Απολογισμός: Νύχτες ήταν και πέρασαν...

Απολογισμός: Νύχτες ήταν και πέρασαν...Πριν λίγες μέρες το 15o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου, «Νύχτες Πρεμιέρας» μας άφησε για άλλη μια φορά στην αγκαλιά του φθινοπώρου, να ξεχειμωνιάσουμε σε κρύες αίθουσες και «κανονικές» προβολές, με «κανονικούς» ανθρώπους. Ας είναι. Τόσα χρόνια στηρίζουμε το festival και τόσα χρόνια ξέρουμε ότι μετά την αυλαία του, όλοι οι cinephile αυτής της πόλης θα χαθούν στα πολύβουα δρομάκια της, περιμένοντας και πάλι το σάλπισμα της επόμενης χρονιάς, για να βγουν από τις τρύπες τους. Το ετήσιο meeting έγινε όμως, οι φάτσες διασταυρώθηκαν, οι απουσίες πάρθηκαν. Γιατί και φέτος, για άλλη μια χρονιά, οι Νύχτες ήταν μια σύναξη των junkies του κινηματογράφου, με τους απλούς θεατές για ντεκόρ. Υπερβολή; Ας πάμε να δούμε...

Για αρχή οφείλουμε να τονίσουμε πως το festival πρέπει φέτος να είχε αυξημένη προπώληση και προσέλευση, γιατί οι αίθουσες είχαν μεγάλο βαθμό πληρότητας και οι ουρές ήταν και πάλι μεγάλες. Αναμφίβολα πολλούς θα τράβηξαν τόσο ο πολυσυζητημένος «Κυνόδοντας», όσο και το «White Ribbon» και το «Κακό Στην Εποχή Των Ηρώων», για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Για να μην ξεχάσω και τις 'Ραγισμένες Αγκαλιές' του αγαπημένου όλων των Ελλήνων, Pedro.. Αυτά αναφορικά με τους κράχτες...

Φέτος πιστεύω ότι ήταν - τουλάχιστον για τις ταινίες που παρακολούθησα - μια καθαρά γυναικεία χρονιά. Στα «Adventureland», «An Education», «Flickan», «Girlfriend Experience», «Millenium» οι πρωταγωνίστριες και δη οι νεαρές, κέρδισαν τις εντυπώσεις με τις εξαιρετικές ερμηνείες τους. Από τις επανεκδόσεις ξεχώρισα εύκολα τις «πέντε δοκιμασίες» των Leth/Trier - αυτή είναι μια ταινία που σίγουρα πρέπει να αναζητήσετε τόσο οι οπαδοί του μεγάλου Δανού (έρχεται και ο 'Αντίχριστος' οσονούπω) όσο και οι οπαδοί της Σκανδιναβικής σκηνής γενικότερα.

Στα καθαρά οργανωτικά του festival τώρα, σίγουρα φέτος οι δημοσιογράφοι ζορίστηκαν - και έχασαν - αρκετές από τις ταινίες που ήθελαν να δουν, καθώς το σύστημα της κράτησης εισιτηρίων ανήμερα ή μια μέρα πριν, σαφέστατα περιόρισε τις επιλογές μας. Ας είναι όμως, πριμοδοτήθηκε το κοινό. Αλλά ποιο κοινό;

Δυστυχώς και φέτος το festival δεν κατάφερε να επιβάλλει μια κινηματογραφική παιδεία στο εξωφεστιβαλικό κοινό του, με αποτέλεσμα να μπαίνουν στην αίθουσα αργοπορημένοι άνθρωποι 25 λεπτά μετά την έναρξη της ταινίας, να ψάχνουν τη θέση τους, να απαιτούν να κάτσουν ακριβώς εκεί και στη συνέχεια να σηκώνουν και μια ολόκληρη σειρά για να το καταφέρουν. Αυτές είναι τακτικές multiplex και σε μια εποχή που το cinema κόβει όλο και λιγότερα εισιτήρια, καλό θα ήταν οι διοργανωτές και οι αίθουσες να σέβονται περισσότερο το κοινό που τους στηρίζει - και έχει πάει 15 λεπτά νωρίτερα στην προβολή που τους ενδιαφέρει - και να κλείνει τις πόρτες στους καθυστερημένους, καθυστερημένους (!). Το ίδιο έχουν κάνει τόσο το Μέγαρο Μουσικής, όσο και πολλές μεγάλες αίθουσες συναυλιών και έχουν κερδίσει το κοινό τους, γιατί προσφέρουν ένα προϊόν που δείχνουν να σέβονται.

Είδαμε κάτι πραγματικά μεγάλο; Κατά τη γνώμη μου, ναι το «The Girlfriend Experience» ήταν κάτι το πραγματικά μεγάλο, από τις ταινίες που είδα τουλάχιστον. Από τις αντιδράσεις του κοινού και συζητήσεις με φίλους και συνεργάτες, σίγουρα θα αναζητήσω και τον «Κυνόδοντα», το «Moon», το «White Ribbon» και το «In The Loop» σε κάποια αίθουσα τον φετινό χειμώνα...

Καλή μας κινηματογραφική season!
 

Λουκιανός Κοροβέσης - 01.10.2009

Νύχτες Πρεμιέρας: Τα Βραβεία

Νύχτες Πρεμιέρας: Τα ΒραβείαΟλοκληρώθηκε με μια λαμπερή τελετή στις 27 Σεπτεμβρίου, το 15ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, γνωστό σε όλους τους σινεφίλ ως "Νύχτες Πρεμιέρας". Μετά από 11 ημέρες, 140 ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, 25 sold-out προβολές και πάνω από 55.000 εισιτήρια, η αυλαία έπεσε στον κινηματογράφο Αττικόν, με την τελετή απονομής των βραβείων του Φεστιβάλ.

Σε ότι αφορά τα βραβεία του Διεθνούς Διαγωνιστικού τμήματος, οι επιλογές της Κριτική Επιτροπή των Νέων ήταν μάλλον δίκαιες. Η 'Χρυσή Αθηνά' Καλύτερης Ταινίας δόθηκε στην ταινία «Moon» ('Φεγγάρι'). Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Duncan Jones, ανέβηκε στη σκηνή για να παραλάβει το βραβείο και ευχαρίστησε το Αθηναϊκό κοινό. Το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας (βραβείο της Πόλης των Αθηνών) απονεμήθηκε στο «Flickan» ('Το Κορίτσι') ενώ το Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου κατέληξε δικαιωματικά στο «In the Loop» ('Πόλεμος Εκτός Προγράμματος').

Το ιστορικότερο βραβείο της διοργάνωσης, το Βραβείο Κοινού, απονεμήθηκε μετά από ψηφοφορία των θεατών μετά τις προβολές, στη συγκινητική ταινία «Flickan» από τη Σουηδία. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Fredrik Edfeldt παρέλαβε το βραβείο, ανεβαίνοντας για 2η φορά στη σκηνή.

Τέλος η Κριτική Επιτροπή του τμήματος 'Μουσική & Φιλμ' απένειμε το βραβείο Χρυσή Αθηνά του τμήματος στην ταινία «Until the Light Takes Us», ένα μουσικό ντοκιμαντέρ για την black metal σκηνή της Νορβηγίας και τα σκοτεινά γεγονότα που συνέβησαν εκεί τη δεκαετία του '90. Το βραβείο παρέλαβαν οι δύο σκηνοθέτες της ταινίας Aaron Aites και Audrey Ewell.

Η βραδιά έκλεισε με την προβολή της ταινίας «Broken Embraces» του Pedro Almodovar, ενώ ακολούθησε το καθιερωμένο πάρτι με ποτό, μουσική και χορό στο Pasaji. Το ραντεβού όλων ανανεώθηκε για το Σεπτέμβριο του 2010 για τις 16ες Νύχτες Πρεμιέρας.

Το προηγούμενο βράδυ, στις 26 Σεπτεμβρίου, έγινε η απονομή των Βραβείων Πρωτοεμφανιζόμενων δημιουργών ελληνικών ταινιών. Η 11-μελής επιτροπή απένειμε τα ακόλουθα βραβεία: Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη εξίσου στους: Παναγιώτη Καραμίτσο για την ταινία «Τρυφερότητα» και Αργύρη Παπαδημητρόπουλο για την ταινία «Bank Bang», Πρωτοεμφανιζόμενου Αντρα Ηθοποιού στον Θανάση Τσαλταμπάση για την ερμηνεία του στην ταινία «Λούφα και Απαλλαγή - Ι4», Πρωτοεμφανιζόμενης Γυναίκας Ηθοποιού στη Ράσμι Σούκουλη για την ερμηνεία της στην ταινία «Τρυφερότητα».
 

Θανάσης Γεντίμης - 01.10.2009

Συνέντευξη Duncan Jones: "I'll meet you on the dark side of the Moon..."

Συνέντευξη Duncan Jones: "IDuncan Jones. Σκηνοθέτης του Moon. Γιος του David Bowie. Κάτοχος της Χρυσής Αθηνάς (βραβείο καλύτερης ταινίας) των Νυχτών Πρεμιέρας 2009. Όποια από τις παραπάνω αστραφτερές ιδιότητές του κι αν επιλέξετε για να τον περιγράψετε, η πραγματικότητα θα σας διαψεύσει. Ο Duncan Jones, κατά κόσμον... Zowie Bowie, είναι ένας από τους πιο απλούς και προσηνείς άνθρωπος της showbiz.

Ενθουσιασμένος με την πραγματικά εντυπωσιακή πορεία του σκηνοθετικού του ντεμπούτου, το οποίο λατρεύεται από κοινό και κριτικούς όπου κι αν παίζεται, και ανυπόκριτα χαρούμενος που βρίσκεται στην Ελλάδα και το διαγωνιστικό των Νυχτών Πρεμιέρας, απάντησε στις ερωτήσεις μας με τον ενθουσιασμό ενός μικρού παιδιού, χωρίς να γνωρίζει ακόμα ότι θα φύγει από την Αθήνα κρατώντας στα χέρια του (πανάξια) το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ.

Μαριάννα Ράντου: Όταν γυρίζατε το φιλμ θέλατε να κάνετε μια φουτουριστική ταινία επιστημονικής φαντασίας ή όλο αυτό είναι ένα έμμεσο σχόλιο για την υπάρχουσα κατάσταση στη Γη;

Duncan Jones: Για να είμαι ειλικρινής, οποιαδήποτε πολιτική προέκταση υπάρχει στο φιλμ είναι δευτερεύουσα. Για μένα, το «Moon» δημιουργήθηκε εξαρχής με σκοπό να είναι ένα φιλμ ανθρωποκεντρικό που μιλά για τη μοναξιά, για το πώς είναι να ζεις ολομόναχος για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, πώς είναι το να προσπαθείς να διατηρήσεις μια σχέση εξ αποστάσεως - ξέρεις, πολύ προσωπικά ζητήματα. Και η όποια πολιτική τους πλευρά, το τι θα μπορούσε δηλαδή να συμβαίνει εκείνη τη στιγμή στον κόσμο, είναι περισσότερο ένα πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσονται τα παραπάνω θέματα.

Μαριάννα Ράντου: Δεδομένου ότι το έργο διαδραματίζεται σε μελλοντικό χρόνο, πώς πιστεύετε ότι θα βλέπουν το φιλμ σε 30 χρόνια από τώρα; Θα μπορούσαν οι μελλοντικοί θεατές να το θεωρήσουν 'επίκαιρο' όταν το παρακολουθούν;

Duncan Jones: Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα σκέψη. Γιατί οποιοσδήποτε ασχολείται και μπορεί να κατανοήσει το επιστημονικό κομμάτι του έργου, θα αναγνωρίζει ότι αυτά που αναφέρονται στην ταινία είναι πολύ πιθανόν να συμβούν και στην πραγματικότητα. Η διαστημική βάση στη Σελήνη είναι πολύ ρεαλιστικό σενάριο, ενώ κι η πιθανότητα της εξόρυξης του Ηλίου-3 κι η χρήση του στοιχείου αυτού ως κύριας πηγής ενέργειας της Γης είναι υποθέσεις ελεγμένες επιστημονικά. Επομένως όλα αυτά είναι αν μη τι άλλο λογικοφανή σενάρια για το μέλλον. Κι αν πράγματι συμβούν, τότε φαντάζομαι τους μελλοντικούς θεατές να παρακολουθούν το φιλμ και να αναγνωρίζουν στοιχεία της πραγματικότητάς τους και να λένε μεταξύ τους "Μα κοίταξε, τα πιο πολλά τα πέτυχε!". Οπότε ναι, πιστεύω ότι τουλάχιστον η μία πλευρά της ταινίας κάποτε θα είναι επίκαιρη. Κάποια άλλα στοιχεία του σεναρίου βέβαια, ίσως και όχι.

Μαριάννα Ράντου: Πώς κι επιλέξατε για το κινηματογραφικό σας ντεμπούτο να κάνετε ένα φιλμ επιστημονικής φαντασίας; Μοιάζει ένα είδος αρκετά δύσκολο για έναν πρωτάρη, που συνήθως χρειάζεται μεγάλα budget και μοιάζει να έχει πολλές τεχνικές απαιτήσεις και δυσκολίες.

Duncan Jones: Ήμουν εξαρχής απολύτως βέβαιος ότι ήθελα να γυρίσω αυτό το έργο. Είχαμε ένα budget 5 εκατομμυρίων δολαρίων, που είναι σχετικά μικρό ποσό για ένα φιλμ sci-fi. Προσωπικά έχω μια προϊστορία στη διαφήμιση, και τα διαφημιστικά μου έχουν δώσει πολλή εμπειρία στη χρήση των ειδικών εφέ. Επομένως γνώριζα ότι αν ήθελα να κάνω με το πρώτο μου φιλμ κάτι το ιδιαίτερο που θα μπορεί να ξεχωρίζει από το σωρό, θα έπρεπε να 'παίξω' σ' ένα πεδίο το οποίο ήδη γνώριζα καλά. Έτσι, πέραν του ότι ήθελα παθιασμένα να δουλέψω με τον Sam (Rockwell), του οποίου είμαι πολύ μεγάλος φαν, ήθελα και να καταπιαστώ με ένα φιλμ στο οποίο θα μπορούσα να κάνω αυτό που ξέρω καλύτερα -ειδικά εφέ. Στο μέλλον θέλω φυσικά να κάνω μεγαλύτερα φιλμ από αυτό, μα ήθελα να δείξω από το πρώτο μου φιλμ ότι μπορούν να υπολογίζουν και σε μένα, ότι είμαι η επόμενη γενιά.

Μαριάννα Ράντου: Πάντως η χρήση των ειδικών εφέ δεν φαίνεται στο μάτι του μη εξοικειωμένου θεατή -το αντίθετο μάλιστα: για ταινία επιστημονικής φαντασίας έμοιαζε να μην έχει σχεδόν καθόλου εφέ.

Duncan Jones: Κι όμως -έχει πάρα πολλά. Αλλά μόνο συγκεκριμένα είδη. Έχουμε χρησιμοποιήσει παραδείγματος χάριν μινιατούρες για τα σκηνικά. Γενικά ό,τι έχουμε κάνει δε θέλαμε να είναι ούτε προφανές, ούτε εμφανές. Αυτά τα πράγματα πρέπει να είναι αόρατα, κι ο θεατής να τα βλέπει αλλά να μην τα σκέφτεται. Υπάρχουν πάντως πάνω από 450 εφέ στην ταινία, που είναι πολλά. Αλλά δεν είναι τα εντυπωσιακά που βλέπει κανείς συνήθως σε ταινίες sci fi.

