Ο Θάνατος Που Ονειρεύτηκα
Ο Θανατος Που Ονειρευτηκα
Θρίλερ | Παραγωγή: 2010 | Διάρκεια 94'
Σκηνοθεσία: Παναγιώτης Κράββας
Πρωταγωνιστούν: Ανδρέας Κωνσταντίνου, Τζένη Θεωνά, Λένα Παπαληγούρα, Νίκος Αγγελής, Μυριέλλα Κουρέντη
Κάπου στα βόρεια της σημερινής Αθήνας, μία παρέα νεαρών στην οποία ξεχωρίζει η όμορφη Δωροθέα (Τζένη Θεωνά) δέχεται στους κόλπους της ένα νέο μέλος, τον επιβλητικό Χρήστο (Ανδρέας Κωνσταντίνου). Εκείνος σαγηνεύει τη Δωροθέα και σιγά-σιγά όλη την παρέα, μυώντας τους σε σατανιστικές τελετές, με την κατάσταση να ξεφεύγει γρήγορα από κάθε έλεγχο... Ήταν ο Δεκέμβρης του '93, όταν η ελληνική κοινή γνώμη στοιχειωνόταν από δύο συγκλονιστικές ειδήσεις. Η πρώτη χρονικά ήταν η υπόθεση των σατανιστών της Παλλήνης, η δεύτερη ολοκλήρωσε εκείνα τα Χριστούγεννα του τρόμου με την υπόθεση του παιδοκτόνου Δουρή. Στην περίπτωση της παρέας των Κατσούλα, Δημητροκάλλη και Μαργέτη, το σοκ ήταν πρωτόγνωρο για τα εγχώρια εγκληματολογικά χρονικά. Σχεδόν δύο δεκαετίες μετά έρχεται μία ταινία που εμπνέεται από τα γεγονότα εκείνα, βασιζόμενη χαλαρά στο πρόσωπο του Ασημάκη Κατσούλα.
«Ο Θάνατος Που Ονειρεύτηκα», το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Παναγιώτη Κράββα στη μεγάλη οθόνη, ξεκίνησε ως ιδέα του Αντώνη Καφετζόπουλου. Ο νεαρός σκηνοθέτης, που έχει ψηθεί στα τηλεοπτικά πλατό της πρώτης σεζόν των 'Singles', του 'Κόκκινου Κύκλου' και της '10ης Εντολής', βαφτίζεται στα κινηματογραφικά μέτρα και σταθμά όντας καταφανώς ανέτοιμος να διαχειριστεί μία τόσο απαιτητική σε σύλληψη και εκτέλεση ταινία. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Στην εναρκτήρια σεκάνς, παρελαύνει από οθόνης κόσμος και κοσμάκης που μιλά για τον απόηχο της υπόθεσης, όταν πια αυτή έχει αποκαλυφθεί. Μεταξύ άλλων εμφανίζεται σε ασπρόμαυρο κάδρο ο Καφετζόπουλος στο ρόλο του Δημάρχου, ο οποίος με ένα υπνωτισμένο ύφος, δηλωτικό της ράθυμης εξουσίας, μιλά για το επάρατο τρίπτυχο πατρίδας-θρησκείας-οικογένειας ενώ στο ηχητικό φόντο ακούγεται η φωνή του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Εδώ είναι η στιγμή που το κίνημα της 'Ομίχλης' (αναφέρομαι στους εκπροσώπους της που καταπιάστηκαν με τη συγκεκριμένη ταινία) στήνει την πιο φαιδρή σκηνή των τελευταίων χρόνων. Για όποιον δεν κατάλαβε, για τους σατανιστές της Παλλήνης, είκοσι χρόνια μετά το τέλος του γελοίου εκείνου καθεστώτος, φταίει η χούντα. Και ο νέος ελληνικός κινηματογράφος, ώριμος (sic) όσο ποτέ άλλοτε, εξακολουθεί να μηρυκάζει διαλεκτικές που βρωμούν φορμόλη και να ξοδεύει ζώσα ενέργεια σε ξεφτισμένους διδακτισμούς.
