Μπορεί να ραπάρει, μπορεί να γίνεται και πρίγκηπας, μπορεί με πολύ πάθος να φοράει γάντια του μποξ, αλλά και να γίνεται 'μετρ του ζευγαρώματος', και όλα αυτά χάρη στην αστείρευτη πίστη στον εαυτό του.
Ο Willard Christopher Smith Jr γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1968 στη Δυτική Φιλαδέλφεια και ήταν το δεύτερο παιδί από τα τέσσερα των Caroline και Willard Smith Sr. Οι φίλοι του τον αποκαλούσαν και Prince ή Fresh Prince, παρατσούκλι που απέκτησε χάρη στον τρόπο με τον οποίο ξέφευγε από μπελάδες. Ο Will ήταν έξυπνο παιδί και από πολύ νωρίς έδειξε το πάθος του για την μουσική. Ήταν χαρισματικός, είχε φυσικό ταλέντο και ήξερε να γοητεύει.
Ήταν επηρεασμένος από τον Eddie Murphy αλλά και διάφορους ήρωες του Hip-Hop. Έτσι, άρχισε να παίζει rap από τα δώδεκα του και στα δεκαέξι σε ένα πάρτι γνώρισε τον άνθρωπο που θα του χάριζε παγκόσμια αναγνώριση, τον DJ Jazzy Jeff (πραγματικό όνομα Jeff Townes). Οι δυο τους γίνανε φίλοι και σχημάτισαν το δημοφιλές rap ντουέτο με όνομα 'DJ Jazzy Jeff and the Fresh Prince'.
Εκείνη την περίοδο είχε απορροφηθεί τόσο πολύ από τη μουσική και από τον πόθο του να πετύχει μέσα από αυτή που απέρριψε μια υποτροφία από το Μ.Ι.Τ. (Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης). Το 1986, κυκλοφόρησαν το πρώτο τους single με τίτλο 'Girls Ain't Nothing But Trouble' και ακολουθεί και το πρώτο άλμπουμ με τίτλο 'Rock The House'. Ο Smith ήταν πλέον από τα δεκαοχτώ του εκατομμυριούχος, όμως αμέσως ξόδεψε τα χρήματα του σε πολυτελή σπίτια και αυτοκίνητα. Με την ακατάσχετη σπάταλη, που είναι προϊόν της γρήγορης δόξας, κατάφερε να μείνει άφραγκος τον αμέσως επόμενο χρόνο. Ακολούθησαν και άλλες πολλές δισκογραφικές επιτυχίες όπως 'He's The DJ' και 'I'm The Rapper'.
Το 1989, οι δυο τους κέρδισαν βραβείο Grammy για Best Rap Performance για το κομμάτι 'Parents Just Don't Understand'. Δυο χρόνια μετά έρχεται και δεύτερο Grammy για το κομμάτι 'Summertime'. Οι επιτυχίες και οι διακρίσεις δεν σταμάτησαν να έρχονται ως το τελευταίο τους άλμπουμ το 1993 με τίτλο 'Code Red'. Το 1997 ο Will έβγαλε το πρώτο του σόλο άλμπουμ με τίτλο 'Big Willie Style' και το 1999 ακολουθεί το άλμπουμ Willennium.
Μέσα σε όλο αυτό το δημιουργικό - καλλιτεχνικό οίστρο και προς το τέλος της δεκαετίας του '80 γνώρισε τον Benny Medina ο οποίος έψαχνε ήρωα για μια οικογενειακή κωμωδία που θα παιζόταν στο NBC, τον οποίο ήρωα βρήκε στο πρόσωπο του Smith. Έτσι, κατέληξε να πρωταγωνιστήσει για έξι συνεχόμενα χρόνια στη επιτυχημένη σειρά 'The Fresh Prince Of Bel-Air' (παίχτηκε και στην Ελλάδα), όπου ουσιαστικά υποδυόταν τον εαυτό του, ένα έξυπνο παιδί του δρόμου από την δυτική Φιλαδέλφεια που μεταφέρθηκε ξαφνικά στο Beverly Hills. Ο Smith εκτοξεύεται στην κορυφή.