Μαριάννα Ράντου: Πώς προσεγγίσατε τον Sam Rockwell και τον Kevin Spacey και τους πείσατε να συμμετέχουν σε μια μικρή ανεξάρτητη παραγωγή, όταν μάλιστα ήταν και η πρώτη σας σκηνοθετική δουλειά;

Duncan Jones: Ήμουν πολύ αγχωμένος όταν πρωτοσυναντήθηκα με τον Sam. Του έδωσα τότε ένα σενάριο για ένα διαφορετικό έργο κι ενώ ενθουσιάστηκε με το σενάριο, ήθελε να παίξει έναν άλλο ρόλο από αυτόν που του προόριζα εγώ. Έτσι συναντηθήκαμε για να προσπαθήσουμε να πείσουμε ο ένας τον άλλον, αλλά κανένας μας δεν πέτυχε το στόχο του. Επειδή όμως θέλαμε πάρα πολύ να συνεργαστούμε, αποφασίσαμε να συζητήσουμε και να βρούμε τι είδους φιλμ θα μας ενδιέφερε να κάνουμε μαζί. Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι, λόγω του παρελθόντος μου στην διαφήμιση, ένιωθα πολύ σίγουρος για το τεχνικό κομμάτι του φιλμ, ήμουν όμως πολύ ανασφαλής για το ερμηνευτικό κομμάτι και συγκεκριμένα με τη συνεργασία με έναν ηθοποιό του Hollywood. Μετά τη συνάντησή μας όμως, που αντιλήφθηκα ότι εκτός από αξιοθαύμαστος ηθοποιός είναι και πολύ συμπαθητικός άνθρωπος που δε θα έκανε βεντετισμούς, είπα με βεβαιότητα: "αυτός ο ηθοποιός θέλω να παίξει στην πρώτη μου ταινία".

Μαριάννα Ράντου: Όλοι επαινούν την εξαιρετική ερμηνεία του Sam Rockwell στην ταινία, η οποία αναμφίβολα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στη δική σας καθοδήγηση. Πώς ήταν η συνεργασία με έναν και μόνο ηθοποιό;

Duncan Jones: Ήταν μια πολύ έντονη εμπειρία. Με τον Sam έχουμε πάνω κάτω την ίδια ηλικία, μοιάζουμε κάπως εμφανισιακά, κι έχουμε γενικά πάρα πολλά κοινά. Μεγαλώσαμε με παρόμοιο τρόπο, μιας και είχαμε κι οι δύο κάπως εκκεντρικούς, καλλιτεχνικούς τύπους στο οικογενειακό μας περιβάλλον, κι έτσι μας ήταν πολύ πιο εύκολο να επικοινωνήσουμε. Επίσης, είχαμε και οι δύο σχέσεις εξ αποστάσεως εκείνη την περίοδο. Για όλους αυτούς τους λόγους μας ήταν πολύ εύκολο να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον και μέσα από συζητήσεις ξεδιπλώναμε και τις διαφορετικές πτυχές του χαρακτήρα που υποδυόταν ο Sam.

Μαριάννα Ράντου: Χρησιμοποιείτε πολύ το internet για την προώθηση της ταινίας (σημ. ο ίδιος δραστηριοποιείται ενεργά ανανεώνοντας το site του, ενώ αξιοποιεί το twitter και το facebook), ξοδεύοντας και πολύ προσωπικό χρόνο. Πιστεύετε ότι αυτό έχει βοηθήσει στην προώθηση της ταινίας; Πόσο επηρεάζει το internet την κινηματογραφική καθημερινότητά μας;

Duncan Jones: Ναι, αναμφίβολα πιστεύω ότι το internet βοηθά στην προώθηση της ταινίας. Το «Moon» είχε αμέριστη συμπαράσταση από τα κινηματογραφικά διαδικτυακά μέσα, αλλά και την online κοινότητα των φαν της επιστημονικής φαντασίας. Το twitter ήταν επίσης για μένα ένα πολύ σημαντικό εργαλείο της καθημερινότητάς μου. Τα μεγάλα studios ξοδεύουν εκατομμύρια δολάρια και μόνο για την προώθηση μιας ταινίας τους. Όταν είσαι ανεξάρτητος κινηματογραφιστής πρέπει να βρεις μόνος σου τρόπους για να κάνεις την ταινία σου όχι μόνο να ακουστεί, αλλά και να προκαλέσεις τον κόσμο να ενδιαφερθεί να δει και να προωθήσει με τη σειρά του το φιλμ. Κι αυτό ακριβώς είναι που προσπάθησα να κάνω, και σ' αυτό το θέμα το internet ήταν ένα αναντικατάστατο εργαλείο. Όμως πρέπει να ασχολείσαι συστηματικά κι ουσιαστικά, και να δίνεις χρόνο κι ενέργεια για να το πετύχεις αυτό.
 

Μαριάννα Ράντου - 01.10.2009

Είδαμε: Lymelife

Είδαμε: LymelifeΣχεδόν μια δεκαετία μετά τα θετικά σχόλια που εισέπραξαν στο Φεστιβάλ του Τορόντο για την ταινία «Goat on Fire & Smiling Fish», οι Derick and Steven Martini επιστρέφουν γράφοντας από κοινού το σενάριο της ανεξάρτητης ταινίας «Lymelife». Απ' ότι φαίνεται τα δυο αδέλφια μοίρασαν επιτυχώς τις αρμοδιότητες τους. Ο Derick εκτός του σεναρίου υπογράφει και τη σκηνοθεσία ενώ ο Steven μας συνεπήρε με τη μουσική επένδυση της ταινίας, την οποία εκτέλεσε το μουσικό του γκρουπ Spaceship Martini.

'Ξινή Ζωή' λοιπόν μας υπόσχονται οι σεναριογράφοι και πράγματι τέτοια μοιάζει να είναι, ειδομένη μέσα από τα μάτια των δυο δεκαπεντάχρονων φίλων, του Scott (Rory Culkin) και της Adrianna (Emma Roberts), οι οποίοι αν και κατοικούν σ' ένα φαινομενικά ιδανικό προάστιο στο Long Island της δεκαετίας του '70, βιώνουν (και μαζί με αυτούς και εμείς) την κατάρρευση του αμερικάνικου ονείρου. Η κάμερα σκιαγραφεί τις δυο οικογένειες που συνθλίβονται από προβλήματα καταρχάς σε επίπεδο σχέσεων, αλλά και ενόψει δραστικών οικονομικών και πολιτιστικών αλλαγών. Εξάλλου, στην κοινωνία της ευρύτερης περιοχής των προαστίων έχει ξεσπάσει η βορελίωση, μια ασθένεια που προέρχεται από το αίμα του ελαφιού και συχνά προσβάλει τους κυνηγούς του είδους, με επακόλουθες ψυχολογικές διαταραχές των νοσούντων και τις παρεπόμενες συνέπειες για τις οικογένειές τους.

Ο νεαρός Scott παράλληλα με τις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς κάθε εφήβου, έρχεται αντιμέτωπος με το διαζύγιο μεταξύ του εργασιομανή και άπιστου πατέρα του Mickey Bartlett (Alec Baldwin) και της υπερπροστατευτικής μητέρας του Brenda Bartlett (Jill Hennessy). Είναι ερωτευμένος με τη φίλη του Adrianna, η οποία δείχνει να είναι ο μοναδικός άνθρωπος που τον κατανοεί και τον μυεί σε διάφορες καταστάσεις, οδηγώντας τον στη μετάβαση από την παιδική και αθώα ηλικία στην επίπονη περίοδο της εφηβείας και έπειτα ενηλικίωσης. Είναι η στιγμή που ο ιδιαίτερα συμπαθής και ευαίσθητος Scott αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρωποι του οικογενειακού του περιβάλλοντος δεν είναι ακριβώς αυτοί που νόμιζε, αλλά είναι απλώς άνθρωποι και έχουν ελαττώματα, όπως όλοι.

Στα πολύ θετικά της ταινίας θεωρούμε την 'γλυκόξινη γεύση' που μας άφησε το «Lymelife», όπου το γέλιο, η λύπη, η βία και η αγάπη εναλλάσσονται συνεχώς καθώς και την ερμηνεία των νεαρών Rory Culkin και Emma Roberts και της εξαιρετικής Jill Hennessy. Αντιθέτως, η υποκριτική της διάσημης Cynthia Nixon του «Sex And The City» μας άφησε παγερά αδιάφορους. Να σημειωθεί ότι ο Martin Scorsese συμμετέχει στην παραγωγή και η ταινία έχει ήδη αποσπάσει το βραβείο FIPRESCI στο περσινό Φεστιβάλ του Τορόντο.
 

Ελευθερία Φίλη - 28.09.2009

Είδαμε: Millennium: Part 1

Είδαμε: Millennium: Part 1Ιδεαλιστής δημοσιογράφος υπό διωγμό λόγω στημένου σκανδάλου, ενώνει τις δυνάμεις του με cybergoth χακερού που τον παρακολουθεί για την ανεύρεση κορασίδας χαμένης κοντά σαράντα χρόνια. Στην πορεία θα μάθουν και ..θα πάθουν πολλά.

Δόξα τον μεγάλο Σουηδό θεό! Μετά από τόσες αμερικανικές φόλες που βαφτίζουν το porngore, thriller και την ατμόσφαιρα, τρόμο, έρχεται μια ταινία που ναι, μας καθήλωσε. Ο Mikael Blomkvist (Michael Nyqvist) είναι ένας δημοσιογράφος που βλέπει την καριέρα του να τελειώνει, όταν μεγαλοεπιχειρηματίας που κυνηγούσε του την στήνει και τον εκθέτει, οδηγώντας τον σε δίκη και φυλάκιση. Η Lisbeth Salander (Noomi Rapace) είναι το cybergoth φρικιό που παρακολουθεί τον υπολογιστή του και σε κάποιο σημείο, έτσι για πλάκα, αποφασίζει να τον βοηθήσει να βρει τη χαμένη κόρη μιας μεγάλης οικογένειας Σουηδών, με πολλά λεφτά και σαφέστατα, πολλά περισσότερα μυστικά. Οι δύο τους θα ενώσουν κομμάτι-κομμάτι ένα παζλ που θα βρει απαντήσεις τόσο στο μακρινό παρελθόν, όσο και στο επικίνδυνο παρόν.

Όσο κλισέ και να μοιάζει σε πρώτη ανάγνωση η ιστορία, το πρώτο από τα τρία βιβλία μυστηρίου που έχουν εκδοθεί στη Σκανδιναβία δίνει το πρωτογενές υλικό για ένα εξαιρετικό και σφιχτοδεμένο θρίλερ. Η πλοκή του, χαμένη μέσα στα σαράντα χρόνια που μεσολάβησαν, είναι αρκούντως δαιδαλώδης για να σε κερδίσει και παράλληλα όσο εύκολη χρειάζεται για να μπορέσεις να την παρακολουθήσεις, καθώς σε παράλληλους δρόμους τρέχουν οι ιδιωτικές ιστορίες των δύο κεντρικών χαρακτήρων, με εκείνη της παραβατικής Lisbeth και της σχέσης της με τον αξιωματικό αναστολής να είναι πιο σκοτεινή και σαφέστατα πιο ενδιαφέρουσα. Παράλληλα το Σουηδικό τοπίο, με τα βουνά, τα δέντρα, τις τεράστιες επιβλητικές επαύλεις χαμένες στη μέση του πουθενά αλλά και τον ελάχιστο φωτισμό, μας προσφέρει ένα εξαιρετικό ψυχρό background μέσα στο οποίο θα αναζητήσουμε και εμείς τη χαμένη μικρούλα Harriet και την τύχη της. Οι δύο αντίθετοι χαρακτήρες σαφέστατα δένουν στην πορεία, με τη σοβαρότητα του Blomkvist να περιπλέκεται με την παραβατικότητα της Lisbeth και το μείγμα να γίνεται τόσο τοξικό, που λύνει τελικά το κεντρικό μυστήριο, μετά κόπων και βασάνων...

Στα του cast τώρα, δίπλα στη στιβαρή φάτσα του Nyqvist, η ανδρόγυνη Rapace καθηλώνει και υποχρεώνει έτσι τον Έλληνα μεταφραστή να της χαρίσει τον τίτλο της ταινίας, αλλάζοντας το «Millenium» (σημ: η εταιρία του μεγιστάνα που προσλαμβάνει τους δύο), σε 'Το Κορίτσι με το Τατουάζ'. Η ταινία έχει ήδη αποκτήσει hype σε ορισμένους κύκλους και όχι αδικαιολόγητα, καθώς συνδυάζει όλες τα χαρακτηριστικά του είδους, με την έξοχη πλοκή της να μας φανερώνεται βήμα, βήμα και όλα αυτά σε ένα σκηνικό το οποίο μοιάζει πολύ κανονικό - και τυπικά Σουηδικό - για να είναι όπως φαίνεται.

Το 'Κορίτσι με το Τατουάζ' ήρθε από το πουθενά και έλυσε τα χέρια τόσο του Blomqvist όσο και τα δικά μου, γράφοντας αυτή την κριτική. Σε μια εποχή που το είδος περνάει κρίση, οι Σουηδοί μας δείχνουν πως έχουν και το κλίμα (sic) αλλά και τα μέσα για να δραματοποιήσουν μια ιστορία που σε καθηλώνει. Ότι πρέπει δηλαδή.

Βαθμολογία: 3,5/5
 

Λουκιανός Κοροβέσης - 28.09.2009

Είδαμε: The Girlfriend Experience

Είδαμε: The Girlfriend ExperienceΟι μέρες και οι νύχτες μιας συνοδού πολυτελείας, σε μια Αμερική που περιμένει τον Obama, γονατισμένη από την οικονομική κρίση. Ή αλλιώς η νέα ταινία του (υπερεκτιμημένου) Steven Soderbergh με πρωταγωνίστρια την πορνοσταρ Sasha Grey.

