Συνέντευξη: Φωτεινή Σισκοπούλου

H σκηνοθέτης του Rakushka, Φωτεινή Σισκοπούλου απάντησε στις ερωτήσεις του Παντελή Φραντζή για το CinemaNews.gr, δίνοντας το στίγμα της ταινίας αλλά και της πορείας της γενικότερα.

- Χωρίς να καταφεύγει σε κάποιο από τα οικεία “δολώματα” του σύγχρονου, ελληνικού σινεμά (μεγάλα ονόματα, υψηλό προϋπολογισμό, τηλεοπτική αισθητική), το “Rakushka” μεταφέρει στην οθόνη μία κλασική ιστορία. Ποίο τμήμα του κοινού φιλοδοξείτε να προσελκύσετε με αυτό το φιλμ;

Ένα κοινό που δεν παρασύρεται και δεν ταυτίζει την ποιότητα και την ψυχαγωγία του αποκλειστικά με το θέαμα, το star-system, τα στερεότυπα της TV και της διαφήμισης, την τεχνολογία, την πληθώρα των μέσων και την πολυτέλεια. Θα έλεγα σ’ ένα ανήσυχο κοινό που έχει ανάγκη από μια πιο προσωπική επαφή με τις εικόνες, συχνά φτωχές και ανολοκλήρωτες, αλλά ενδεχομένως πιο αληθινές και πρωτότυπες, κόντρα στο ρεύμα. Καλύτερη ταινία δεν είναι αυτονόητα αυτή με τις μεγαλύτερες εισπράξεις, επειδή κυριαρχεί η ιδέα του best seller.

- Η ταινία σας είναι γυρισμένη σε φυσικούς χώρους, με τη βοήθεια της video τεχνολογίας. Πιστεύετε πως η χρήση του παραδοσιακού φιλμ θα είχε προσθέσει ή θα είχε αφαιρέσει από το τελικό αποτέλεσμα;

Το 35αρι κοστίζει πολυ ακριβά. Η καθαρότητα και η πλαστικότητα που χαρίζει στις έμψυχες και άψυχες μορφές παραμένει ακόμα ασύγκριτη. Το ύφος μιας ταινίας ωστόσο, και οι επιλογές μας, πολύ περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη τέχνη, εξαρτώνται από τις οικονομικές δυνατότητες της παραγωγής. Η χρήση του video, αρχικά εξαιτίας του μικρού προϋπολογισμού της ταινίας και των περιορισμών της παραγωγής στα απαραίτητα έως και στοιχειώδη, κατέληξε στην πορεία μια συνειδητή επιλογή, με τις απαραίτητες σεναριακές και σκηνοθετικές προσαρμογές. Η εμπλοκή μας με ερασιτέχνες και πρωτόβγαλτους κινηματογραφικά ηθοποιούς, πλην εξαιρέσεων, ο σύγχρονος ήχος, οι φυσικοί χώροι στη καρδιά του χειμώνα και ο μακρύς χρόνος γυρίσματος ήταν όροι απαγορευτικοί για τη χρήση φιλμ. Αργότερα, στη συνεργασία μου με ένα νεοφερμένο στον κινηματογράφο, ταλαντούχο διευθυντή φωτογραφίας, τον Τάσο Ζαφειρόπουλο, έμπειρο στις τεχνικές βίντεο, και με τη σκηνογράφο Γιούλα Ζωιοπούλου, εκμεταλλευτήκαμε τις ιδιομορφίες του μέσου για χάρη της δραματουργίας και του ύφους. Και δεν μας απογοήτευσε.

- Σε αρκετά σημεία, το “Rakushka” αποκτά την δική του φωνή, μέσα από το ελλειπτικό voice-over του κεντρικού χαρακτήρα. Είναι αυτό το voice-over μία αμεσότερη εκδήλωση της σκηνοθετικής σας αρχής και πόσο κοντά στην ηθική των ηρώων βρίσκεται η προσωπική σας ηθική;

Προτίμησα να μη μιλήσω για τους ήρωες, αλλά να συνομιλήσω μαζί τους. Κι αυτοί μου δώσανε την άδεια. Αλλά δεν μου αποκάλυψαν όλα τα μυστικά τους, τις κρυφές πτυχές τους, το πρωταρχικό Γιατί των πράξεών τους. Ενδείξεις μόνο, φαινομενικές αιτίες, σκιαγραφήσεις συναισθημάτων. Η ύπαρξη κρατάει κλειστό το στόμα της. Πότε πότε μικρές αντιφατικές κραυγές ενοχοποιημένης συνείδησης, τα ελλειπτικά voice-over του ήρωα-αφηγητή, κατήγορος και κατηγορούμενος σε μια δίκη που στήνει ο ίδιος για τον εαυτό του, με παραλήπτη την Ηθική. Άρα η μόνη ηθική στάση απέναντι στον Άλλον, πραγματικό ή επινοημένο, που παραμένει στην ουσία μια ξένη συνείδηση, είναι η Κατανόηση και η Αποδοχή των ιδιαιτεροτήτων του.

