Let Me In: Ασε το remake να βγει (στην ώρα του).
Σίγουρα πρόκειται για φαινόμενο που στο σύγχρονο Hollywood εμφανίζεται με πληθωριστικές τάσεις. Και δεν είναι το μόνο που μαρτυρά καιρό τώρα ότι το μεγαλύτερο εργοστάσιο παραγωγής ονείρων στον κόσμο βιώνει μία παρατεταμένη περίοδο αδυναμίας να ανανεώσει τη γκάμα ιδεών του. Πάρτε για παράδειγμα την ιστορία με τον «Spider-Man». Όταν θα φτάνουμε στο 2012, θα έχουν περάσει πέντε μόλις χρόνια μετά το τελευταίο sequel της σειράς και μόλις δέκα από την πρώτη ταινία. Κι όμως, η Columbia έχει αποφασίσει να ξαναστήσει την ιστορία απ' την αρχή, με νέο ήρωα (Andrew Garfield) και νέο σκηνοθέτη (Marc Webb). Και δεν είναι η μόνη. Η Fox ετοιμάζει κι εκείνη ανάλογο reboot για τα επίσης 'χθεσινά' «Fantastic Four».
Αντίθετα με τα reboots, η πληθώρα των sequels δεν ξενίζει τόσο μιας και η κατάσταση έχει από καιρό παγιωθεί. Επιτυχημένες ταινίες αποδείχθηκαν χρυσορυχεία, συχνά ανέλπιστα, με συνέπεια να ακολουθήσει μία σειρά συνεχειών όπου έφερναν τσουβάλια δολάρια στα ταμεία. Από τα πρόσφατα «Dark Knight» και τους 'Πειρατές' μέχρι παλαιότερα ηχηρά παραδείγματα (βλ. «Terminator 2», 'Φονικό Όπλο 2'), οι μεγάλες εταιρίες παραγωγής μάθαιναν, σαν τα σκυλιά του Pavlov, ότι η συνέχεια μίας επιτυχίας οδηγούσε με σχετική σιγουριά σε ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Ταυτόχρονα βέβαια και το κοινό περνούσε από μία μακροχρόνια διαδικασία ανάλογης 'μάθησης', να επενδύει δηλαδή όλο και περισσότερο στα σίγουρα 'χαρτιά' για τη διασκέδασή του. Κατ' αναλογία, στα σίγουρα χαρτιά μπορούν να ενταχθούν και τα remakes, ερχόμενοι στο κεντρικό ζήτημα με αφορμή το πλέον επίκαιρο παράδειγμα.
Το πολυβραβευμένο αριστούργημα του Tomas Alfredson από τη Σουηδία με τίτλο «Let The Right One In», βγαλμένο από τις σελίδες του βιβλίου του Lindqvist, λατρεύτηκε από κοινό και κριτικούς παγκοσμίως και αποτέλεσε μία ταινία-σταθμό για το σινεμά του φανταστικού. Ως ευρωπαϊκή μη-αγγλόφωνη παραγωγή, χρειάστηκε αρκετό χρόνο προτού διανεμηθεί παντού - έστω σε dvd και blu-ray. Η φήμη της ως το 2009 είχε φτάσει πλέον φουριόζα και στις Η.Π.Α. όπου αγαπήθηκε όσο λίγες. Κι όμως, προτού καν βγει το 2008, στο Hollywood είχαν ήδη αποφασίσει το αμερικανικό remake της. Εδώ και μερικές εβδομάδες η ταινία του Matt Reeves με τίτλο «Let Me In» ανοίγει στους κινηματογράφους σ' όλο τον κόσμο, με πρωταγωνιστές τα εκπληκτικά πιτσιρίκια Chloe Moretz («Kick-Ass») και Kodi Smit-McPhee («The Road»). Και το ερώτημα που ανακύπτει είναι "γιατί;".
Η παραγωγή ενός τόσο άμεσου remake μοιάζει με μία πρώτη ανάγνωση παράλογη αν όχι εμπορικά ριψοκίνδυνη. Η εντυπωσιακή δημοφιλία και ο ακόμα έντονος απόηχος του πρωτότυπου έθεταν εξαρχής βαριά σκιά και υψηλότατο πήχη για οποιοδήποτε νέο πείρα(γ)μα. Επιπλέον το άνοιγμα των 5εκ. δολαρίων το πρώτο σαββατοκύριακο στις Η.Π.Α. δε δικαιολογεί επιχειρηματικά το εσπευσμένο του πράγματος, ακόμα κι αν στις αρχές Δεκέμβρη οι συνολικές εισπράξεις στην Αμερική έφταναν τα 12εκ. Εν πρώτοις, το επιχείρημα του παραγωγού Simon Oakes για μία ταινία με μεγαλύτερη προσβασιμότητα στο κοινό δεν επαληθεύεται, ενώ αντίθετα δικαιολογείται η άρνηση του Alfredson να ξαναγυρίσει ο ίδιος ένα φιλμ για το οποίο είναι πολύ υπερήφανος.