H Chelsea δεν είναι άλλη μια συνοδός πολυτελείας. Είναι όμορφη, καλλιεργημένη και έξυπνη και σαφέστατα απαιτεί τα υψηλότατα standards τόσο από την ίδια, όσο και από τους ανθρώπους που την περιβάλλουν και την... πληρώνουν. Ο Chris Santos, personal trainer σε γυμναστήριο, είναι ο άνθρωπος με τον οποίο έχει σταθερή σχέση εδώ και ενάμιση χρόνο, παρόλο που ξέρει το ποιον της. Σε μια μεγαλούπολη που μαστίζεται από την οικονομική κρίση, ευτυχώς υπάρχουν πολύ που θα πλήρωναν αδρά για κάποιες ώρες ή και μέρες μαζί της. Θα πλήρωναν, ναι. Αλλά για ποιες υπηρεσίες ακριβώς;

Το «The Girlfriend Experience» πιστεύω πως είναι η πρώτη ταινία της επόμενης χιλιετίας, μια ταινία που σαφέστατα τοποθετείται στο τώρα, το σήμερα που ζούμε και μας κοιτάει στα μάτια. Πριν λογής και λογής πλούσιοι και «ευυπόληπτοι» άντρες θα πέσουν (ανάμεσα) στα πόδια της Chelsea για να τους ικανοποιήσει, θα της ανοίξουν την καρδιά τους για να της μιλήσουν για τα πάντα: για τις οικογένειές τους, τα παιδιά τους, την δουλειά τους (που μαστίζεται από την κρίση) αλλά και τις επενδύσεις ή την πολιτική και την τέχνη. Δεν ψάχνουν το σεξ, ψάχνουν την επικοινωνία, την επαφή. Και εκείνη τους την προσφέρει απλόχερα και αποστασιοποιημένα σαν «άλλη μια μέρα στη δουλειά», μέχρις ότου ανακαλύψει πως και οι συνοδοί έχουν ψυχή και αναζητήσει το κάτι παραπάνω. Όταν όμως πουλάς το κορμί σου για χρήματα, πόσα πρέπει να δώσεις για μια κανονική σχέση; Πάρα πολλά, αποφαίνεται ο Soderbergh και μας σοκάρει ευχάριστα με την τελευταία του ταινία.

Στα κρύα, κλινικά, αποστειρωμένα του πλάνα, η πλανεύτρα Sasha Grey επιδίδεται σε μια δουλεία και ερμηνεία επιπέδου.. Πολυτελείας. Η Chelsea της είναι μια πλήρως συνειδητοποιημένη επαγγελματίας που κάνει ότι κάνει με ένα μόνο σκοπό: να είναι η καλύτερη, η πιο ερωτεύσιμη και η πιο όμορφη. Αλλά μέχρι εκεί μπορούν να ανταποκριθούν και άλλες κοπέλες, η Chelsea είναι πιο πονηρή: δεν προσφέρει μόνο το κορμί της, προσφέρει το πλήρες πακέτο της 'κοπέλας': κατανόηση, συμπαράσταση, συμπόνια, στήριξη, αγκαλιά, ότι δηλαδή δεν βρίσκει στην κανονική του ζωή καθένα από τα αρσενικά που ακουμπάνε το παχυλό τους πορτοφόλι στο κρεβάτι της. Και έτσι αναπτύσσει μαζί τους μια σχέση πιο βαθειά από τις άλλες: δεν είναι μόνο συνοδός, ή πόρνη. Είναι και η ερωμένη και η μάνα και η φίλη και η σύντροφος. Ικανοποιεί όλες τις ανάγκες των αντρών και αυτό δεν την κάνει απλά καλή - την κάνει απαραίτητη. Η σχέση της δε μπορεί να την καλύψει, οι απαιτήσεις της δεν έχουν όριο και οι άντρες της ζητούν όλο και περισσότερα - λογικό είναι κάπου να λυγίσει, αλλά θα επιστρέψει γρήγορα στον φυσικό της ρόλο, γιατί "πάνω από όλα η δουλειά".

Η ερμηνεία της Grey ταυτίζεται με την ηρωίδα της και πολλοί - κακεντρεχείς ίσως - θα πουν πως ταυτίζεται και με τη ζωή της: είναι απόμακρη, θανατηφόρα όμορφη και υπερβολικά ακριβής σε ότι κάνει. Το πρόσωπό της, το οποίο φαίνεται να λατρεύουν τα πλάνα του Soderberg, δεν πάλλεται, δεν λυγίζει. Σκληρό και όμορφο είναι εκεί για όποιο λόγο θες - πρέπει απλά να τον 'διαβάσει' πάνω σου και θα τον πραγματοποιήσει. Είναι εκεί για να ικανοποιεί και να θέλγει. Να τραυματίζει και να επουλώνει. Να ερεθίζει και να καθησυχάζει. Γιατί στην Chelsea δεν αγοράζεις μόνο το sex. Αγοράζεις όλη την 'Girlfriend Experience' και αυτό πίστεψέ με είναι κάτι πολύ δυσκολότερο.

Στην πρώτη ταινία της νέας χιλιετίας λοιπόν, τα λεφτά είναι λίγα, τα συναισθήματα λιγότερα και οι ανάγκες πολλές. Έτσι πρέπει να 'μεγιστοποιήσεις' την 'απόδοση' του χρόνου σου και η Chelsea είναι εκεί να σου δώσει ότι ποθείς. Πόρνη εκείνη, φτηνός και εσύ με τον εαυτό σου και τα πραγματικά σου συναισθήματα. Μια ανταλλαγή βρώμικη, αλλά δίκαιη. "Τόσα δίνω, πόσα θες, στην Chelsea θα βρεις αυτό που θες" θα τραγουδούσε ένας αμερικανός Μητροπάνος (!) ίσως μέχρι να δει την Grey να του χαμογελά. "Done Deal" που θα λέγαμε και στη γλώσσα των οικονομικών και θα δίναμε τα χέρια... Απλά δε θα ακουμπάγαμε ο ένας το χέρι του άλλου.

Βαθμολογία: 4/5
 

Λουκιανός Κοροβέσης - 27.09.2009

Είδαμε: The White Ribbon

Είδαμε: The White RibbonΒρισκόμαστε σ' ένα μικρό χωριό της βόρειας Γερμανίας, κάπου στα 1913. Ένας αόρατος αφηγητής μας υποδέχεται στο ασπρόμαυρο τοπίο και ξεκινά να μας διηγείται μια ιστορία της νεανικής του ηλικίας, όταν μια σειρά από ανεξήγητα γεγονότα αναστάτωσαν τη γαλήνια καθημερινότητα του χωριού του και σημάδεψαν καθοριστικά κι αμετάκλητα τις ζωές των χωρικών.

Πρώτο είναι ένα ανεξήγητο ατύχημα που βρίσκει τον γιατρό του χωριού βαριά τραυματισμένο: έκπληξη κι απορία πλανάται στους συγχωριανούς του για ένα συμβάν με άγνωστο υποκινητή και φαινομενικά χωρίς αιτία. Στη συνέχεια, μια γυναίκα σκοτώνεται σ' ένα μάλλον ύποπτο εργατικό δυστύχημα: οργή και καχυποψία ανάμεσα στους χωρικούς, ακόμα διάχυτη και χωρίς αποδέκτη. Λίγο μετά όμως τα πράγματα θα εκτροχιαστούν: μια φωτιά, μια εξαφάνιση, ένα παιδί που ξυλοκοπείται, κι άλλες εκρήξεις βίας, ένα ακόμα παιδί που βασανίζεται. Πλέον η αιτία είναι σαφής: η εκδίκηση -ο υποκινητής όμως παραμένει άφαντος. Ποιος το έκανε; Η απάντηση βέβαια δεν είναι τόσο εύκολη, όταν το κλασσικό σχήμα whodunit (ποιός το έκανε) μετατρέπεται στα χέρια του Haneke σε ένα ιδιάζων whydunit (γιατί το έκανε), με το ενδιαφέρον να μεταφέρεται από το 'ποιος' στο 'γιατί', σε μια αναζήτηση των αιτίων της -φαινομενικά- απρόκλητης βίας.

Οι κάτοικοι του χωριού, ενήλικοι και παιδιά, ζουν σε μια κοινωνία προτεσταντικής καταπίεσης. Οι μοναδικές αποχρώσεις της ζωής είναι γι' αυτούς το άσπρο και μαύρο, σαν τα πλάνα του Haneke που ντύνουν το χιονισμένο χωριό. Ηθική ή ανηθικότητα, καλό και κακό -δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες. Η καταπίεση κι η βία είναι αυτές που διαμορφώνουν χαρακτήρες, μαζί με την 'Λευκή Κορδέλα' της ηθικής (ο πάστορας, κυρίαρχη φιγούρα στο χωριό, τυλίγει στα χέρια των παιδιών που παρουσιάζουν αποκλίνουσες συμπεριφορές μια λευκή κορδέλα, για να φέρουν επάνω τους ένα στίγμα που θα τους θυμίζει την απομάκρυνσή τους από τις ηθικές αξίες). Ένα ολόκληρο χωριό τυλιγμένο ασφυκτικά με μια Λευκή Κορδέλα, για να θυμίζει στους 'υποδειγματικούς' κατοίκους του τη φαυλότητα στην οποία είναι βυθισμένοι. Καταπίεση, κακοποίηση, εκδίκηση. Ένας φαύλος κύκλος που γεννιέται και γεννά τη βία. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, ωριμάζουν κι αρχίζουν σιγά-σιγά να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα γύρω τους, είναι φυσικό να επηρεάζονται και να διαμορφώνονται από αυτό το νοσηρό περιβάλλον. Ο φόβος, η καχυποψία κι η ενοχή πνίγουν την παιδική αθωότητα και μετατρέπουν αργά αλλά σταθερά αυτή την ομάδα παιδιών σε 'enfants terribles' που με την πρώτη ευκαιρία θα διδάξουν από πρώτο χέρι τον τρόμο (για τον Θεό και τον άνθρωπο), τον πόνο (τον σωματικό αλλά και τον ψυχικό) και τον θάνατο σε αυτούς που τους τον δίδαξαν. Ο μόνος άτρωτος παραμένει ο χαρακτήρας του δασκάλου, ο αποστασιοποιημένος μας αφηγητής, ο μόνος, συμπτωματικά (;) χωρίς απογόνους.

Ο φετινός Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών, «Η Λευκή Κορδέλα: Μια ιστορία για τα παιδιά της Γερμανίας», όπως είναι ο πλήρης αμετάφραστος γερμανικός τίτλος, είναι μια ιστορία για τα παιδιά της Γερμανίας, όχι όμως κι ένα αθώο παιδικό παραμύθι. Είναι μια παραβολή για την καλλιέργεια και την παγίωση της κοινωνικής βίας, για τη γένεση του Κακού, μια αλληγορική αφήγηση για την ανατροφή μιας ολόκληρης γενιάς Γερμανών που γαλουχήθηκαν με βία για να γεννήσουν αργότερα την υπέρτατη μορφή κοινωνικής και πολιτικής βίας -το ναζισμό.

Υπαινικτικό και βραδυφλεγές αλλά εντέλει αποκαλυπτικό, το νέο δημιούργημα του Michael Haneke επιδέχεται πολλαπλών αναγνώσεων στοιχειώνοντας τον θεατή για μέρες, και διεκδικεί επάξια μια κορυφαία θέση στην ήδη βαρυφορτωμένη με επαίνους καριέρα του ιδιοφυούς αυστριακού σκηνοθέτη.

Βαθμολογία: 4,5/5
 

Μαριάννα Ράντου - 26.09.2009

Είδαμε: The Informers

Είδαμε: The InformersΠαράλληλες ιστορίες που εξελίσσονται στο Λος Αντζελες την δεκαετία του '80. Sex, drugs and... "pop n' roll" από τον σκηνοθέτη του Buffalo Soldiers, που, διασκευάζοντας κινηματογραφικά ένα μυθιστόρημα του Bret Easton Ellis, αποδίδει πειστικά το χρονικό πλαίσιο στο οποίο κινείται το φιλμ του και, μέσω μιας εξαιρετικής σε σύλληψη τελικής σκηνής, γράφει τον επίλογο τη γενιάς που γεύτηκε τους καρπούς της σεξουαλικής, μουσικής και (κυρίως) οικονομικής 'απελευθέρωσης' - αν και η ολοκληρωτική και αδιαμφισβήτητη κατάρρευση του νεοφιλελευθερισμού θα έρθει σχεδόν δύο δεκαετίες μετά.

Το κακό της υπόθεσης είναι ότι η τελική αυτή σκηνή φαντάζει βγαλμένη από κάποια άλλη ταινία...από εκείνη που πασχίζει να αναδυθεί μέσα από ένα προβληματικό κολάζ άνισων (και συχνά αχρείαστων) ιστοριών, από ένα διπλό επεισόδιο μεταμεσονύκτιου sitcom με διαλογικά μέρη που συχνά φλερτάρουν με τη σαπουνόπερα. Καλές επιδόσεις από την πλειοψηφία του cast (στο οποίο συναντούμε τον αδικοχαμένο Brad Renfro στην τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση), καλές οι αναλογίες της Amber Heard, καλό και το soundtrack (τόσο η tracklist, όσο και οι πρωτότυπες συνθέσεις του Christopher Young) αλλά δυστυχώς το «The Informers», όπως καταλάβατε, δεν είναι και πολύ καλό...

Βαθμολογία: 1,5/5
 

Γιάννης Βασιλείου - 26.09.2009

Είδαμε: City Of Life And Death

Είδαμε: City Of Life And DeathΥπάρχει στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μια κατάμαυρη σελίδα ντροπής, της οποίας λίγοι στη Δύση γνωρίζουν την έκταση, τη σημασία ή ακόμα και την ύπαρξή της: το Δεκέμβριο του 1937, ο Αυτοκρατορικός Στρατός της Ιαπωνίας εισέβαλε στην τότε κινεζική πρωτεύουσα Νανκίνγκ και συναντώντας ελάχιστη αντίσταση, κατέλαβε μια μητρόπολη που δεν είχε προλάβει ακόμα να εκκενωθεί. Κέντρο εμπορίου και πόλος έλξης προσφύγων, φιλοξενούσε έναν μεγάλο πληθυσμό αθώων πολιτών, καθώς κι έναν μεγάλο αριθμό στρατιωτών που αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Αντί όμως να έχουν την αντιμετώπιση που έχουν οι πρόσφυγες ή έστω οι αιχμάλωτοι πολέμου, οι κάτοικοι της Νανκίνγκ έγιναν λεία των πιο άγριων κι επαίσχυντων ενστίκτων του ιαπωνικού στρατού. Την κατάκτηση της πόλης, στις 9 Δεκεμβρίου του '37, ακολούθησαν 6 εβδομάδες ωμής κτηνωδίας, στη διάρκεια των οποίων περίπου 300.000 (οι Ιάπωνες υποστηρίζουν 200.000) αθώοι άνθρωποι σκοτώθηκαν. Έξι εβδομάδες ανείπωτης βαρβαρότητας που έχουν μείνει στην ιστορία χαραγμένες με αίμα ως «ο Βιασμός της Νανκίνγκ». Μέχρι σήμερα, η Ιαπωνία δεν έχει επισήμως παραδεχτεί τα γεγονότα, ούτε έχει απολογηθεί -κι η σφαγή της Νανκίνγκ παραμένει μια ανοιχτή πληγή που αναβλύζει αίμα και μίσος, παραμένοντας ένα δηλητηριώδες αγκάθι στις σινο-ιαπωνικές σχέσεις.

O κινέζος σκηνοθέτης Lu Chuan όμως δεν επιδιώκει με το φιλμ του να μας κάνει μάθημα ιστορίας. Δεν προσπαθεί καν με τις εικόνες του να προωθήσει έμμεσα το φλέγον εθνικό ζήτημα, παίρνοντας κάποια θέση για όσα έγιναν. Λαμβάνοντας τα παραπάνω ιστορικά γεγονότα ως αυτονόητη ιστορική ανάμνηση των συμπατριωτών του, ο Lu Chuan καταφέρνει να αποστασιοποιηθεί επαρκώς από τα συμβάντα, και αξιοποιώντας τα όσα έγιναν ως καμβά για τις ασπρόμαυρες εικόνες του, δημιουργεί ένα αντιπολεμικό, πανανθρώπινο ποίημα που μπορεί να αφορά κάθε πόλεμο, κάθε θάνατο, κάθε άνθρωπο. Το φιλμ του δεν είναι μόνο ιστορικό ντοκουμέντο για όσους δεν γνώριζαν, δεν είναι σίγουρα ένα προπαγανδιστικό όχημα για να μεταπείσει όσους δεν πίστευαν, δε θα μπορούσε καν να χαρακτηριστεί ως αμιγώς πολεμικό δράμα γι' αυτούς που περίμεναν να δουν μάχες, αίμα και σφαγές.