Η συνέχεια φυσικά αποδεικνύεται αναλόγως αποκρουστική. Τρικυμία εν κρανίω τόσο στο σενάριο όσο και στη σκηνοθεσία, με τους ηθοποιούς να καταλήγουν έρμαια ενός φιλμικού μπλέντερ από τα λίγα. Το στόρι πατάει όχι σε δύο βάρκες, αλλά σε τόσες όσες βρίσκεις σε κυκλαδίτικο λιμάνι το δεκαπενταύγουστο. Κατά δήλωση του σκηνοθέτη, 'πρόκειται για μία ρομαντική ιστορία τρόμου, κάτι ανάμεσα σε «Natural Born Killers» και «Bonnie And Clyde» ενταγμένη στα ελληνικά δεδομένα'. Στην πραγματικότητα, το φιλμ του είναι λίγο απ' όλα: λίγο «Twilight», πολύς Κοκκινόπουλος με ολίγη από φτηνά διδακτικό κοινωνικό δράμα, gothic αισθητική, rock όπερα και βίντεο κλιπ. Θεωρητικά, τίποτε από όλα αυτά δε θα ήταν αναγκαστικά κακό, αρκεί ο Κράββας και οι συνεργάτες του να το υποστήριζαν με μία υποτυπώδη έστω υφολογική συνέπεια και να μην παρέδιδαν ένα φιλμ όπου κάθε σκηνή επιφυλάσσει και διαφορετικό κινηματογραφικό στυλ. Αν επρόκειτο για σπουδαστική άσκηση διαφορετικών τρόπων κινηματογράφησης να πάμε πάσο, αλλά ταινία τούτο το συνονθύλευμα δε στοιχειοθετεί σε καμία περίπτωση.
Όσο για τους συμβολισμούς, βγάζουν μάτια. Σε όλο το σώμα του φιλμ μετρήσαμε πάνω από 16 σταυρούς που ξεφύτρωναν με κάθε ευκαιρία, χωρίς κανένα προφανή λόγο. 'Ο ερμητικά κλειστός κόσμος της νεαρής παρέας, μία σπαρακτική κραυγή ύπαρξης', όπως και πάλι σημειώνει ο σκηνοθέτης, περιλαμβάνει προφανώς και την υπερτονισμένη απουσία της οικογένειας. Αν, λοιπόν, σας ρωτούσα να μαντέψετε πού εμφανίζεται (εκτός των σκηνών της αρχής και του τέλους) η οικογένεια, πόσο θα σας εξέπληττε αν σας αποκάλυπτα ότι φανερώνεται μονάχα στη σκηνή του εορταστικού ρεβεγιόν;
Με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως ο «Κυνόδοντας» και η «Ακαδημία Πλάτωνος», ο νέος ελληνικός κινηματογράφος σεργιανίζει στην πηχτή του ομίχλη, σε μία πορεία μοναχική και αναίτια επηρμένη, στερούμενος στοιχειώδους φιλμικής παιδείας. Υποφέρει ανάμεσα στη θεατρικότητα και τις τηλεοπτικές φόρμες, απορρίπτει το 'συμβατικό' αφηγηματικό σινεμά όχι επειδή το έχει ξεπεράσει αλλά επειδή αδυνατεί να κατανοήσει τη δομική του χρησιμότητα, θαλασσοπνίγεται μέσα σε διδακτισμούς και μέσα στην αφασία του αποστρέφεται στερεοτυπικά κάθε τι αμερικανικό (βλ. Hollywood) την ίδια στιγμή όπου προσπαθεί έστω και ασυνείδητα να το αντιγράψει κακήν κακώς. Ο εγχώριος κινηματογράφος, όπως και ο νεοελληνικός πολιτισμός γενικότερα, πάσχει από τις ίδιες χρόνιες ασθένειες που πάσχει η κοινωνία που τον κανακεύει. Ο συνδυασμός της έλλειψης ώριμης παιδείας και αυτοκριτικής σπάει κόκκαλα.
Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 25-11-2010 | Διανομή: Village Films
Σας Προτείνουμε Ακόμη
Το Πρόγραμμα των Προβολών