Το ενδιαφέρον στην όλη ιστορία είναι ότι το remake του Matt Reeves είναι πράγματι απρόσμενα καλό, παρότι έχει εξ' ορισμού χάσει το καίριο πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού που το πρώτο φιλμ εκμεταλλεύτηκε άψογα, δίνοντας μας πολλά περισσότερα από μία ακόμα ταινία με βαμπίρ. Οι κριτικές που λαμβάνει, μάλιστα, κυμαίνονται από πολύ καλές έως εξαιρετικές, σε σημείο να κοντράρουν βαθμολογικά το πρωτότυπο. Επιπλέον, παρότι η ταινία του Reeves ακουμπάει σαφέστατα προς το είδος του horror πληρώντας τις κραταιές αμερικανικές φιλμικές αξίες και παρόλο που - παρά τα περί του αντιθέτου γραφόμενα - δεν πρόκειται για scene-by-scene remake, το «Let Me In» κατορθώνει να μεταφέρει τη σκοτεινιά και την ατμόσφαιρα του πρωτότυπου, εκμεταλλευόμενο στο έπακρο τους δύο νεαρούς πρωταγωνιστές, που θα αποτελούσαν ιδανικό casting ακόμα και για την ταινία του Alfredson. Κι όμως, οι αντιδράσεις που εγείρονται κατά της αναγκαιότητας ενός τόσο άμεσου χρονικά remake αλλά και η χλιαρή ανταπόκριση του κοινού στις αίθουσες που για την ώρα 'βάζουν μέσα' την παραγωγή προκαλεί προβληματισμό και μάλιστα αμφίδρομο: τόσο για τη γενικότερη πολιτική του Hollywood όσο και για την αντίδραση του κοινού.
Στην περίπτωση του Hollywood το φαινόμενο δεν είναι χθεσινό. Φυσικά το κέρδος δεν έλειπε ποτέ από την εξίσωση κι έτσι, ο προσωπικός ενθουσιασμός κάποιου σκηνοθέτη ή παραγωγού για μία ξενόγλωσση - ενδεχομένως άγνωστη στο ευρύ κοινό - ταινία, συναρτήσει της πιθανότητας να προκύψει μία νέα χρυσή εκδοχή της, οδηγούσε σε διάφορα επιτυχημένα - εμπορικά ή και καλλιτεχνικά - remakes. Κάπως έτσι το «Abre Los Ojos» (1997) του Amenabar έβρισκε μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα το δίδυμο αδερφό του στο «Vanilla Sky» του Crowe, το άγνωστο «Mou Gaan Dou» («Infernal Affairs» - 2002) από το Hong Kong μεταμορφωνόταν στο διάσημο «The Departed» (2006) του Scorsese που έμελλε να του χαρίσει το πολυπόθητο Oscar, ενώ το καλύτερο ίσως horror film των '00s, το ισπανικό «[Rec]» (2007), βρήκε σε χρόνο dt το αμερικανικό remake του υπό τον τίτλο «Quarantine» (2008).