Πίσω από την βαρβαρότητα του πολέμου (που καταγράφεται με αξιοζήλευτα επικές σκηνές στο πρώτο μισό της ταινίας), και την κτηνωδία που ακολούθησε (ο Lu Chuan μεταφέρει με ακρίβεια στις εικόνες του τη βαναυσότητα, χωρίς όμως να κάνει το θέαμα αβάσταχτο για το θεατή, και κυρίως χωρίς να καπηλεύεται το αίμα και τον πόνο για να αποσπάσει τον οίκτο και τη συμπάθεια), αυτό που μένει είναι ο άνθρωπος, απογυμνωμένος από κάθε τι άλλο. Κι εκεί ακριβώς είναι που ο κινέζος σκηνοθέτης επιλέγει να επικεντρωθεί, δίνοντας έτσι υπόσταση στα γεγονότα, ντύνοντας με σάρκα και οστά την Ιστορία, δίνοντας φωνή στον άφατο πόνο. "Μερικές φορές ο θάνατος είναι πιο εύκολος από τη ζωή", θα ομολογήσει σε κάποια στιγμή ένας γιαπωνέζος αξιωματούχος. Μέσα σε μια πόλη που επέζησε μόνο και μόνο για να καταλήξει να αποζητά το θάνατο σαν λύτρωση, οι άνθρωποι αναγκάζονται να δείξουν τον πραγματικό τους εαυτό: αυτός που προσπαθεί με κάθε κόστος να επιβιώσει κι αυτός που επιλέγει να εκτελέσει το καθήκον του. Αυτός που επιλέγει να θυσιαστεί κι αυτός που δειλιάζει μπροστά στον επικείμενο θάνατο. Ένα αποκαλυπτικό, αριστουργηματικά κινηματογραφημένο και σπαρακτικά ανθρώπινο χρονικό του κάθε πολέμου, το «City Of Life And Death» είναι ίσως η καλύτερη ταινία του φετινού φεστιβάλ.

Βαθμολογία: 5/5
 

Μαριάννα Ράντου - 25.09.2009

Είδαμε: Sin Nombre

Είδαμε: Sin NombreΗ Sayra είναι μια έφηβη από την Ονδούρα. Ο Casper είναι ένας νεαρός συμμορίτης, κυνηγημένος από τους 'δικούς' του, επειδή 'καθάρισε' τον αρχηγό της συμμορίας.. Ένα τρένο που οδηγεί στα σύνορα του Μεξικού με την Αμερική θα γίνει τόπος συνάντησης τους και χώρος άνθισης ενός λανθάνοντος ειδυλλίου μεταξύ τους.

Η αλήθεια είναι ότι το παραπάνω premise είναι εξόχως παραπλανητικό. Γιατί δεν προιδεάζει καθόλου για το χοντροκομμένο, κλισεδιάρικο και 'σαπουνοπερίζον' θέαμα που εξελίσσεται επί της οθόνης. Ούτε δράμα κοινωνικών διαστάσεων , ούτε τρυφερή ερωτική ιστορία. Τα πάντα στην υπηρεσία μιας ρουτινιάρικης πλοκής.

Φοβόμαστε ότι η επιτυχία του « City Of God» μάλλον έκανε κακό στο λατινοαμερικάνικο σινεμά. Τα τελευταία χρόνια επίδοξοι κλώνοι της ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια. Ετούτος εδώ (γιατί ουσιαστικά για τέτοιον πρόκειται) δεν είναι μόνο ο ατυχέστερος, αλλά και ο πιο ύπουλος!

Αιμοδιψείς συμμορίτες που βιάζουν γυναικόπαιδα, σκοτώνουν για ψύλλου πήδημα και ταίζουν τα πτώματα στα σκυλιά, αδέρφια που αλληλοσπαράζονται, πατέρες έτοιμοι να εγκαταλείψουν το βλαστάρι τους προκειμένου να φτάσουν στον απώτερο προορισμό και άλλα τέτοια χαριτωμένα, αλλά ουδείς λόγος ανησυχίας, γιατί στο τέλος έχουμε happy end. Από τη μία κάποιοι καταφέρονυν να φτάσουν στην Γη της Επαγγελίας (a.k.a USA) και θα ξεκινήσουν μια νέα, ευτυχισμένη ζωή, αφήνοντας πίσω τους την χαβούζα, όπου ο αδερφός τρώει τον αδερφό, και από την άλλη ο σκηνοθέτης Cary Fukunaga κερδίζει το πολυπόθητο εισιτήριο για το Hollywood με το σπαθί του. Βρε ουστ!

Όταν άνοιξαν τα φώτα, 5-6 θαραλλέοι θεατές προσπάθησαν να ξεκινήσουν χειροκρότημα (φανταζόμαστε από ευγένεια), αλλά ουδείς ακολούθησε. Δε μας κάνει εντύπωση καμία...

Βαθμολογία: καθίζημα
 

Γιάννης Βασιλείου - 24.09.2009

Είδαμε: Mary And Max

Είδαμε: Mary And MaxΗ Mary Daisy Dinkle είναι 8 χρονών και ζει στην Αυστραλία. Ολόκληρη η ζωή της θα μπορούσε να περιγραφεί σαν μια απόχρωση του καφέ (κυριολεκτικά, αφού ο ιδιοφυής animator Adam Elliot έχει δώσει μια καφετί απόχρωση στο περιβάλλον της): χωρίς ποικιλία, χωρίς φίλους, σε μια διαλυμένη οικογένεια που την παραμελεί, περνάει τις μέρες της μέσα στη μοναξιά, παρατηρώντας με περιέργεια τον κόσμο γύρω της, χωρίς όμως να έχει κάποιον δίπλα της για να της λύσει τις απορίες της ζωής.

Ο κύριος Max Horowitz (η αγνώριστη φωνή του Philip Seymour Hoffman) ζει στη Νέα Υόρκη. Είναι 45 χρονών, κι η ζωή του θα μπορούσε να περιγραφεί σαν μια απόχρωση του γκρίζου: μοναχική, μονότονη, θλιβερή, περνάει την καθημερινότητά του ανάμεσα στις συναντήσεις των 'Ανώνυμων Φαγάδων' και σε κρίσεις πανικού που οφείλονται εν μέρει στο σύνδρομο Asperger's από το οποίο πάσχει. Η Νέα Υόρκη (συγκλονιστικά σχεδιασμένη σαν μια σκοτεινή, θλιβερή, σχεδόν γοτθικής αισθητικής μεγαλούπολη) είναι γι' αυτόν μια μουντή, καταθλιπτική αποθήκη ψυχών γεμάτη ιδιόρρυθμους κατοίκους τους οποίους ο ίδιος δεν μπορεί να κατανοήσει.

Η μικρή Mary εντελώς τυχαία θα βρει τη διεύθυνση του άγνωστού της Max και θα του στείλει ένα γράμμα, λέγοντάς του όλες τις μικρές καθημερινές ανοησίες που θα μοιραζόταν με κάποιον φίλο -αν είχε. Ο Max, παρόλη την έκπληξή του, θα της απαντήσει, γεμίζοντας το γράμμα με όλες τις σκέψεις του που μέχρι τώρα μοιραζόταν μόνο με τον εαυτό του και τον φανταστικό του φίλο. Αυτή η sui generis φιλία δι' αλληλογραφίας που ξεκίνησε κατά τύχη θα συνεχιστεί με επιμονή για πάνω από 20 χρόνια, γεμάτη σκαμπανεβάσματα, αποκαλύψεις, χαρές κι απογοητεύσεις.

Αν η Amelie συναντούσε τον Ψαλιδοχέρη, και η ρομαντική ψυχή της μοναχικής γαλλιδούλας διασταυρωνόταν με την ψεγαδιασμένη, μελαγχολική καρδιά του χαρακτήρα του Tim Burton, θα μπορούσατε ίσως να φανταστείτε τι κρύβει αυτό το υπέροχο stop-motion animation του πρώην μικρομηκά (και βραβευμένου με Oscar) Adam Elliot. Ένας ύμνος στη διαφορετικότητα, στη φιλία και την πραγματική αγάπη, η ιδιόμορφη σχέση της Mary και του Max δεν χωράει σε καμία σύμβαση, όπως ακριβώς και η ιστορία του Elliot, που μας εκπλήσσει κάθε στιγμή με τις αντισυμβατικές επιλογές του σε κάθε καμπή της ιστορίας (με αποκορύφωμα τη μικρή ξεκαρδιστική εμφάνιση ενός χαρακτήρα ονόματι Damien Papadopoulos). Λεπτό, πικρόχολο χιούμορ, πραγματική ευαισθησία, ειλικρινή συναισθήματα που ξεχειλίζουν από την οθόνη και σπάνια ανθρωπιά σε ένα γλυκό όσο και σκοτεινό παραμύθι της πραγματικής ζωής.

Βαθμολογία: 4/5
 

Μαριάννα Ράντου - 22.09.2009

Είδαμε: Rembrandt's J'Accuse

Είδαμε: Rembrandt"Μόνο και μόνο το ότι έχουμε μάτια, δεν σημαίνει ότι βλέπουμε". Ξοδεύουμε μεγάλο μέρος της ζωής μας για να μάθουμε και να τελειοποιήσουμε την ικανότητά μας στο γραπτό και προφορικό λόγο. Όταν όμως πρόκειται για εικόνες στην πραγματικότητα οι περισσότεροι από εμάς είμαστε 'αγράμματοι'. Η 'Νυχτερινή Περίπολος' του Rembrandt είναι παγκοσμίως ο 4ος πιο αναγνωρίσιμος ζωγραφικός πίνακας. Πόσοι όμως γνωρίζουν τι 'πραγματικά' απεικονίζει; Υπάρχουν 50 στοιχεία στον πίνακα που υποδεικνύουν τους ενόχους μιας δολοφονίας. Ο Peter Greenaway επιλεγεί να μας παρουσιάσει 30 συν ένα από αυτά και να μας ταξιδεύσει στις ίντριγκες και δολοπλοκίες στο Αμστερνταμ του 1642.

Το «Rembrandt's J'Accuse» είναι ένα άκρως πειστικό -και βαθιά υποθετικό- κινηματογραφικό δοκίμιο πάνω στο διάσημο έργο του Φλαμανδού ζωγράφου. Κρατώντας για το εαυτό του το ρόλο του εισαγγελέα/ ντετέκτιβ και με τη κεφαλή του πάντα παρούσα στο κάδρο, ο Greenaway ανατέμνει τον πίνακα, τον ζωντανεύει με πιστές αναπαραστάσεις (tableau vivants) και ανακρίνει τους πρωταγωνιστές στη ζωή του ίδιου του Rembrandt, αποκαλύπτοντας ένα φόνο, μια συνομωσία και ένα 'κατηγορώ'. Ιστορικές πηγές για τη ζωή των ηρώων της 'Νυχτερινής Περιπόλου', συγκρίσεις με άλλα έργα της εποχής και λεπτομέρειες στις απεικονίσεις του ίδιου του πίνακα συνθέτουν ένα συναρπαστικό παζλ ακόμα και για αυτούς που δεν είναι μυημένοι στη ζωγραφική τέχνη.

Η 'Νυχτερινή Περίπολος' δεν είναι απλώς ένα ζωγραφικός πίνακας που απεικονίζει το στιγμιαίο αλλά μια ολόκληρη ιστορία σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, αρκεί να ξέρεις να τον διαβάσεις σωστά. Κάνοντας ένα βήμα παραπέρα και καταδεικνύοντας την παραποιητική δύναμη της εικόνας ο σκηνοθέτης προβάλλει το δικό του 'κατηγορώ' για την σύγχρονη οπτική αμάθεια και τονίζει το πώς οι συμβάσεις στον κινηματογράφο και την τηλεόραση (οι συμβάσεις της εικόνας) έχουν αμβλύνει την κατανόηση της τέχνης.
 

Εύα Παραδείση - 22.09.2009

Είδαμε: Fish Tank

Είδαμε: Fish TankΌταν ο γκόμενος της χωρισμένης μητέρας δύο μικρών κοριτσιών, Connor (Michael Fassbender), έρχεται να μείνει στο σπίτι μαζί τους, η μεγαλύτερη (και 15χρονη) κόρη Mia σκέφτεται πως θα ήθελε να... 'γνωριστούν καλύτερα'. 'Γνωρίζονται' και από εκεί ξεκινούν τα προβλήματα...

'Fish Tank' στα αγγλικά σημαίνει ενυδρείο και απ' ότι πήρε το μάτι μου στην κυβερνοχώρα, το παρόν film πρέπει να είναι 'η Βρετανική ταινία της χρονιάς'. Και σίγουρα δε μπορώ να διαφωνήσω, καθώς ο πρωτόγονος -και απαγορευμένος - ερωτισμός ανάμεσα στην 15χρονη και τον 30χρονο είναι τόσο διάχυτος, που ρέει από την οθόνη και σας... βρέχει, σαν το νερό του ενυδρείου-μικροκόσμου μέσα στον οποίο πλέουν οι κεντρικοί του ήρωες. Η Mia (Katie Jarvis) είναι μια επαναστατημένη teenager με μεγάλο θυμό για την 'άνετη' μητέρα της και 'κολυμπά' μέσα σε ένα περιβάλλον που δε φαίνεται να την χωράει - η ανάγκη της να ξεφύγει μέσω του χορού είναι έκδηλη γι' αυτό και απομονώνεται και χορεύει για να αποφύγει τα προβλήματα της καθημερινότητας στις εργατικές πολυκατοικίες κάποιου προαστίου του Λονδίνου. Παράλληλα η μητέρα της πίνει και αγνοεί της κόρες της και ενδιαφέρεται μόνο για τον νέο άντρα που βάζει εύκολα στο σπίτι της, ενώ και εκείνος με τη σειρά του παλεύει να ξεφύγει από τα δικά του προβλήματα, βουτώντας στην ζωή αυτής της μικρής και προβληματικής οικογένειας. Στο τέλος όλοι θα κάνουν ένα μεγάλο γύρο στο ενυδρείο της ζωής τους, για να καταλήξουν στον ίδιο σημείο - δυστυχώς έξοδος δεν υπάρχει.

Αλλη μια φετινή ταινία η οποία κρέμεται από την ερμηνεία μιας νεαρής πρωταγωνίστριας και το 'αντράκι' Katie Jarvis, ως θυμωμένη και επιθετική λολίτα, τα καταφέρνει περίφημα. Από δίπλα της και ο γόης Michael Fassbender την κολακεύει και την περιεργάζεται, για να υποκύψει τελικά στη γοητεία της, μην μπορώντας να αντισταθεί. Οι δύο τους συνθέτουν ένα δίδυμο του οποίου οι ταλαντώσεις των συναισθημάτων παρασέρνουν μαζί και την ταινία στα όποια ακρότατά της. Η χημεία μεταξύ τους είναι εξαιρετική και ως εκ τούτου το «Fish Tank» έχει να περηφανεύεται πως κατέχει 'μεγάλα ψάρια'.