- Το φιλμ συστήνεται ως μία ελεύθερη απόδοση της νουβέλας “Krotkaya” του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Πώς επιλέξατε το συγκεκριμένο, κλασικό έργο και ποια ήταν τα λεπτά σημεία που προέκυψαν κατά την κινηματογραφική μεταφορά του κειμένου;

Αυτό επέλεξε εμένα, με αποπλάνησε. Οι ήρωές του, από την Αγία Πετρούπολη του 1876, διασχίζουν τα σύνορα και το χρόνο, χωρίς να χάνονται τα ίχνη τους. Με ενδιάμεσους κινηματογραφικούς σταθμούς τη Μόσχα στην “Krotkaya” του Αλεξάντερ Μπορισόβ (1960), το Παρίσι στο “Une Femme Douce” του κορυφαίου Robert Bresson (1969), κι από κει στην Πολωνία, στο “Lagodna” του Mariusz Trelinski (1995), στις ΗΠΑ στο “The Shade” του Raphael Nadjari (1999) για να καταλήξουν ανάμεσά μας. Εμείς απλώς τους βοηθήσαμε να προσαρμοστούν ευκολότερα στη σύγχρονη Αθήνα, τους εξοικειώσαμε με το καινούριο περιβάλλον και τις νοοτροπίες μας. Τα σημαντικά έργα δεν είναι μουσειακά απολιθώματα. Ένα ανεπαίσθητο τίναγμα της σκόνης, μια ελάχιστη μετατόπιση, οι απαραίτητοι εκσυγχρονισμοί και η οικειότητά τους σε ξαφνιάζει. Η δυσκολία ήταν, εκσυγχρονίζοντας τις καταστάσεις, τις συνθήκες και μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους της σύγκρουσης προς την κοινωνική της διάσταση, να διαφυλάξουμε την εσωτερικότητα, την απροσδιοριστία, και την αινιγματική φύση των χαρακτήρων και των σχέσεων.

- Ο Βασίλης εξομολογείται σε μία από τις σεκάνς του φιλμ: “Ήξερα πως γινόμουν γελοίος. Την είχα ερωτευθεί. Είχα επιτρέψει στον εαυτό μου αυτή την ανοησία”. Είναι τελικά το δράμα του έρωτα που φέρνει χαρακτήρες κλασικούς στα ανθρώπινα μέτρα του θεατή;

“Αγαπούμε μόνο εκείνο μέσα στο οποίο ψάχνουμε να βρούμε το ανέφικτο, εκείνο που δεν κατέχουμε”. Επειδή το δράμα του έρωτα στις άπειρες εκδοχές, συνδυασμούς και μεταμορφώσεις του είναι απολύτως αναγνωρίσιμο. Ο άνθρωπος αποπλανεί και αποπλανάται παντού και πάντα. Ποιος δεν έχει διανύσει την κυκλική εμπειρία των ψευδαισθήσεων του έρωτα, του πόνου και της ολοκληρωτικής απώλειας; Μια βουτιά στο Άγνωστο, στα όρια του ιερού και του βέβηλου, του τραγικού και της γελοιότητας.

- Μία προσεκτική ματιά στο “Rakushka” αποκαλύπτει κάποιες πιθανές αναφορές σε μεγάλους σκηνοθέτες όπως ο Luis Bunuel, ενώ το σύμπαν της ταινίας είναι άκρως “Μπεργκμανικό”. Υπάρχουν πράγματι επιρροές που αφήσατε να διαφανούν στο φιλμ; Ποιοι είναι οι δημιουργοί που έχουν εμπνεύσει το έργο σας συνολικά;

«Όλα είναι δρόμος». Κι εγώ μόλις έστριψα τη γωνία, για να βγω στην κεντρική! Χαίρομαι αν αυτό συμβαίνει, και πιο πολύ γιατί έγινε ασυνείδητα. Λογοδοτώ στα πρότυπά μου κι έχω πολλές αγάπες. Μ’ ευκαιρία, και λόγω της σχέσης μας με τον Ντοστογιέφσκι και την “Krotkaya”, αναφέρω τον Ρομπέρ Μπρεσόν, που καθόρισε τα σύνορα της νεωτερικότητας στον κινηματογράφο επηρεάζοντας ουσιαστικά όλους τους σύγχρονους δημιουργούς, ακόμα και τους πιο ανόμοιους, από τους σκηνοθέτες της Nouvelle Vague, τον Αντονιόνι, τον Ταρκόφσκι, τον Σκορτσέζε, τον Κισλόφσκι και νεότερους.

