Στις αρχές της δεκαετίας του '90, μια σειρά από αυτοκτονίες, δολοφονίες και εμπρησμούς εκκλησιών συγκλόνισαν την Νορβηγία. Όταν αργότερα η τοπική κοινωνία ανακάλυψε πως όλα ήταν συνδεδεμένα με την τοπική underground σκηνή ενός ακραίου ιδιώματος της metal μουσικής, του black metal, οι αποκαλύψεις που ήρθαν στο φως συντάραξαν τον κόσμο. Το documentary των Audrey Ewell και Aaron Aites έρχεται να ρίξει φως, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, στις ταραγμένες εκείνες μέρες.
Κακά τα ψέματα το «Until The Light Take Us» απευθύνεται σε δύο κατηγορίες θεατών: Για τον αμύητο μπορεί να ειδωθεί είτε ως μια εξαιρετική καταγραφή του ψυχισμού τον νέων Νορβηγών και τη σύνδεσή του με το black metal, είτε ως ένα ανατριχιαστικό ταξίδι στη ζωή πολλών - και αρκετά - παρεκκλινόντων νέων, ενώ για τον μυημένο με τη σκηνή αποτελεί μια εξαιρετική καταγραφή μιας ταραγμένης περιόδου για τη Νορβηγία, στην οποία μιλάνε για πρώτη φορά τόσο ανοικτά οι βασικότεροί της πρωταγωνιστές. Η ταινία έχει ως κεντρικό άξονα τους εμπρησμούς των εκκλησιών και τη δολοφονία του Euronymous των Mayhem από τον άλλοτε φίλο του και συνεργάτη, Varg Vigernes των Burzum, αλλά δεν παραλείπει να αναφέρει και θέματα που αφορούν στη γενικότερη ζωή στην Νορβηγία και στον τρόπο γέννησης του ιδιώματος. Το documentary στηρίζεται κατά πολύ στις συνεντεύξεις δύο λαμπρών, αλλά και αντίθετων προσωπικοτήτων: σε αυτή του Fenriz, του μετριοπαθή μουσικού-ηγέτη των Darkthrone και σε αυτή του Varg Vikernes, του ακραίου ιδεολόγου, μουσικού των Burzum. Παράλληλα πολλά μέλη της τοπικής σκηνής - και κορυφαία ονόματα του είδους - από συγκροτήματα όπως οι Immortal και οι Mayhem τοποθετούνται και εκείνα, σχολιάζοντας τους θεματικούς άξονες της ταινίας.
Σε σεναριακό/ιστορικό επίπεδο το Until The Light Take Us είναι εξαιρετικό: εμβαθύνει, αναλύει, υπογραμμίζει όλα αυτά που θα ήθελε να μάθει ένας φίλος του black metal (αν και κατά πάσα πιθανότητα τα γνώριζε ήδη) για τους εμπρησμούς και τη δολοφονία. Στα πλεονεκτήματά του επίσης δεν μπορεί παρά να υπερτονιστεί πως ο Varg Vikernes, δίνοντας συνέντευξη μέσα από τη φυλακή, αναλύει με πολλές λεπτομέρειες τόσο την ιδεολογία του, όσο και τους λόγους που τον οδήγησαν στον φόνο. Ο Vikernes είναι εξαιρετικά 'κινηματογραφικός' και εύγλωττος στα όσα λέει, κερδίζοντας τελικά την συμπάθεια (!) του κοινού - κάποιοι θα τον χαρακτήριζαν έως και γοητευτικό. Είναι απλός, ακριβής και ομιλητικότατος και περιγράφει με μια αποστασιοποίηση τα γεγονότα, που είτε θα σε κερδίσει, είτε θα σε κάνει να τον σιχαθείς. Από την άλλη ο Fenriz είναι ένας πολύ πιο απλός μουσικός, που εμμένει στο να τηρεί αποστάσεις από τις ακρότητες και να υπερτονίζει το μουσικό κομμάτι του black metal.
Μιλώντας όμως καθαρά κινηματογραφικά, το «Until The Light Take Us» χάνει πολύ σε επίπεδο μοντάζ και καθώς μιλάμε για documentary, αυτό το ρίχνει στην τελική μας κρίση. Η ταινία περιέχει πολλά αποσπάσματα από παλαιότερα video και φωτογραφίες της περιόδου με κάκιστη ποιότητα - πράγμα που κάνει το μοντάζ ακόμα πιο δύσκολο - και σε εκείνο το σημείο η ταινία συντρίβεται, καθώς είναι εμφανές ότι σε πολλά μέρη έχει γίνει απλή παράθεση των εικόνων/video η μια δίπλα στην άλλη, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια επεξεργασία. Σε σεναριακό επίπεδο από την άλλη, το documentary δεν αναφέρεται καθόλου τόσο στον συσχετισμό του black metal με τον σατανισμό όσο και με τον εθνικοσοσιαλισμό, αν και κάτι τέτοιο είναι λογικό, καθώς τότε η ταινία θα ξεχείλωνε σε διάρκεια και θα ανέλυε πολλά θέματα, επιφανειακά.
"Κάθοδος στην κόλαση" ή "παρεκκλίνουσες συμπεριφορές στην κρύα Νορβηγία"; Όπως και να το δει κανείς, το «Until The Light Take Us» αξίζει το ενδιαφέρον μας, ειδικά από τη στιγμή που ως Έλληνες έχουμε μεγάλες διαφορές στη νοοτροπία με τους Σκανδιναβούς. Αν αντέχετε ένα documentary του οποίου ο κεντρικός ομιλητής είναι ένας ιδεολόγος δολοφόνος, το «Until The Light Take Us» αξίζει τον χρόνο σας.
Σε ένα κατάμεστο Δαναό το κοινό των Νυχτών Πρεμιέρας ήρθε πιθανότατα περισσότερο για μουσικούς λόγους και λιγότερο για κινηματογραφικούς: τα πολλά μαλλιά και μούσια το αποδείκνυαν. Από τους λίγους άσχετους που ήρθαν, κάποιοι έφυγαν στο τέταρτο, καθώς η σκληρότητα κάποιων εικόνων φαίνεται πως τους φάνηκε ανυπόφορη. Χαρακτηριστικό της πόλωσης των θεατών ήταν τα χειροκροτήματα και οι επευφημίες που ακούστηκαν στην αίθουσα κατά την πρώτη εμφάνιση των δύο βασικών ομιλητών, όσο και η παραμονή πολλών στην αίθουσα στη συζήτηση που ακολούθησε.
Βαθμολογία: 2,5/5 Λουκιανός Κοροβέσης - 25.09.2009 |