Ταινία της χρονιάς στη Βρετανία, με εξαιρετικούς πρωταγωνιστές και σφιχτό story, το «Fish Tank» μας περιόρισε στον μικρόκοσμό του και μας έφτυσε βρεγμένους και πληγωμένους.

Βαθμολογία : 3/5
 

Λουκιανός Κοροβέσης - 22.09.2009

Είδαμε: The Informant

Είδαμε: The InformantΟ καλοκάγαθος και ιδιόρρυθμος Mark Whitacre είναι ένας πολλά υποσχόμενος ανώτατος υπάλληλος στην μεγάλη πολυεθνική ADL. Δουλεύει φιλότιμα, αγαπά την οικογένειά του, σέβεται την ADL και έχει ιδιαίτερη αδυναμία στο... καλαμπόκι, το κύριο προϊόν της επιχείρησης. Ανεβαίνοντας σταδιακά στην εταιρική ιεραρχία, συνειδητοποιεί ότι οι ανώτερες θέσεις εκτός από πλεονεκτήματα κρύβουν κι αρκετές παγίδες, όπως παραδείγματος χάριν το γεγονός ότι πρέπει να συμπράττει σε μερικές όχι και τόσο ηθικές, ούτε και τόσο νόμιμες πράξεις για λογαριασμό της εταιρίας. Εκβιασμοί, δωροδοκίες, προώθηση και δημιουργία καρτέλ -θα ανεχτεί πολλά, μέχρι που κάποια στιγμή ο φιλήσυχος οικογενειάρχης Mark αποφασίζει να αντιδράσει καταγγέλλοντας την πολυεθνική στο FBI. Με τις πληροφορίες που τους δίνει, θα μεταμορφωθεί σύντομα σε ερασιτέχνη πράκτορα, δουλεύοντας για χρόνια ολόκληρα ως πληροφοριοδότης των μυστικών υπηρεσιών.

Όμως ο Mark Whitacre δεν είναι τόσο καλοκάγαθος, ούτε τόσο ειλικρινής, ούτε τόσο ισορροπημένος όσο φαίνεται. Αυτά που αρχικά φαίνονταν σαν μικρές και ασήμαντες παρασπονδίες του φιλήσυχου υπαλλήλου στο όνομα της εταιρίας, αποδεικνύονται απλά η κορυφή του παγόβουνου στην εντυπωσιακή ατζέντα ενός μυθομανή απατεώνα.

Μια μαύρη κωμωδία καταγγελίας με γρήγορους ρυθμούς, που παίρνει μια απολύτως πραγματική -και απολύτως σοβαρή- ιστορία εξαπάτησης και την ντύνει με ένα εξαιρετικά ταιριαστό κωμικό πέπλο σαρκασμού και ειρωνείας. Από τον τρόπο που ξεδιπλώνει το σενάριο, αποκαλύπτοντας σιγά-σιγά τα διαφορετικά επίπεδα αυτού του εξωφρενικού τύπου, μέχρι τον τρόπο που αξιοποιεί τη μουσική και φυσικά τον χαμαιλέοντα Matt Damon στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Steven Soderbergh καταφέρνει για ακόμα μια φορά να κατευθύνει και να εξαπατήσει απολαυστικά το θεατή, ακριβώς όπως ο πρωταγωνιστής του εξαπατά τις αρχές. Αν η Erin Brockovich είχε μικρό, ελαφρά διαταραγμένο αδερφό, αυτός θα λεγόταν Mark Whitacre και αν ο «Insider» του Michael Mann είχε χιούμορ, θα λεγόταν «The Informant!».

Βαθμολογία: 3,5/5
 

Μαριάννα Ράντου - 22.09.2009

Είδαμε: Moon

Είδαμε: MoonΒρισκόμαστε στο εγγύς μέλλον και παρακολουθούμε την καθημερινότητα του Sam Bell (ο Sam Rockwell, σ' ένα συγκλονιστικό one man show), ενός αστροναύτη-εργάτη που επί 3 χρόνια δουλεύει σ' ένα διαστημικό σταθμό στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης. Αποστολή του είναι η εξόρυξη Ηλίου-3, του στοιχείου που αποτελεί πλέον τη βασική πηγή ενέργειας της Γης, για λογαριασμό της πολυεθνικής εταιρίας Lunar. Ζώντας ολομόναχος στο σταθμό και με μοναδική του παρέα τη φωνή του Gerty (η εκφραστικότατη φωνή του Kevin Spacey), του κεντρικού υπολογιστή-ρομπότ του συστήματος, η ζωή του είναι μονότονη και επαναλαμβανόμενη. Το μόνο που τον κρατά σε εγρήγορση είναι η σκέψη ότι το συμβόλαιό του με τη Lunar πλησιάζει στο τέλος του κι επιτέλους θα επιστρέψει στη Γη, όπου τον περιμένουν η γυναίκα και η κόρη του. Λίγες εβδομάδες όμως πριν από την πολυπόθητη επιστροφή του, εμφανίζει ξαφνικά περίεργα συμπτώματα: πονοκέφαλοι, ζαλάδες, έλλειψη συγκέντρωσης και παραισθήσεις, τον οδηγούν σε ένα παραλίγο θανατηφόρο ατύχημα. Επιστρέφοντας στη βάση με μυστηριώδη τρόπο, συνέρχεται χωρίς συναίσθηση του πώς έφτασε εκεί, και βρίσκει κάποιον να τον περιμένει -κι είναι ο τελευταίος άνθρωπος που θα μπορούσε να φανταστεί..

Ο πρωτάρης σκηνοθέτης Duncan Jones, χωρίς ίχνος εμπειρίας, με μικρό budget και χωρίς κανένα σχεδόν ψηφιακό εφέ, αποδεικνύει πως τα μόνα που χρειάζονται για να φτιάξεις ένα μικρό αριστούργημα είναι ένας ηθοποιός, ένα σενάριο με βάθος κι έξυπνες σκηνοθετικές επιλογές. Η επιστημονική φαντασία σπάνια αποδεικνύεται -τα τελευταία χρόνια- τόσο ουσιαστική και καίρια όσο στην περίπτωση του «Moon», που εκτός από σασπένς προσφέρει τροφή για σκέψη, χωρίς τους συνήθεις εκτυφλωτικούς αντιπερισπασμούς που συχνά βαραίνουν αυτό το παρεξηγημένο είδος.

Ο άνθρωπος μόνος απέναντι στην σκοτεινή πλευρά του, η ανθρωπότητα αντιμέτωπη με τις λανθασμένες επιλογές της. Η ελεύθερη βούληση κι η δυνατότητα επιλογής σ' έναν κόσμο προγραμματισμένο να δρα με γνώμονα την απληστία και την έλλειψη ανθρωπιάς -κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ένα διαστημικό ταξίδι ενδοσκόπησης στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης αλλά και της ανθρώπινης ψυχής, που δε θα μας κάνει εντύπωση αν ακουστεί στα βραβεία του φετινού φετσιβάλ.

Βαθμολογία: 4,5/5
 

Μαριάννα Ράντου - 22.09.2009

Είδαμε: Welcome

Είδαμε: WelcomeΑποτελεί ευχάριστη συγκυρία το γεγονός ότι το πρώτο μου rendez-vous με τις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας είχε σαν αφορμή το φιλμ... «Welcome» του Philippe Lioret. Και είναι επίσης ευχάριστη συγκυρία ότι όταν έπεσαν οι τίτλοι του «Welcome» νιώσαμε ότι το έργο αυτό ήρθε να επαληθεύσει μετά από πολύ καιρό τη φήμη του Γαλλικού κινηματογράφου, που ξέρει να διηγείται φλέγουσες κοινωνικές καταστάσεις, όπως αυτό της λαθρομετανάστευσης, χωρίς να γίνεται μελό. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι το «Welcome» υπήρξε από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της περασμένης άνοιξης μαζί με το «Eden Is West» του Κώστα Γαβρά και σημείωσε στο γαλλικό Box Office εισπράξεις μεγαλύτερες των 10,000,000 $.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στη γαλλική πόλη Calais, το βορειότερο σημείο της χώρας, που 22 μόνο μίλια νερού τη χωρίζουν από την Αγγλία. Η πόλη αυτή αποτελεί ένα πολύ ευαίσθητο σημείο καθότι ένας μεγάλος όγκος παράνομων μεταναστών 'περιμένει τη σειρά του' να περάσει λαθραία στη Μεγάλη Βρετανία ελπίζοντας πάντα για ένα καλύτερο μέλλον στην απέναντι όχθη της Μάγχης. Ένας από αυτούς είναι και ο 17χρονος Κούρδος Bilal (Firat Ayverdi) που περπάτησε 4.000 χιλιόμετρα, περνώντας από τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη με σκοπό να περάσει στην Αγγλία για να συναντήσει την αγαπημένη του Mina (Derya Ayverdi), διαδικασία που στα εφηβικά του μάτια φαντάζει εύκολη. Όταν όμως θα προσπαθήσει να περάσει παράνομα στη Βρετανία πληρώνοντας 500 ευρώ σε κάποιο δουλέμπορο, τα όνειρά του τερματίζονται απότομα.

Ο Bilal αν και έρχεται αντιμέτωπος με τη γαλλική γραφειοκρατία και δικαιοσύνη δε το βάζει κάτω... Αγναντεύοντας τη Μάγχη συνειδητοποιεί ότι οι ακτές τις Βρετανίας είναι τόσο κοντά που καταπιάνεται μένα νέο σχέδιο... να τη διασχίσει κολυμπώντας. Αρχίζει τότε να συχνάζει στο τοπικό κολυμβητήριο της πόλης, για να προπονηθεί, όπου συναντά και αποκτά φιλικές σχέσεις με τον 40άρη Simon (Vincent Lindon), πρωταθλητή και προπονητή στο κολυμβητήριο, ο οποίος βιώνοντας τη δική του μοναξιά λόγω του πρόσφατου διαζυγίου του με τη Marion (Audrey Dana) συγκινείται από τον πόθο του νεαρού παιδιού να ανταμώσει τον έρωτά του και αποφασίζει να τον βοηθήσει. Καθημερινά λοιπόν τον προπονεί αψηφώντας το νόμο και βάζοντας έτσι σε κίνδυνο την κοινωνική του θέση.

Η επιτυχία του φίλμ οφείλεται στο γεγονός ότι στοχεύει στο συναίσθημα και από εκεί όπως ο ίδιος ο σκηνοθέτης Philippe Lioret («Je Vais Bien Ne T'en Fais Pas», 2006) μας εκμυστηρεύτηκε ίσως και στο διανοητικό μέρος. "Γιατί η πορεία από το θυμικό στο διανοητικό είναι μονόδρομος" και είναι επείγουσα ανάγκη "να ξυπνήσει ο κόσμος και να δει τι πραγματικά συμβαίνει γύρω του". Αυτός ήταν και ο στόχος του και πιστεύουμε πως τον πέτυχε, να κάνει δηλαδή ένα φιλμ για να παρουσιάσει το επίκαιρο θέμα της παράνομης μετανάστευσης , που 'καίει' όχι μόνο την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Γαλλία, αλλά το σύνολο της Ευρώπης. Περιγράφει την τραγική κατάσταση και κακομεταχείριση των μεταναστών, στην προσπάθεια τους να περάσουν στη M. Βρετανία, κατακρίνει την πολιτική του Nicolas Sarkozy, την ξενοφοβία, την αστυνομοκρατία και το κλίμα δωσιλογισμού στο πλαίσιο ενός νόμου που βρίσκεται ακόμα σε ισχύ στη Γαλλία από τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, που θεωρεί εγκληματική ενέργεια τη παροχή βοήθειας σε παράνομους μετανάστες και τιμωρεί με πενταετή φυλάκιση όσους τον παραβαίνουν.

"Νιώθω σαν να βρισκόμαστε στο 1943 και κρύβουμε Eβραίους στο υπόγειο" δήλωσε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης. Ας σημειωθεί ότι στο Calais, η επαναπροώθηση όσων ζητούν άσυλο είναι ένα φαινόμενο καθημερινό. Οι παράνομοι μετανάστες μεταφέρονται σε Κέντρα Προσωρινής Φιλοξενίας Αλλοδαπών, από όπου το σκάνε, με προορισμό το Κανάλι της Μάγχης. Σημαντικό πλεονέκτημα της ταινίας αποτελεί το σενάριο, πλούσιο σε πολιτικά, πολιτιστικά, και κοινωνικά στοιχεία και που ρίχνει το βλέμμα του στο μικρόκοσμο που κινείται σ' ένα από τα πιο πολυσύχναστα σταυροδρόμια της Ευρώπης.

Το φιλμ γεμάτο αντιθέσεις, όπως άλλωστε και η ίδια η ζωή! Και αν τα νερά της Μάγχης που διασχίζει ο Bilal προσφέρουν μια εντυπωσιακά όμορφη εικόνα δε σβήνεται από το μυαλό μας η τραγική διαπίστωση ότι την ίδια ώρα χιλιάδες τουρίστες διασχίζουν 'υπογείως' τη Μάγχη, μόνο που βρίσκονται σε πολυτελή βαγόνια του Eurostar. Τα συναισθήματα που μας προκαλούν τα ζεύγη εναλλάσσονται κατά τη διάρκεια της ταινίας : ασίγαστος έρωτας εφηβικός και από την άλλη ένας γάμος που επίσημα διαλύεται, ο 'βολεμένος κόσμος' της Δύσης που τρώει σε ρεστοράν και από την άλλη οι ουρές των μεταναστών στην προκυμαία του λιμανιού για το συσσίτιο των φιλανθρωπικών οργανώσεων, ο Simon που διακινδυνεύει και ο νομοταγής γείτονας του που ειδοποιεί την αστυνομία, οι μάταιες προσπάθειες του Bilal στη Γαλλία και οι επιτυχίες της οικογένειας της Mina στο Λονδίνο, και γιατί όχι και ο συμβολικός αγώνας της Manchester United εναντίον της Lyon.

Το θέμα της αποφασιστικότητας, της αγάπης, της φιλίας, οι κάθε λογής αντιξοότητες και οι γραφειοκρατικές αδικίες είναι πράγματι θέματα που δεν εξετάζονται για πρώτη φορά από τον κινηματογράφο, όμως ο Lioret με το ρεαλιστικό τρόπο με τον οποίο χειρίζεται ένα τόσο δύσκολο -καθότι επίκαιρο και καυτό- θέμα μας έπεισε όπως μας συγκίνησε και η υποκριτική του αγαπημένου Vincent Lindon («La Haine», 1995 «Vendredi soir», 2002 , «La Moustache», 2005) που ενσαρκώνει τον καθένα από μας που αντιμετωπίζει με κυνισμό το θέμα των παράνομων μεταναστών μέχρι να μας χτυπήσει την πόρτα ένας Bilal και τότε αλλάζουμε στάση ζωής.