- Το “Rakushka” αποτυπώνει την δική σας οπτική για την Αθήνα του σήμερα. Είναι τελικά η Αθήνα μία πόλη φιλόξενη για τους κινηματογραφιστές; Τι πιστεύετε ότι την εμποδίζει από το να αναδειχτεί σε μία ακόμη πόλη-φετίχ της μεγάλης οθόνης, όπως η Νέα Υόρκη, η Ρώμη ή το Παρίσι;

Θα προσθέσω την Βενετία, το Λονδίνο, τη Λισσαβώνα, το Βερολίνο. Είναι κι άλλες που δεν μου έρχονται σε πρώτο κάλεσμα. Πόλεις που ανακαλούμε με νοσταλγία, που επιστρέφουμε σ’ αυτές. Που διατηρούν την ιστορική τους συνέχεια, εκσυγχρονίζουν την παράδοση, έχουν συνείδηση ότι είναι η καθημερινότητά των ανθρώπων τους. Εμείς ανακαλύψαμε τώρα τους πεζόδρομους, την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων, τη σημασία του ιστορικού κέντρου. Και προσπαθούμε να περισώσουμε ό,τι απέμεινε. Πολεοδομικά άτακτη και διογκωμένη, λόγω της αστυφιλίας, και τώρα των μεταναστών, η Αθήνα έγινε μια Μητρόπολη του Νότου. Ετερόκλητη, ιστορικά αποσπασματική, μουντή, κλειστοφοβική, κουραστική για τους ανθρώπους της. Περισσότερο ενδιαφέρουσα παρά όμορφη, δεν την έχουμε ανακαλύψει ακόμα, για να συνθέσουμε τον σύγχρονο μύθο της αναρχίας της.

- Η ταινία φέρει εκτός από την σκηνοθετική και τη σεναριακή υπογραφή σας. Πόσο σημαντικό είναι για εσάς να έχετε τον έλεγχο της ταινίας από τα πρώτα στάδια της γέννησής της στο χαρτί και πόσο εύκολα θα μπορούσατε να δώσετε μορφή στο όραμα ενός άλλου σεναριογράφου;

Η δυσκολία ίσως προκύπτει από την αδυναμία μου να αντιληφθώ και να πιστέψω ότι κάποιος άλλος είναι σε θέση να κατασκευάσει την δική μου πραγματικότητα έχοντας μια δική του, διαφορετική. Αναγκαστικά μπαίνω σε αυτοπεριορισμό γεμάτη αμφιβολίες. Ίσως για να βρω τα όρια του εαυτού μου. Όσο για το δεύτερο, αν δεχόταν την ελευθεριότητα των ηθών μου, και με εμπιστευόταν ενστικτωδώς.

- To “Rakushka” απέσπασε πλήθος διακρίσεων στα περσινά κρατικά βραβεία. Ωστόσο, η ταινία πήρε διανομή ένα χρόνο μετά το περσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Δεν πιστεύετε πως η επιτυχία στο Φεστιβάλ μπορεί να προσελκύσει τους θεατές στις αίθουσες;

Η “Rakushka” τιμήθηκε με 4 κρατικά βραβεία ποιότητας: 2ο καλύτερης ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου και Β’ αντρικού ρόλου στον Βαγγέλη Μουρίκη. Η καλή αίσθηση όμως και τα βραβεία, εν τέλει δεν ενθάρρυναν τους διανομείς. Δεν αναγνώρισαν στην Rakushka εμπορικό κίνητρο και επιφυλακτικοί από τις ταμειακές αποτυχίες των ταινιών που προηγήθηκαν, δεν ανταποκρίθηκαν. Κι αυτό το καθεστώς θα συνεχίζεται αφού η Πολιτεία δεν παρέχει μέτρα και πλαίσια για να διατηρήσει η χώρα την κινηματογραφική παραγωγή της ζωντανή, όταν η επιβίωσή της απειλείται από ωμά οικονομικά συμφέροντα. Λες και τα έργα της Τέχνης αποτελούν απλές εμπορικές μονάδες. Με ρωτάτε, αν πίστευω ότι τα βραβεία είναι κίνητρο προσέλευσης του κοινού. Δεν πιστεύω τίποτα, απλώς ελπίζω. Η ελληνική ταινία είναι ταμπού, φορτωμένη προκαταλήψεις. Εύχομαι το κοινό να μας εμπιστευτεί.

