαζα το σενάριο και αναρωτιόμουν σε κάθε σκηνή "τι είδους αγάπη νιώθω τώρα; Και ποιον αγαπώ; Τον εαυτό μου, τη ζωή μου ή κάποιους άλλους;" Η σημαντικότερη έκφανση αγάπης που μπορεί να σε εμπνεύσει όμως είναι ανυστερόβουλη, όταν είσαι πρόθυμος να θυσιαστείς για χάρη της. Συνεπώς, όλα τα παραπάνω προσπάθησα να τα εντάξω στο χαρακτήρα μου και σε αυτό πάντα με βοηθά η σύνδεση με κάποιο προσωπικό βίωμα, μέσα από τις σχέσεις μου με δικούς μου ανθρώπους, με πρώην ή νυν κοπέλες κτλ. Και, νομίζω τελικά πως στο τέλος της ταινίας κάθε θεατής, παρότι θα έχει βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, θα μπορεί να αποκρυπτογραφήσει στο βλέμμα του ήρωα, του Lee Miller, το συναισθηματικό του κόσμο.
Ν.Σ.: Προς το φινάλε της ταινίας ο ήρωας μεταβαίνει από το ένα δωμάτιο στο άλλο και από τη μία εποχή στην άλλη. Πώς σχετίζεται η μετάβαση αυτή με την αγάπη;
G.W.: Αναφορικά με το φινάλε, νομίζω πως ο καθένας βρίσκει τη δική του ερμηνεία, π.χ. εγώ με τον William έχουμε διαφορετικές. Κατ' εμέ, θέλω να πιστεύω πως ο Lee Miller βρίσκει την αγάπη, υπό την έννοια της αιώνιας αλήθειας και της αιώνιας αγάπης. Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με την αγάπη ενός θεού ή αν ξεπερνά την κυριολεκτική έννοια του όρου που υπάρχει στο σενάριο. Βλέπω τον Lee Miller σαν μία αναπαράσταση όλων μας. Θεωρώ πως μέσα από τη μετάβαση που λες βρίσκει τελικά την ειρήνη μέσα του, και αυτή η ειρήνη πιστεύω πως είναι ό,τι καλύτερο έχει να μας προσφέρει η αληθινή αγάπη. Είναι σαν την ειρήνη, τη γαλήνη και την ευτυχία που αισθάνεσαι όταν είσαι με την κοπέλα σου στον καναπέ και αποκοιμιέται στην αγκαλιά σου.
Ν.Σ.: Πώς ήταν η εμπειρία να δουλέψεις με τον Eastwood στο «J. Edgar»;
G.W.: Εκπληκτική! Και παρεμπιπτόντως, παρότι δεν το ξέρει ο William, τον διακρίνουν αρκετές από τις σκηνοθετικές αρετές του Eastwood. Ο Clint δίνει στους συνεργάτες του τεράστια ελευθερία για δημιουργική έκφραση. Παρότι στο πλατό έχει αυτόν το κλασσικό επαγγελματικό ύφος, δε φωνάζει ποτέ "action" και "cut", έρχεται και σου λέει, "αν έχεις κάποια ιδέα, πες το μου". Είναι φοβερά ήρεμος και συνεργάσιμος, με συνέπεια να μεταδίδει και στους ηθοποιούς του αυτή την ηρεμία, αφήνοντάς τους ελεύθερους να δοκιμάσουν πράγματα. Όταν μάλιστα τελειώνει μία λήψη, αντί για το γνωστό "cut" θα πει ένα "ok", θα σε πλησιάσει και θα σου πει: "πώς το είδες; Θέλεις να το πάμε ακόμα μία φορά;" |