Περιμένουμε λοιπόν ένα τέτοιο κοινωνικό θέμα, που έχει άλλωστε απασχολήσει και στην Ελλάδα έντονα την κοινή γνώμη καθώς και τα ΜΜΕ, να αγγίξει όχι μόνο τις καρδιές σας αλλά να δώσει υλικό και σε έλληνες σκηνοθέτες. Γιατί τι νομίζετε η κατάσταση στο Calais διαφέρει και πολύ από αυτή στο λιμάνι της Πάτρας;
 

Ελευθερία Φίλη - 21.09.2009

Είδαμε: Adventureland

Είδαμε: AdventurelandΣε ένα θεματικό πάρκο στα τέλη των 80s νεαρός περνάει το τελευταίο του καλοκαίρι, μαζεύοντας λεφτά, πριν την φοιτητική ζωή. Εκεί γνωρίζει όχι μόνο νέους φίλους αλλά και τον έρωτα, στο πρόσωπο νεαρής εργαζόμενης. Το καλοκαίρι θα περάσει και ο νέος θα επανεξετάσει τόσο τις προσωπικές όσο και τις επαγγελματικές του επιλογές.

Σε μια ταινία όπου στην Ελλάδα θα βγει κατευθείαν σε DVD, ο σκηνοθέτης του «Superbad», παίρνει το ίδιο concept του nerd flick (!) και το αναπροσαρμόζει σε λιγότερο ακραία σκηνικά και λιγότερο ακραίους ήρωες. Χαμένος nerdούλης, ερωτεύεται την πεντάμορφη εύθραυστη του λούνα παρκ και εκείνη, απογοητευμένη από την συμπεριφορά του κατά πολύ μεγαλύτερου (και παντρεμένου) γκόμενού της, πέφτει στην αγκαλιά του, επειδή αυτός φαίνεται - και είναι - καλό παιδί. Ιδανικό σενάριο; Ναι, αν ανησυχείς για τις επικείμενες Πανελλήνιες.

Αν όμως έχεις περάσει από αυτές τις ηλικίες και τις φάσεις, η ταινία μοιάζει να ξεφουσκώνει πιο γρήγορα και από τα χαλασμένα μπαλόνια του «Adventureland», καθώς ο Jesse Eisenberg (James Brennan) είναι πολύ 'λίγος' για την πεντάμορφη (και πρωταγωνίστρια του «Twlight»), Em Lewin (Kristen Stewart) και ενώ στο «Superbad» θα αποδεχόταν αυτό του το handicap και θα αφήνονταν στην camp αφέλεια και καφρίλα της ηλικίας, στο «Adventureland» προσπαθεί να κάνει την υπέρβαση για να κερδίσει την καρδιά της νεαρής και καθώς ο σεναριογράφος είναι πολύ ευγενικός μαζί του, το καταφέρνει χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια. Ωραίο feel good σενάριο, αν αύριο κρυφοκοιτάζεις το κορίτσι από το τέταρτο τμήμα, όταν αυτό σκύβει να πιει νερό στις βρύσες, αλλά πολύ πεζό αν περιμένεις από την ταινία το κάτι παραπάνω.

Οι δεύτεροι Apatow-ικοί χαρακτήρες και η άκρατη ομορφιά - και ευαισθησία - της Stewart δεν μπορούν να σώσουν το «Adventureland» ούτε από τις χαμηλές μας προσδοκίες. Feel good κωμωδία, για δύο παιδιά που αγαπιούνται ένα καλοκαίρι, αλλά μην πάμε πιο βαθιά, γιατί μπλέκουμε και δε θέλουμε.

Καλή πρόταση για DVD αλλά καμία απορία που η ταινία δεν βρήκε διανομή στην Ελλάδα.

Βαθμολογία: 2/5
 

Λουκιανός Κοροβέσης - 21.09.2009

Είδαμε: In The Loop

Είδαμε: In The LoopΤα μεγάλα κεφάλια σε ΗΠΑ και Μ. Βρετανία ορέγονται εισβολή στη Μέση Ανατολή, δεν ξέρουν όμως πώς να προωθήσουν την σχεδιαζόμενη πολεμική επιχείρηση στην κοινή γνώμη. Τη λύση θα τους δώσει ένας αδέξιος βρετανός Υπουργός ο οποίος κάνει κατά λάθος μερικές εύκολα παρεξηγήσιμες δηλώσεις στον αέρα, φέρνοντας το καυτό θέμα στο προσκήνιο. Από εκείνη τη στιγμή, τα πάντα βράζουν στον πυρετό ενός προαναγγελθέντος πολέμου. Πιέσεις, συζητήσεις, εκβιασμοί, μηχανορραφίες, συμβιβασμοί -οι διάδρομοι στο Foreign Office και το State Department έχουν πάρει φωτιά. Ο 'πόλεμος πριν τον πόλεμο' είναι εξίσου βάρβαρος, αδυσώπητος και ύπουλος, αν και, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, λιγότερο αιματηρός.

Μια απολαυστική, ξεκαρδιστική πολιτική σάτιρα με διαλόγους-φωτιά που θα σας κάνουν να χασκογελάτε ασταμάτητα στο κάθισμά σας, αλλά και ταυτόχρονα ένα αποκαλυπτικό, δηκτικότατο σχόλιο για αυτά που γίνονται στο παρασκήνιο των μεγάλων γεγονότων. Το βρετανικό φλέγμα συμπλέκεται με το αθυρόστομο αμερικανικό χιούμορ, και το αποτέλεσμα είναι ένα ιδιοφυώς αστείο κράμα, συνδυασμένο με ατελείωτες αναφορές στην pop κουλτούρα (και όχι μόνο) που παρουσιάζει ανησυχητικές ομοιότητες με την υπάρχουσα πολιτική κατάσταση. Η γεμάτη με αδίστακτους προϊστάμενους και αριβίστες παρατρεχάμενους πολιτική σκηνή, η κατευθυνόμενη δημοσιογραφία και η αποχαυνωμένη κοινή γνώμη που συγκλονίζεται από σκανδαλάκια και δεν αντιλαμβάνεται το πραγματικό παιχνίδι που παίζεται κάτω από τη μύτη της, όλα μπαίνουν στο στόχαστρο του Armando Ianucci που με γλώσσα που τσακίζει κόκαλα δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του.

Εκτός όλων των υπολοίπων, το φιλμ αξίζει και μόνο για τον απίστευτο χαρακτήρα που πλάθει ο εξαιρετικός Peter Capaldi, έναν αδίστακτο, βρωμόστομο υψηλά ιστάμενο του Foreign Office που κάνει σκόνη όποιον βρεθεί στο δρόμο του, και που, αν υπάρχει δικαιοσύνη, δεν θα πρέπει να μείνει απ' έξω στους δεύτερους ρόλους των φετινών βραβείων Oscar.

Βαθμολογία: 4 / 5
 

Μαριάννα Ράντου - 21.09.2009

Είδαμε: Boneman

Είδαμε: BonemanΠρώην μπάτσος, που δουλεύει για εταιρεία ενοικίασης αυτοκινήτων στη Βιέννη, επισκέπτεται χωριουδάκι κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του και μπλέκει σε μια ιστορία φόνων, έρωτα, εκβιασμών, πορνείας και... κανιβαλισμού! Βασισμένο σε βιβλίο μιας μπεστ σέλερ σειράς για την οποία δεν είχαμε ματακούσει ουδέποτε.

Η προβολή του αυστριακού «Boneman» πραγματοποιήθηκε με ελαφρά καθυστέρηση στην ώρα έναρξης, καθώς το εξαιρετικό «Johnny Guitar» άργησε να τελειώσει (και παρεμπιπτόντως δεν ενθουσίασε ιδιαίτερα μια μεγάλη μερίδα των φεστιβαλιστών,που μάλλον περίμεναν να δουν κάτι διαφορετικό). Καμιά 60αριά ηρωικοί θεατές (ανάμεσα τους και ο ηθοποιός Γιώργος Χρανιώτης - για να κάνουμε και λίγο κουτσομπολιό) αψήφησαν την προχωρημένη ώρα προβολής και την βροχή, για να δουν 'την αυστριακή απάντηση στο «Fargo»'. Τα φεστιβάλ είναι λίγο σαν το τζόκερ. Επιλέγεις στην τύχη ένα φιλμ για το οποίο γνωρίζεις ελάχιστα, πας στην αίθουσα και... ο Θεός βοηθός! Που ξέρεις...κι αν σου κάτσει;

Το «Boneman» ξεκινά σαν αστυνομικό θρίλερ, εξελίσσεται σε μαύρη κωμωδία και στην πορεία... χάνει τον δρόμο ανάμεσα σε άτσαλες εναλλαγές στο ύφος και ένα τόνο υποπλοκές. Ο σκηνοθέτης Wolfgang Murnberger έχει ταλέντο μεν, αλλά δεν έχει αίσθηση του μέτρου και δείχνει να μην έχει αποφασίσει τι ταινία θέλει να κάνει.Το βιτριολικό χιούμορ κάνει ως ένα βαθμό πιο άνετη τη διαδρομή, ωστόσο μετά το πέρας της προβολής νιώσαμε έξαντλημένοι, σα να έχουμε διανύσει τετραψήφια χιλιομετρική απόσταση.

Δυστυχώς δεν μας έκατσε...
 

Γιάννης Βασιλείου - 19.09.2009

Είδαμε: An Education (2)

Είδαμε: An Education (2)Βρισκόμαστε στην ωραιοποιημένα συντηρητική και ρομαντικά νοσταλγική Αγγλία του '60. Σ' ένα προάστιο του Λονδίνου, θα γνωρίσουμε την 'αρίστη' Jenny (η εκφραστικότατη Carey Mulligan): θέλει να σπουδάσει στην Οξφόρδη, κι όλη της η ζωή περιστρέφεται γύρω από αυτή την προδιαγεγραμμένη επιτυχία. Διάβασμα, ασχολίες, έξοδοι, φιλίες, αγόρια -όλα φιλτράρονται και μετριούνται σε κατάλληλες 'οξφορδιανές' δόσεις από τους υπερπροστατευτικούς γονείς της (τραβάει την προσοχή στο ρόλο του πατέρα ο Alfred Molina). Όταν στο δρόμο της θα βρεθεί, εντελώς τυχαία, ο ακαταμάχητα γοητευτικός David (ο πραγματικά γοητευτικά ακαταμάχητος Peter Sarsgaard), θα την παρασύρει με τους μαγευτικούς και μυστηριώδεις τρόπους του σε κύκλους που ποτέ της δεν είχε φανταστεί.

Η μικρή, άβγαλτη Jenny (νομίζει πως) μεγαλώνει απότομα δίπλα του, και μεταμορφώνεται αργά αλλά σταθερά σε μια γυναίκα που είναι έτοιμη να εγκαταλείψει όλη της την προηγούμενη ζωή για έναν βίο τρυφηλό και λαμπερό, όπου τα λατινικά, η λογοτεχνία και το διάβασμα αποτελούν βαρετό παρελθόν. Και μπορεί αυτή η έξοδος στην 'πραγματική' ζωή να αποτελεί αναμφισβήτητα "μια κάποια εκπαίδευση", αποδεικνύεται όμως ότι αυτή από μόνη της δεν είναι αρκετή..

Ρομαντική αλλά και κυνική, γλυκερή αλλά και πικρή, τολμηρή μα εντέλει ηθικοπλαστική, η ιστορία της Lynn Barber (σε αυτοβιογραφία της βασίζεται το σενάριο της ταινίας) θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα καλογυαλισμένο ρομαντικό δράμα του σωρού. Αυτό που κάνει όμως το φιλμ της Lone Scherfig τόσο αξιαγάπητα ξεχωριστό, εκτός από την αναμφισβήτητη χημεία των πρωταγωνιστών, είναι οι αποχρώσεις του σεναρίου του Nick Hornby («About Α Βoy», «High Fidelity»), που πίσω από το βασικό ρομαντικό κορμό εξερευνούν σημαντικά διλήμματα και καλλιεργούν διακριτικά μια ένταση που θα ανατρέψει τα ροζ σύννεφα του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, κάνοντας το «An Education» ένα αξιοπρόσεκτο διαμαντάκι της σεζόν.

Βαθμολογία: 3,5 / 5
 

Μαριάννα Ράντου - 19.09.2009

Είδαμε: An Education (1)

Είδαμε: An Education (1)Στο Λονδίνο των 60s, μια νεαρή ανεξάρτητη μαθήτρια ερωτεύεται playboy με τα διπλάσια χρόνια της, όταν αυτός την μυεί στην μεγάλη και άνετη ζωή του. Παράλληλα ενόσω φαίνεται να αφήνει πίσω της την συμβατική ζωή που ζούσε μέχρι τότε , το σχολείο και οι γονείς της την πιέζουν προς αντίθετες κατευθύνσεις, προκαλώντας αναπόφευκτα συγκρούσεις - εσωτερικές και μη. Σε ένα κόσμο που ο καθένας έχει μια διαφορετική εντύπωση για το τι συνιστά 'καλή εκπαίδευση', ποιος θα επικρατήσει;

Ομολογώ πως ενώ είχα ψηθεί να δω τη συγκεκριμένη ταινία, το trailer που υπερτόνιζε το ρομάντζο των δύο πρωταγωνιστών με απογοήτευσε. Η ζεστασιά του Δαναού όμως τελικά με κέρδισε και η ταινία, παρ' όλες τις προφανείς της απαντήσεις, κατάφερε να αντιστρέψει τις αρχικές μου επιφυλάξεις.

Το δίπολο 'πυγμαλίωνα - μαθητευόμενης' έχει εξεταστεί πολλάκις από τον κινηματογράφο, και πώς να μη συνέβαινε αυτό άλλωστε, αφού αποτελεί έναν από τους πιο ουσιαστικούς τρόπος θεμελίωσης μιας ερωτικής σχέσης. Στο «An Education» η Jenny (Carey Mulligan) φαίνεται και είναι πιο ώριμη από την ηλικία της και ήδη έχει αρχίσει να αισθάνεται πως η ζωή της δεν της προσφέρει ούτε τις συγκινήσεις, ούτε τις απαντήσεις που η ίδια αναζητά. Εκεί μπαίνει στην ζωή της ο David (Peter Sarsgaard), αρχικά για να την μυήσει στη 'μεγάλη' του ζωή και στη συνέχεια για να την σύρει στο κρεβάτι του και αν την βάλει στην καρδιά του. Στο Λονδίνο των 60s όμως, αυτό δεν είναι και τόσο απλό, καθώς ο καθένας κρίνει 'εξ' ιδίων τα αλλότρια' και το θέμα της 'σωστής εκπαίδευσης' αλλάζει μορφές - οι γονείς αποζητούν την οικογενειακή της αποκατάσταση, το σχολείο την μορφωτική επιτυχία και ο David την συναισθηματική του κάλυψη. Και στη μέση; Η χαμένη 17χρονη Jenny προσπαθεί να απαντήσει σε όλους και πολύ περισσότερο στον εαυτό της, τι πραγματικά θέλει.