- Αναφερόμενοι στο ελληνικό κοινό, πώς θα χαρακτηρίζατε την στάση του στην σύγχρονη, εγχώρια παραγωγή ταινιών; Θα μπορούσατε να δεχτείτε κάποια καλλιτεχνική υποχώρηση, προκειμένου να υποστηρίξετε την πορεία μίας ταινίας σας στις αίθουσες;

Το κοινό αγνοεί την ύπαρξή του. Δεν τον εμπιστεύεται, τον αμφισβητεί και τον απαξιώνει χωρίς να παρακολουθεί στην εξέλιξή του. Στρέφει το βλέμμα του ασυνείδητα εκεί που του υποδεικνύουν. Είναι πολύ ισχυροί οι μηχανισμοί αποπροσανατολισμού, πολύ δελεαστικές οι παγίδες. Και δυστυχώς με τα φτωχά μέσα που διαθέτουμε δεν γίνεται να κάνουμε αυτό που θέλουμε, να γίνουμε αυτό που μπορούμε και να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες του. Η Πολιτεία δεν τον υποστηρίζει δραστικά. Μέρος του τύπου και της κριτικής έως και τον περιφρονεί, υπογραμμίζοντας μονίμως τις ατέλειες, ενώ γνωρίζει καλά τα παρασκήνια. Το ΕΚΚ και οι σκηνοθέτες είναι μονίμως στο στόχαστρο για διαφορετικούς λόγους. Είμαστε όλοι ανεξαιρέτως συνένοχοι και συνεργοί στο έγκλημα της αναξιοπιστίας του. Ο κινηματογράφος είναι τόλμη. Ε, ας τολμήσει ο καθένας με την ευθύνη που του αναλογεί. Ενστικτωδώς απεχθάνομαι όλη αυτή την παραφιλολογία, την σχετική με τις συμβατικές υποχρεώσεις σκηνοθέτη-θεατή: Σου προσφέρω αψυχολόγητη ψυχολογία, μπόλικη πλοκή, κάμποσες ανατροπές και εντυπωσιασμούς, χυμένα μυαλά κοκκινιστό, πριν και μετά από κάμα σούτρα, και δένω τις αυθαιρεσίες με δυο καντάρια αμπελοφιλοσοφία. Η διαπραγμάτευση με τον θεατή έτσι κι αλλιώς γίνεται σ’ όλη την διάρκεια της δημιουργικής διαδικασίας. Η συνάντηση μαζί του, στη βάση της ατομικότητάς και όχι του μέσου όρου, είναι η ουσία και ο στόχος της Τέχνης.

- Είναι γνωστή η εμπειρία σας στην σκηνοθεσία θεάτρου. Θεωρείτε πως η προοπτική του ζωντανού κοινού στο θέατρο έχει επηρεάσει την οπτική σας στην σκηνοθεσία για το σινεμά;

Προτιμώ τις λιτές, καθαρές μορφές. Ό,τι προσπαθεί να εκφραστεί με δανεικά και συμβάσεις απ’ τη μορφή μιας άλλης τέχνης, χάνει από τη δύναμη, το ενδιαφέρον, την αποτελεσματικότητα και τη συνοχή του. Γίνεται εκβιασμένο σχήμα, άμορφο. Το θέατρο είναι πιο παλιό, δύσκολο να μην αναφέρεται κανείς σ’ αυτό. Όμως ο κινηματογράφος που μοιάζει με κινηματογραφημένο θέατρο, σε μένα φαίνεται αδιάφορος και γερασμένος. Αλλά και το θέατρο που επηρεάζεται από οπτικοακουστικούς εντυπωσιασμούς, σε βάρος του λόγου και του σώματος, απροσανατολισμένο.

- Βρίσκεστε σε φάση προετοιμασίας της επόμενης ταινίας σας. Πείτε μας λίγα πράγματα για το νέο σας αυτό εγχείρημα Υπήρξε η φεστιβαλική αναγνώριση του “Rakushka” ένα ικανό εφόδιο για την πραγματοποίηση του νέου σας φιλμ, ή τελικά όλα θα κριθούν από την ανταπόκριση του κοινού στις αίθουσες;

Ακόμα δεν κλείστηκα στους 4 τοίχους με χαρτί και μολύβι. Όσο για το αν είναι εφόδια οι καλές εντυπώσεις ή το ταμείο, θα έπρεπε ίσως, αλλά δεν είναι αυτονόητο. Τίποτα όμως δεν εξασφαλίζει τη συνέχεια και την ανανέωση, περισσότερο από την θέσπιση μέτρων για την ανάπτυξη της παραγωγής.

Αφιέρωμα στην ταινία Paris Je T' Aime.
 :: ΑΡΧΙΚΗ  :: ΥΠΟΘΕΣΗ  :: QUICK INFO  :: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΙΣΚΟΠΟΥΛΟΥ  :: ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ  :: ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ  :: 

© 2000-2005 | Θανάσης Γεντίμης
Το σύνολο του περιεχομένου και των υπηρεσιών του cinenews.gr διατίθεται στους επισκέπτες αυστηρά για προσωπική χρήση. Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή ή αποθήκευση με κάθε τρόπο και μέσον των περιεχομένων του Cinenews.gr χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του δημιουργού του.