Στη συνεχεία έπαιξε στην ταινία «Where The Day Takes You» (1992) και μετά ήρθε ένας μεγαλύτερος ρόλος με την παραγωγή «Made In America» (1993) με τη Whoopi Goldberg και τον Ted Danson. Ακολούθησε η ταινία του John Guare «Six Degrees Of Separation» (1993), η οποία μάλιστα προτάθηκε και για Oscar και μετά η ταινία «Bad Boys» (1995) παρέα με τον Martin Lawrence, η οποία ήταν η έκπληξη του Box Office για εκείνη τη χρονιά. Επόμενη εκρηκτική ταινία ήταν η «Independence Day» (1996) και ακολουθεί το blockbuster «Men In Black» (1997) με τον Tommy Lee Jones, στο οποίο καλείται να συμμετέχει και στο soundtrack, με αποτέλεσμα να επανέλθει στην επιτυχημένη rap καριέρα του. Ακολουθούν τα λιγότερο επιτυχημένα «Enemy Of The State» (1998), «Wild Wild West» (1999), και «The Legend Of Bagger Vance» (2000).
Η επόμενη ταινία ήταν μια πρόκληση για εκείνον, καθώς επρόκειτο για μια ταινία του Michael Mann με τίτλο «Ali» όπου μεταμορφώθηκε ολοκληρωτικά για να υποδυθεί το πυγμάχο Muhammad Ali στην ταινία που του χάρισε την πρώτη του υποψηφιότητα για Oscar Α' Ανδρικού Ρόλου και η οποία έκανε 10 εκατομμύρια δολάρια είσπραξη από το πρώτο εικοσιτετράωρο προβολής της. Έπειτα, ήρθαν οι συνέχειες των «Men In Black» (2002) και «Bad Boys» (2003). Τον επόμενο χρόνο ακολουθεί το «I, Robot» (2004), ενώ δανείζει τη φωνή του στη ταινία κινουμένων σχεδίων «Shark Tale». Με την επιτυχία, όμως, του «Hitch» (2005) κατάφερε να μπει στο Guiness Book Of Records, αφού κατάφερε να εμφανιστεί σε τρεις πρεμιέρες μέσα σε ένα δωδεκάωρο για την προώθηση της ταινίας του: στο Μάντσεστερ, στο Μπέρμινγχαμ και στο Λονδίνο.
Το 2006 προσπαθεί μια στροφή σε πιο 'σοβαρή' θεματολογία, επιλέγοντας τον κεντρικό ρόλο στο «The Pursuit of Happyness», την ιστορία ενός πατέρα και του γιου του που ξαφνικά μένουν άστεγοι. Η ερμηνεία του ήταν υποψήφια για Oscar Α' Ανδρικού ρόλου, όπου όμως έχασε από τον Forest Whitaker. Συνεχίζοντας με ένα σταθερό ρυθμό 'μία ταινία τη χρονιά' ο Smith εμφανίστηκε στο πρωτότυπο blockbuster «I Am Legend» (2007), βασισμένο στη νουβέλα του Richard Matheson από το 1954. Σηκώνοντας την ταινία στις πλάτες του, έφερε στα ταμεία της παραγωγής πάνω από 580 εκ. δολάρια παγκοσμίως.
Έχοντας περάσει σταδιακά και στο χώρο της παραγωγής, ο Will Smith βρέθηκε το 2008 πίσω από το «Lakeview Terrace» και το «Hancock» όπου είχε τον ομότιτλο ρόλο, ως ο αποτυχημένος και γκαφατζής υπερήρωας που δέχεται τη βοήθεια ενός δημοσιοσχετίστα για να βελτιώσει την εικόνα του. Στο επερχόμενο «Seven Pouns» όπου ο Smith κάνει την παραγωγή, συναντά ξανά (μετά το «The Pursuit of Happyness») τον σκηνοθέτη Gabriele Muccino ενώ σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα είναι μάλλον σίγουρη η συμμετοχή του σε μια ταινία με θέμα την αρχαία Αίγυπτο, στο ρόλο του Φαραώ Taharqa.
Σύμφωνα με πληροφορίες στα άμεσα σχέδια του Will Smith είναι και το πέρασμα στην καρέκλα του σκηνοθέτη με το remake της επιτυχημένης ταινίας του 1984, «Karate Kid». Οι φήμες θέλουν να προορίζει τον γιο του, Jaden Smith, για το ρόλο του νεαρού Daniel, ενώ το μέντορα του μικρού, Mr. Μiyagi, θα υποδυθεί ο ανερχόμενος Stephen Chow.
Σήμερα ο πλουσιότερος ηθοποιός του 2008 με βάση το περιοδικό Forbes (συγκέντρωσε ογδόντα εκατομμύρια δολάρια το διάστημα 01/06/2007 - 31/05/2008) είναι παντρεμένος με την ηθοποιό Jada Pinkett από το 1997 και έχουν μαζί ένα γιο και μια κόρη. Είναι ο δεύτερός του γάμος - ο πρώτος του ήταν με την Sheree Zampino, με την οποία απέκτησε ένα γιο, και κράτησε τρία χρόνια, από το 1992 έως το 1995.