Στα του cast τώρα, η επάρκεια του Peter Sarsgaard (δε με έπεισε τόσο πολύ για playboy) και το comic relief (και όμως... τηρουμένων των αναλογιών πάντα) των γονιών της Jenny και ειδικά του Alfred Molina προσφέρουν το δίπολο πάνω στο οποίο 'ζωγραφίζει' η καταπληκτική Carey Mulligan, η οποία 'κρατάει' και όλη την ταινία πάνω της, καθώς καταφέρνει να ταλαντώνεται από την παιδική αφέλεια, στην γυναικεία ανασφάλεια και τούμπαλιν, χωρίς να καταργεί τον έτερο πόλο, με αξιοθαύμαστη ευκολία. Τέτοια μεγάλη εμφάνιση από τόσο νεαρή ηθοποιό είχα να δω από το «Hard Candy» και την Ellen Page και θεωρώ πως στο μέλλον η Mulligan θα μας προσφέρει μεγάλες στιγμές. Στα πλην της ταινίας, οι ελλιπώς ανεπτυγμένοι ρόλοι του δεύτερου ζευγαριού (που δείχνουν και την αντίθεση της καλλιεργημένης Jenny απέναντι στην 'κοκέτα' Helen) και η εμφανώς κουρασμένη και εκτός ρυθμού, Emma Thomson.

Το ταξίδι του «An Education» με τα πάνω και τα κάτω του, τελικά πρόσφερε «μια κάποια εκπαίδευση» τόσο στην μικρούλα Jenny, όσο και στο κοινό των Νυχτών, που απόλαυσε τόσο τις ανάλαφρες, όσο και τις συγκινητικές του στιγμές. Κρατάω την ερμηνεία της Mulligan και την υπενθύμιση του να μην κρίνω μια ταινία ήδη από το trailer της...

Βαθμολογία: 3,5 / 5
 

Λουκιανός Κοροβέσης - 18.09.2009

Είδαμε: Julie And Julia

Είδαμε: Julie And JuliaΗ Julie και η Julia είναι δύο πολύ διαφορετικές μεταξύ τους γυναίκες, έχουν όμως ένα νοστιμότατο κοινό χαρακτηριστικό: το μαγείρεμα. Η μια μας έρχεται από το γευστικό Παρίσι του '50 και την αμερικανική τηλεοπτική πραγματικότητα του '60, γεμάτη χαμόγελο, αισιοδοξία και πρωτότυπες συνταγές. Δεν είναι άλλη από την Julia Child, τη διάσημη στη χώρα της σεφ και τηλεοπτική προσωπικότητα (είναι δύσκολο κάποιος να αποφύγει τον παραλληλισμό 'η αμερικανίδα Βέφα Αλεξιάδου'), την οποία υποδύεται με τσαχπινιά η πάντα αλάνθαστη Meryl Streep. Η μαγειρική και το φαγητό είναι γι' αυτήν τρόπος ζωής, μέρος της καθημερινότητας και πηγή του ανεξάντλητου κεφιού της.

Η άλλη είναι η Julie Powel (Amy Adams), μια πιεσμένη γυναίκα του σήμερα που ζει στο Queens κι είναι απογοητευμένη από τη ζωή της, από την τραυματισμένη από την 11η Σεπτεμβρίου Νέα Υόρκη και τις απανωτές αποτυχίες της, και βρίσκεται μόνιμα σε κατάσταση κρίσης και απογοήτευσης. Το μαγείρεμα είναι γι' αυτήν διέξοδος από την καθημερινότητα, ενώ οι συνταγές της Julia Child αποτελούν πρόκληση για μικρές καθημερινές νίκες -τόσο στην κουζίνα της, όσο και στο blog της. Το βιβλίο συνταγών της προαναφερθείσας Julia θα αποδειχθεί για την Julie ένας αναπάντεχος οδηγός αυτοβοήθειας, που θα δώσει επιτέλους γεύση στην ανάλατη ζωή της.

Ευχάριστη, ρομαντική κι εύπεπτη, η ιστορία της Julie και της Julia αποδεικνύει πανηγυρικά ότι η Nora Ephron («Sleepless in Seattle», «You've Got Mail») δεν κατέχει άδικα τον τίτλο της 'βασίλισσας των ρομαντικών κομεντί'. Ανακατεύοντας με τέχνη τα γνωστά και μη εξαιρετέα υλικά της, δημιουργεί ένα «Sex and the City» της μαγειρικής όπου η νευρωτική αρθρογράφος σχέσεων αντικαθίσταται εδώ από μια νευρωτική food blogger, χωρίς να ξεχνά όμως να προσθέτει μεγάλες, χορταστικές δόσεις ρομαντισμού από τη ζωή της Julia Child για τους αθεράπευτα φανατικούς του είδους. Εμπνεόμενη από δυο πραγματικές ιστορίες, η Ephron πετυχαίνει να μεταδώσει στο θεατή τόσο τη χαρά της μαγειρικής (την ικανοποίηση σε κάθε μικρή κατάκτηση, από το βράσιμο ενός αβγού για τους αρχάριους, μέχρι την επιτυχία ενός περίτεχνου ψητού για τους μυημένους), όσο και τη χαρά του blogging (την έκπληξη και τον ενθουσιασμό όταν διαβάζεις το πρώτο σχόλιο/συμμετοχή ενός άγνωστου σε εσένα αναγνώστη), αλλά και την απλή χαρά του φαγητού, μια πιο προσεγγίσιμη απόλαυση, που όλοι λίγο-πολύ έχουμε βιώσει στη διάρκεια ενός καλομαγειρεμένου γεύματος. Μια αναμφισβήτητα γευστικότατη ρομαντική κομεντί που θα ανοίξει τις καρδιές και ..την όρεξη. Bon appetit!

Βαθμολογία: 3,5 / 5
 

Μαριάννα Ράντου - 18.09.2009

Είδαμε: Taking Woodstock

Είδαμε: Taking WoodstockΈναρξη σήμερα Πέμπτη 18/9 για τις Νύχτες Πρεμιέρας με μια indie κωμωδία που σίγουρα έχει το δικό της κοινό, το οποίο κατέκλυσε το Αττικόν - ο λόγος φυσικά για το «Taking Woodstock», την νέα ταινία του Ang Lee που θέλησε να προσεγγίσει το διάσημο πλέον festival, κάπως.. Διαφορετικά.

Ο Jake Teichberg (Henry Goodman) είναι ο γόνος δύο ιδιοκτητών motel στο άσημο Catskills της Νέας Υόρκης, που σε μια προσπάθεια να το σώσει από τα χρέη, συμφωνεί με τους υπευθύνους του άστεγου festival του Woodstock να το φέρουν στην πόλη του. Οι μέρες που προηγούνται καθώς και οι τρεις μέρες του festival θα αλλάξουν τις ζωές όλων, κάνοντάς τους και αυτούς ένα μικρό κομμάτι της ιστορίας του festival που άλλαξε για πάντα την μουσική...

Νέα ταινία για τον Ang Lee και θαρρείς πως προσπάθησε να χωρέσει σε σχεδόν δύο ώρες όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την γραφή του, αλλά σχεδόν και όλα όσα συνέβησαν ή θα μπορούσαν να συμβούν μέσα σε τρεις μέρες και κάτι, στα καταπράσινα λιβάδια του Catskills. Ο Jake είναι ομοφυλόφιλος 'εν ντουλάπα', η μητέρα του (η φανταστική Imelda Stauton που κλέβει εύκολα την παράσταση) γυναίκα εν συγχύσει και ο πατέρας του, άντρας εν απογνώσει. Και το festival; Εν εξώσει... Όταν όμως τα γελάδια θα εκδιωχθούν και οι χίπηδες θα εκδυθούν, οι ζωές όλων θα αλλάξουν, πως αλλιώς, προς το καλύτερο.

Δύο ήταν οι φόβοι του Ang Lee. Πρώτον, να μην κάνει ένα documentary για το Woodstock και δεύτερον να μην εμβαθύνει πολύ στους δαιδάλους του κεντρικού ήρωα, φοβούμενος ίσως πως το κοινό αντί να κατέβει τα λιβάδια του Catskills, θα ανέβαινε το βουνό του Brokeback. Έτσι υιοθετεί την ψευδοντοκυμαντερίστικη άποψη των πλάνων μέσα από το κοινό και του χωρισμού της οθόνης σε τμήματα, αλλά παράλληλα στέκεται απέναντι από τους ήρωές του και τους κανακεύει: ο γιος θα κάνει την υπέρβαση, η μάνα θα κάνει την υποχώρηση και ο πατέρας θα κάνει την παραδοχή, όλα απλά και μαγικά όπως θα έπρεπε να είναι μια ταινία, πηγμένη στην αγάπη, την μουσική και το.. LSD. H κάμερα του Lee παίρνει και αυτή ψυχοτρόπους ουσίες και βυθίζεται στην λαοθάλασσα του Woodstock, επιχρωματίζοντας την αγάπη και θολώνοντας από τη μαστούρα οτιδήποτε άλλο θα μας έκανε να ξεφύγουμε από τον βασικό του στόχο: την απόλαυση μιας κομεντί/κωμωδίας με ένα ιστορικό background και μια φανταστική πλοκή.

Οι πρώτοι φεστιβαλιστές γέλασαν αρκούντως, το ίδιο και εγώ, αλλά αυτό δε σώζει το «Taking Woodstock» ούτε από την ελαφρότητά του, ούτε από τους συμβιβασμούς του. Και αυτό για ένα festival που άλλαξε τον κόσμο, ίσως και να ήταν λανθασμένο, κύριε Lee...

Βαθμολογία: 2,5 / 5
 

Λουκιανός Κοροβέσης - 17.09.2009

12+1 Προβολές Που Δεν Πρέπει Να Χάσετε

12+1 Προβολές Που Δεν Πρέπει Να ΧάσετεΟι 15ες Νύχτες Πρεμιέρας είναι προ των πυλών. Ας δούμε 12+1 ταινίες που ξεχωρίσαμε από το φετινό πρόγραμμα:

12. Adventureland
Γιατί να το δούμε: Επειδή η εταιρεία αποφάσισε να στείλει τη δεύτερη δουλειά του Greg Mottola («Superbad») απευθείας σε dvd και είναι η μοναδική ευκαρία για να την απολαύσουμε μέσα σε κινηματογραφική αίθουσα...

11 . Sauna
Γιατί να το δούμε: Επειδή ,από τις ταινίες που απαρτίζουν την υποκατηγορία 'Παγωμένο Αίμα', για τούτο το ατμοσφαιρικό θρίλερ από τη Φινλανδία ακούμε τα θετικότερα σχόλια.

10. Ξένες Σε Ξένη Χώρα: 50 Ελληνικές Ταινίες Μυστηρίου Και Φαντασίας
Γιατί να το δούμε: Για να ανακαλύψουμε παρέα με τον Δημήτρη Παναγιωτάτο ελληνικές ταινίες που υπάγονται σε genre - φτωχούς συγγενείες για την εγχώρια κινηματογραφική σκηνή.

9. The Damned United
Γιατί να το δούμε: Επειδή ο Brian Clough υπήρξε μία από τις εμβληματικότερες ποδοσφαιρόφατσες και η ταινία για την πάρτη του ακούγεται πως είναι ότι καλύτερο έχουμε δει σε... 'ποδοσφαιροταινία'!

8. Bringing Down The House: The Story Of CBGB
Γιατί να το δούμε: Γιατί το χρονικό του ναού της νεοϋρκέζικης ροκ μουσικής σκηνής (που έβαλε οριστικά λουκέτο το 2006) θα συνοδεύεται από την ανάλογη μουσική υπόκρουση.

7. Love Exposure
Γιατί να το δούμε: Γιατί θέλουμε να δοκιμάσουμε τις αντοχές μας παρακολουθώντας το τετράωρο (!) φιλμ του επίσημου καλεσμένου του φεστιβάλ Sion Sono, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα ανταμειφθούμε για την τόλμη μας - όπως μαρτυρά το βραβείο FIPRESCI στο πρόσφατο φεστιβάλ Βερολίνου.

6. Μoon
Γιατί να το δούμε: Γιατί είναι μια ταινία που άρεσε όπου κι αν προβλήθηκε! Πολύς ντόρος έχει γίνει για μια σεναριακή ανατροπή που οδηγεί το φιλμ σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση...

5. Rembrandt's J'Accuse
Γιατί να το δούμε: Γιατί (στα χαρτιά) ακούγεται το πιο ενδιαφέρον πρότζεκτ του ιδιόρρυθμου Greenaway εδώ και πολύ καιρό και γιατί στην προβολή θα παρίσταται και ο Greenaway αυτοπροσώπως!

4. A Space Story
Γιατί να το δούμε: 12 σπάνιες ταινίες μικρού μήκους , live μουσική, χρήση πολυμέσων...σίγουρα ένα πρωτοποριακό event!

3. Johnny Guitar
Γιατί να το δούμε: Γιατί η μικρή οθόνη είναι πολύ...μικρή για να χωρέσει τα κάδρα του Nicholas Ray!

2. Short Stories Collection
Γιατί να το δούμε: Γιατί η συλλογή των καλύτερων φιλμ μικρού μήκους της χρονιάς αποτελεί κάθε χρόνο ένα από τα highlights του φεστιβάλ.

1. The White Ribbon
Γιατί να το δούμε: Επειδή η νέα ταινία του κορυφαίου ευρωπαίου δημιουργού αποτελεί απλά την πιο πολυαναμενόμενη ταινία της σεζόν!

+ Το Κακό Στην Εποχή Των Ηρώων
Γιατί να το δούμε: Επειδή δε μπορούμε να περιμένουμε μια βδομάδα για να βγει στις αιθουσες και θέλουμε να το παρακολουθήσουμε 'αγκαλιά' με τους συντελεστές!
 

Γιάννης Βασιλείου - 11.09.2009

Κινηματογραφικό Debate Στις Νύχτες Πρεμιέρας

Κινηματογραφικό Debate Στις Νύχτες ΠρεμιέραςΤο 15ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας συνεχίζει να στηρίζει στην πράξη τον Ελληνικό Κινηματογράφο και ενόψει των επερχόμενων εθνικών εκλογών διοργανώνει ένα debate ανάμεσα σε πολιτικά πρόσωπα και δημιουργούς. Αποστέλλοντας προσκλήσεις προς όλα τα πολιτικά κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου, το 15ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας ενισχύει τις προσπάθειες για την άμεση επίλυση των θεμάτων που οδήγησαν τους Έλληνες σκηνοθέτες και παραγωγούς σε κινητοποιήσεις.

Τη Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009 στις 12:00 στον ΙΑΝΟ (Σταδίου 24) οι πολιτικοί εκπρόσωποι θα αναπτύξουν τις θέσεις των κομμάτων τους για το φλέγον ζήτημα της ανανέωσης του νομοθετικού πλαισίου για τον κινηματογράφο και θα ξεκινήσουν ένα δημιουργικό διάλογο με τους Έλληνες κινηματογραφιστές που θα συμμετέχουν. Ο διάλογος θα γίνει σε μορφή debate, με χρονομετρημένες ομιλίες. Αρχικά, οι Έλληνες δημιουργοί θα αναπτύξουν τα προβλήματα και τις ιδέες τους για το νέο νομοσχέδιο. Θα ακολουθήσουν οι εκπρόσωποι των κομμάτων που θα απαντήσουν με τις θέσεις τους και για το τι προτίθενται να κάνουν πράξη την επομένη των εκλογών. Το 15ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας πιστεύει ότι στην αποκορύφωση της προεκλογικής περιόδου, μία τέτοια δημόσια συζήτηση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και γι' αυτό γίνεται βήμα για την έκφραση των απόψεων όλων των πλευρών.
 