Εξετάζοντας το ζήτημα από τη σκοπιά του κοινού, καλό είναι να σκιαγραφήσουμε συνοπτικά τα δύο άκρα, κρατώντας κατά νου ότι υπάρχουν και οι ενδιάμεσες διαβαθμίσεις. Από τη μία έχουμε τους (θεωρητικά λίγους) μουτζαχεντίν, σινεφίλ (sic) θεατές, που είτε λατρεύουν θρησκευτικά το κλασσικό είτε ενδιαφέρονται για το εναλλακτικό avant-garde σινεμά απ' όπου κι αν προέρχεται και οικτίρουν το Hollywood με το φιλμικό επεκτατισμό του ρηχού αφηγηματικού σινεμά που εκπροσωπεί. Όσοι από αυτούς έχουν λατρέψει το σουηδικό «Let The Right One In», βγάζουν φλύκταινες και μόνο στην ιδέα ότι αμερικανικό χέρι θα αγγίξει το αριστούργημα. Από την άλλη μεριά, έχουμε τους - θεωρητικά πολλούς - θεατές/καταναλωτές, τους σταθερούς πελάτες της άνεσης που προσφέρουν τα multiplex και τα mall και που θα επιλέξουν να δουν ό,τι βγαίνει χωρίς ιδιαίτερα πεπαιδευμένα αισθητικά κριτήρια, ποντάροντας στα σίγουρα. Στην περίπτωση των δεύτερων είναι πολύ πιθανό να δουν ένα remake αγνοώντας ακόμα και την ύπαρξη της αρχικής ταινίας. Στο ενδιάμεσο των δύο 'άκρων' υπάρχει πολύς κόσμος που αναζητά μία αισθητική και λογική ισορροπία σε ό,τι επιλέγει. Οι περισσότεροι έχουν εντάξει στη ζωή τους το internet και τα ψηφιακά μέσα. Γιατί λοιπόν ένας 'μέσος' θεατής που είδε, αγάπησε και καλύφθηκε από το πρώτο φιλμ να μπει στη διαδικασία να πληρώσει σε μόλις 1-2 χρόνια εισιτήριο για να δει ξανά την ίδια ιστορία, απλώς σε μία πιο οικουμενική γλώσσα; Η απάντηση στο ερώτημα φυσικά και είναι εξαιρετικά δύσκολη για να δοθεί από τα στούντιο, ειδικά αν συνυπολογίσουμε και την ερωτική σχέση που διατηρεί το κοινό με τις αγαπημένες του ταινίες. Μιας και τέτοια ήταν για πάρα πολύ κόσμο το «Let The Right One In», είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον οποιοδήποτε 'τρίτο' να μπλέξει με το ζεστό ακόμα ερωτικό αντικείμενο κάποιου χωρίς να συναντήσει σθεναρές αντιδράσεις ή και απόρριψη. Οι ιδανικές ερωτικές ιστορίες, όπως είναι οι ταινίες με ορκισμένους οπαδούς, θέλουν χρόνο προκειμένου να ανοιχθούν ξανά και να αναθεωρηθούν. Αποτέλεσμα αυτού είναι ο 'κακός' της υπόθεσης («Let Me In») να αδικείται και μαζί να αδικεί τον εαυτό του. Γιατί ενώ πρόκειται για μία αξιόλογη δουλειά που υπό διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσε να αναδειχθεί, προέκυψε απαγορευτικά νωρίς και βρίσκεται - για την ώρα - θαμμένη κάτω από τη βαριά σκιά του αξεπέραστου πρωτότυπου και τη χλιαρή ανταπόκριση του κοινού.
Όσο κι αν μπορεί να ξενίζει μερικούς, τα remakes δεν είναι καθόλου σύγχρονη πρακτική στην ιστορία του κινηματογράφου. Κλασσικό παράδειγμα μέσα στα πολλά ο Hitchcock, ο οποίος γύρισε δύο φορές το «The Man Who Knew Too Much» με απόσταση 22 ετών. Παρόλα αυτά, είναι γεγονός ότι τα μεγάλα στούντιο επενδύουν όλο και περισσότερο και - το κυριότερο - όλο και πιο άμεσα σε επιτυχημένες, δοκιμασμένες - είτε δικές τους είτε ξενόγλωσσες - συνταγές, αρνούμενα να τολμήσουν στην επένδυση νέων ιδεών. Αυτό το εντεινόμενο αναμάσημα που εμπερικλείει remakes, reboots και sequels, φαίνεται πως αποσκοπεί στο να προλάβει τις εξελίξεις και την ταχύτητα της εποχής. Όμως, στα χρόνια του γρήγορου internet, του downloading και της σταθερά εξελισσόμενης οικιακής διασκέδασης, το Hollywood θα κληθεί να αντιμετωπίσει αργά ή γρήγορα ένα ζήτημα ταυτότητας, δεδομένου ότι όπως φαίνεται, η ταχύτητα στην παροχή ενός φιλμικού προϊόντος δεν αποδεικνύεται πανάκεια για το κοινό. Κι αν δεν έχεις πεινάσει ως κοινό, είτε επειδή 'χόρτασες' από το αρχικό σου γεύμα (βλ. ταινία του Alfredson) που μόλις τελείωσες, είτε επειδή μπούχτισες από την ίδια συνταγή (βλ. καταιγισμό από βαμπιροταινίες τύπου «Twilight») και δε σε ενδιαφέρει να κοιτάξεις προσεκτικότερα για τυχόν διαφορές, είναι πολύ πιθανό να σου σερβίρουν ένα ποιοτικότατο πιάτο, όπως το «Let Me In», κι εσύ να το αγνοήσεις επιδεικτικά.
Επικαιρότητα - Απόψεις: Τα Πιο Πρόσφατα
Το Πρόγραμμα των Προβολών