Ο Pierce Brosnan βάζει για λίγο στη ντουλάπα το καλοσιδερωμένο κοστούμι του
Bond, James Bond και απαρνείται το shaken-not-stirred martini προκειμένου να
υποδυθεί ένα άνεργο Ιρλανδό που αντιμετωπίζει πρόβλημα με το ποτό. Όταν η
γυναίκα του τον εγκαταλείπει προκειμένου να ζήσει με το αίσθημά της στην
Αυστραλία, η κυβέρνηση τού παίρνει τα τρία παιδιά θεωρώντας τον ανάξιο να τα
μεγαλώσει και τα κλείνει -όπως προβλέπει ο νόμος- σε καθολικό ορφανοτροφείο.
Έτσι ο πατέρας αρχίζει ένα αγώνα, προκειμένου να ενωθεί ξανά με τα υπόλοιπα μέλη
της οικογένειάς του. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι ότι βασίζεται
σε αληθινά περιστατικά και ο πραγματικός Desmond Doyle κατόρθωσε με το πείσμα
και τον αγώνα του να αλλάξει το ιρλανδικό οικογενειακό δίκαιο στο συγκεκριμένο
ζήτημα. Ο Brosnan εγκαταλείποντας πλήρως την περσόνα του 007 υποδύεται έναν
«κακομοίρη» Ιρλανδό διατεθειμένο να πάρει τα παιδιά του με κάθε τρόπο. Η αλήθεια
είναι πως το θέμα αντιμετωπίζεται σχετικά ανάλαφρα και περισσότερη έμφαση
δίνεται στη σχέση της μικρής πρωταγωνίστριας με τον πατέρα της και όχι στα άλλα
δυο παιδιά. Πρόκειται για μια προσεγμένη παραγωγή με συμπαθητικές ερμηνείες και
μερικούς πολύ καλούς βρετανούς ηθοποιούς, όπως ο Stephen Rea και ο Alan Bates,
που διατηρούν μικρότερους ρόλους. Άλλοτε συγκινητική, άλλοτε χιουμοριστική η
ταινία παρακολουθείται ευχάριστα. Ωστόσο δε μπορεί να ξεφύγει από το στίγμα μιας
καλής τηλεταινίας. Αυτά είναι άσχημα νέα, ιδιαίτερα για το σκηνοθέτη, Bruce
Beresford, ο οποίος ενώ πριν από μια δεκαετία γύριζε ταινίες όπως το Driving
Miss Daisy, φτάνοντας έως τα βραβεία Όσκαρ, τώρα πλέον αναλώνεται σε ταινίες
τηλεοπτικών προδιαγραφών.
Χριστόδουλος Πριμηκύρης