Θανάσης Γεντίμης - 10.09.2009

Αφιέρωμα: 20 Χρόνια Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ

Αφιέρωμα: 20 Χρόνια Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑΤο 15ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας ετοιμάζεται να γιορτάσει τα είκοσι χρόνια του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ με ένα απόλυτα συλλεκτικό αφιέρωμα. Το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1989. Είκοσι χρόνια μετά, παραμένει το μοναδικό εγχώριο περιοδικό με θέμα τον κινηματογράφο και συνεχίζει να διαπαιδαγωγεί νέες γενιές σινεφίλ. Οι Νύχτες Πρεμιέρας γιορτάζουν την επέτειο αυτή με έναν ιδιαίτερο τρόπο: σαν ένας άλλος Ιντιάνα Τζόουνς (που εξάλλου κοσμούσε και το πρώτο εξώφυλλο του περιοδικού) η ομάδα το φεστιβάλ έψαξε και βρήκε κόπιες - χαμένες στο χρόνο και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα - από ταινίες που ο χρόνος απέδειξε ότι αξίζουν τον χαρακτηρισμό cult. Είκοσι ταινίες πρωτοποριακές για την εποχή τους, διαχρονικά δημοφιλείς ή ακόμα άγνωστες στο ευρύ κοινό και στις οποίες έχει αναφερθεί το περιοδικό ουκ ολίγες φορές στα 213 τεύχη του, θα προβληθούν στις ελληνικές αίθουσες, μερικές από αυτές για πρώτη φορά. Ακολουθεί μια πιο αναλυτική ματιά:

Το «This is Spinal Tap» (Ρομπ Ράινερ, 1984) είναι ένα ντοκιμαντέρ που δεν είναι αληθινό ντοκιμαντέρ, για ένα συγκρότημα που δεν είναι αληθινό συγκρότημα! Οι Spinal Tap συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να παρωδούν τα όσα συμβαίνουν στην παγκόσμια μουσική σκηνή κάνοντας «reunion», με τελευταίο τη μοναδική στάση της «παγκόσμιας» περιοδείας τους στο Γουέμπλεϊ Αρένα του Λονδίνου τον περασμένο Ιούνιο!

Ο Μπρους Λι είχε βρεθεί στην κορυφή της λίστας με τα 10 pop icons που άλλαξαν τον κόσμο (περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, τεύχος 191). Το «Enter the Dragon» (Ρόμπερτ Κλάουζ, 1973) είναι η τελευταία ταινία που πρόλαβε να ολοκληρώσει πριν πεθάνει και η πρώτη χολιγουντιανή περιπέτεια πολεμικών τεχνών.

Το «The Saragossa Manuscript» (Βόιτσεκ Χας, 1965) μοιάζει με κινηματογραφικό μνημείο που απαιτεί πολλές επισκέψεις για να σου αποκαλύψει όλα του τα μυστικά. Βασισμένο στο βιβλίο του Γιαν Ποτότσκι από τις αρχές του 19ου αιώνα, είναι ένα καλειδοσκόπιο από ιστορίες διαφορετικών ηρώων που διασταυρώνονται με ένα πρωτοποριακό συρταρωτό τρόπο.

Ένα ακόμα σουρεαλιστικό αριστούργημα είναι το «Valerie and Her Week of Wonders» (Γιάρομιλ Γίρες, 1970). Ο κορυφαίος Τσέχος σκηνοθέτης, εκφραστής του Νέου Κύματος, δίνει μυθικές διαστάσεις στη μεταμόρφωση μίας ανήλικης κοπέλας σε γυναίκα κι εμείς γινόμαστε συνοδοιπόροι της νεαρής Βάλερι στην παραμυθένια της περιδιάβαση σε έναν κόσμο που ισορροπεί ανάμεσα στο όνειρο και τον εφιάλτη.

Στο μιούζικαλ «True Stories» (Ντέιβιντ Μπερν, 1986) ο ηγέτης των Talking Heads κάθεται για πρώτη φορά στη σκηνοθετική καρέκλα και δημιουργεί ένα άγνωστο στο ευρύ κοινό μα απόλυτα cult αριστούργημα για μια φανταστική πόλη κάπου στην Αμερική, ενώ στο «Rock 'n' Roll High School» (Αλαν Αρκους, 1979) οι Ramones γίνονται «επίτιμοι μαθητές» και ...καταληψίες στο πιο rock 'n' roll σχολείο που γνώρισε ποτέ ο κινηματογράφος.

Η πιο cult ρομαντική κωμωδία που έχει γυριστεί ποτέ και μια από τις 50 πιο αστείες ταινίες όλων των εποχών σύμφωνα με το Αmerican Film Ιnstitute είναι το «Harold & Maude» (Χαλ Ασμπι, 1971). Ένας εκκεντρικός 20χρονος και μια «έφηβη» 80χρονη γνωρίζονται, ζουν έναν από τους πλέον αντικομφορμιστικούς και ειλικρινείς έρωτες στην ιστορία του κινηματογράφου και παραδίδουν μαθήματα ζωής σε γενιές θεατών.

Τουλάχιστον προκλητικό, το «Flaming Creatures» (Τζακ Σμιθ, 1963) λογοκρίθηκε στην πρεμιέρα του στη Νέα Υόρκη με την επέμβαση της αστυνομίας. Ο πατέρας των performing arts και του camp και ο άνθρωπος που ενέπνευσε τους Τζον Γουότερς και Αντι Γουόρχολ μας παρέδωσε μια αμφιλεγόμενη δημιουργία στην οποία παρελαύνουν ερμαφρόδιτα πλάσματα που επιδίδονται σε σεξουαλικά όργια επί σκηνής.

Την κοινή γνώμη προκάλεσε και η απίστευτη ιστορία που εξελίχθηκε στο «Grey Gardens», (Αλμπερτ και Ντέιβιντ Μέιζλς, Έλεν Χοβντ και Μάφι Μέγιερ, 1975). Μητέρα και κόρη - θεία και πρώτη ξαδέρφη της Τζάκι Ωνάση - έμειναν αυτοβούλως έγκλειστες στις εκτάσεις της έπαυλης τους και έζησαν εκεί απομονωμένες για ολόκληρες δεκαετίες, προκαλώντας την επέμβαση ακόμα και της κοινωνικής πρόνοιας.

Η Τζόαν Κρόφορντ - στο ρόλο της ασυμβίβαστης ιδιοκτήτριας σαλούν που έρχεται αντιμέτωπη με παλιούς της έρωτες σε μια καχύποπτη κωμόπολη - πρωταγωνιστεί σε ένα από τα καλύτερα γουέστερν όλων των εποχών που φυλάσσεται στο Κινηματογραφικό Αρχείο των Η.Π.Α. ως «πολιτισμικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντικό». Το «Johnny Guitar» (Νίκολας Ρέι, 1954) ξεπερνά με άνεση τους περιορισμούς του είδους φλερτάροντας με την αισθητική του φιλμ νουάρ, ενώ ο χρόνος το ανέδειξε ακόμα και ως σύμβολο της γκέι κουλτούρας.

Μια από τις πιο cult ηρωίδες των 60's και σίγουρα μια από τις πιο παραγνωρισμένες είναι η πανέμορφη Τιούσντεϊ Γουέλντ. Μαζί με τον Αντονι Πέρκινς πρωταγωνιστούν στο συναρπαστικό ψυχολογικό θρίλερ «Pretty Poison» (Νόελ Μπλακ, 1968) με το εκρηκτικό φινάλε που έμεινε στην ιστορία.

Ακόμα, το 15ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας θα μας δώσει μια μοναδική ευκαιρία να δούμε στη μεγάλη οθόνη το μεσαίου μήκους «Paddle to the Sea» (Μπιλ Μέισον, 1966), το υποψήφιο για Οσκαρ περιπετειώδες ταξίδι ενός ξύλινου μικρού κανό μέχρι τον Ατλαντικό, αλλά και την εντυπωσιακή βραζιλιάνικη αλληγορία φαντασίας «Macunaima» (Χοακίμ Πέδρο ντε Αντράντε, 1969) που βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του 1928.

Το αφιέρωμα συμπληρώνεται, αλλά δεν ολοκληρώνεται, με δύο ταινίες - ορόσημο στο σινεμά του τρόμου, από δύο φίλους σκηνοθέτες, φανατικούς οπαδούς του πρωτοπόρου στη φανταστική λογοτεχνία συγγραφέα Χ.Φ. Λάβκραφτ. Κάτι μυστήριο κρύβεται πίσω από την υψηλή κοινωνία του Μπέβερλι Χιλς στην αλληγορία τρόμου «Society» (Μπράιαν Γιούζνα, 1989), την πρώτη ταινία του μετρ που μας έδωσε κορυφαίες στιγμές στο σινεμά του τρόμου όπως τα "The Dentist" και "The Dentist 2". Μαζί και το «Reanimator» (Στιούαρτ Γκόρντον, 1985), όπου μια ομάδα φοιτητών ιατρικής κάνουν πειράματα σε νεκρούς ιστούς σωμάτων, όταν τα πράγματα αρχίζουν να ξεφεύγουν από τον έλεγχό τους...
 

Θανάσης Γεντίμης - 10.09.2009

Η 'Ακαδμία Πλάτωνος' στις Νύχτες Πρεμιέρας.

Η Το 15ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας συγχαίρει τον σκηνοθέτη Φίλιππο Τσίτο, τον πρωταγωνιστή Αντώνη Καφετζόπουλο και όλους τους συντελεστές της ταινίας «Ακαδημία Πλάτωνος» για τα τρία βραβεία που απέσπασε στο 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο. Το ελληνικό σινεμά συνεχίζει να διακρίνεται στα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ. Στην απονομή που έγινε το Σάββατο 15 Αυγούστου στην Piazza Grande του Λοκάρνο, η ταινία «Ακαδημία Πλάτωνος» σε σκηνοθεσία Φίλιππου Τσίτου πήρε τα ακόλουθα βραβεία:

-Λεοπάρδαλη Α' Ανδρικού Ρόλου στον Αντώνη Καφετζόπουλο
-Α' Βραβείο της διεθνούς Οικουμενικής Επιτροπής
-Γ' Βραβείο της Επιτροπής Νέων

Οι Νύχτες Πρεμιέρας έχουν εξασφαλίσει την πανελλήνια πρεμιέρα της ταινίας «Ακαδημία Πλάτωνος» που θα προβληθεί στο 15ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας (16 - 27 Σεπτεμβρίου 2009) και πρόκειται για μια άκρως επίκαιρη τραγική κωμωδία με πολιτική χροιά. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος πρωταγωνιστεί στο ρόλο ενός ξενοφοβικού ψιλικατζή που απρόσμενα ανακαλύπτει τις αλβανικές του ρίζες και αναγκάζεται έτσι να επανεκτιμήσει την εθνική αλλά και ανθρώπινη ταυτότητά του.

Το 15ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας έχει εξασφαλίσει τις πανελλήνιες πρεμιέρες και άλλων ελληνικών παραγωγών, όπως η επιτυχημένη σε διεθνή φεστιβάλ «Στρέλλα» του Πάνου Χ. Κούτρα (μαζί με την επετειακή προβολή της πρώτης δουλειάς του σκηνοθέτη «Η Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά»), το πολυαναμενόμενο «Το Κακό Στην Εποχή των Ηρώων» του Γιώργου Νούσια και το συλλεκτικό ντοκιμαντέρ για ένα άγνωστο ελληνικό σινεμά «Ξένες σε Ξένη Χώρα: Οι Ελληνικές Ταινίες Μυστηρίου και Φαντασίας» του Δημήτρη Παναγιωτάτου.

Οι Νύχτες Πρεμιέρας πιστεύουν ότι ο ελληνικός κινηματογράφος βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Από τη μία ένα Νέο Ελληνικό Ρεύμα κάνει την εμφάνισή του, κερδίζει βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ και μας γεμίζει ελπίδες και από την άλλη τα προβλήματα που χρονίζουν απαιτούν άμεσες και ρεαλιστικές λύσεις. Το 15ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, όπως έχει ήδη ανακοινωθεί, στηρίζει έμπρακτα τον ελληνικό κινηματογράφο και με τη θεσμοθέτηση τριών νέων βραβείων (ένα για Πρωτοεμφανιζόμενο Σκηνοθέτη και δύο για Πρωτοεμφανιζόμενο Ηθοποιό - ένα σε πρωτοεμφανιζόμενο άνδρα και ένα σε πρωτοεμφανιζόμενη γυναίκα ηθοποιό).
 

Θανάσης Γεντίμης - 10.09.2009

Μοιράσου Αυτό Το Άρθρο

(01.10.2009) Απολογισμός: Νύχτες ήταν και πέρασαν...

(01.10.2009) Νύχτες Πρεμιέρας: Τα Βραβεία

(01.10.2009) Συνέντευξη Duncan Jones: "I'll meet you on the dark side of the Moon..."

(28.09.2009) Είδαμε: Lymelife

(28.09.2009) Είδαμε: Millennium: Part 1

(28.09.2009) Είδαμε: Flickan

(27.09.2009) Είδαμε: The Girlfriend Experience

(27.09.2009) Είδαμε: Don McKay

(26.09.2009) Είδαμε: The White Ribbon

(26.09.2009) Είδαμε: The Informers

(25.09.2009) Είδαμε: City Of Life And Death

(25.09.2009) Είδαμε: Until The Light Takes Us

(25.09.2009) Είδαμε: The Eclipse

(24.09.2009) Είδαμε: Sin Nombre

(22.09.2009) Είδαμε: Mary And Max

(22.09.2009) Είδαμε: Rembrandt's J'Accuse

(22.09.2009) Είδαμε: Fish Tank

(22.09.2009) Είδαμε: The Informant

(22.09.2009) Είδαμε: Moon

(22.09.2009) Είδαμε: Nightmares In Red White And Blue

(21.09.2009) Είδαμε: Welcome

(21.09.2009) Είδαμε: Adventureland

(21.09.2009) Είδαμε: In The Loop

(20.09.2009) Είδαμε: Μικρές Ιστορίες Α'

(19.09.2009) Είδαμε: Boneman

(19.09.2009) Είδαμε: An Education (2)

(18.09.2009) Είδαμε: An Education (1)

(18.09.2009) Είδαμε: Julie And Julia

(17.09.2009) Είδαμε: Taking Woodstock

(11.09.2009) 12+1 Προβολές Που Δεν Πρέπει Να Χάσετε

(10.09.2009) Κινηματογραφικό Debate Στις Νύχτες Πρεμιέρας

(10.09.2009) Αφιέρωμα: 20 Χρόνια Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ

(10.09.2009) Η 'Ακαδμία Πλάτωνος' στις Νύχτες Πρεμιέρας.


© 2000-2009 | Θανάσης Γεντίμης | Το σύνολο του περιεχομένου και των υπηρεσιών του CinemaNews.gr διατίθεται στους επισκέπτες αυστηρά για προσωπική χρήση.
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή ή αποθήκευση με κάθε τρόπο και μέσον των περιεχομένων του CinemaNews.gr χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του δημιουργού του.