Ο cool Αγγλος ηθοποιός Clive Owen, ένα σύγχρονο πρότυπο αρρενωπότητας γεννήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1964 στο Coventry. Ο πατέρας του ήταν τραγουδιστής Country και Western, και εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν ο Clive ήταν τριών. Τον μεγάλωσε η μητέρα του και ο πατριός του, που ήταν εισπράκτορας στους σιδηροδρόμους. Ο Clive είχε άλλα τέσσερα αδέλφια. Ο μεγαλύτερος ήταν ο Garry, που είναι έμπορος, ο Alan και ο Lee, μουσικοί και τέλος ο Scott. Στην αρχή της φοίτησης του στο σχολείο Binley Park Comprehensive School, ο Clive ήταν καλός μαθητής. Λίγο αργότερα όμως έγινε κάτι απρόσμενο. Ενώ ο Clive πάντα έλεγε πως ήθελε να γίνει ηθοποιός, μόνο μετά την ερμηνεία του ως Artful Dodger σε μια παραγωγή του «Oliver», το πίστεψαν και οι άλλοι. Μετά από αυτό δε μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτα άλλο και γράφτηκε στο παιδικό θέατρο στα 13 του. Όπως ήταν αναμενόμενο έπεσε τρομερά η επίδοση του στο σχολείο, αφού μόνο η ηθοποιία τον απασχολούσε.
Η επιμονή του ήταν τεράστια. Όταν αρχικά ανακοίνωσε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν. Μετά τα καταστροφικά πρώτα αποτελέσματα, ήθελε να παρατήσει το σχολείο αλλά μια καθηγήτρια είδε το ταλέντο του και του πρότεινε μια δραματική σχολή για να βελτιωθεί. Εκείνος όμως δε δεχόταν ότι κάποιος μπορεί να διδάξει την τέχνη της υποκριτικής. Η καθηγήτρια κανόνισε μια οντισιόν στο Mountview college ενώ εκείνη του αγόρασε το εισιτήριο του τραίνου για το Λονδίνο. Ο Clive έκανε το ταξίδι και έγινε αποδεκτός στο Mountview. Ήταν όμως πεπεισμένος ότι η δραματική σχολή ήταν χάσιμο χρόνου, αρνήθηκε τη θέση και συνέχισε με την θεατρική του ομάδα.
Τα επόμενα δυο χρόνια ήταν μάλλον απελπιστικά. Το 1984, η κατάσταση χειροτέρεψε τόσο που αναγκάστηκε να κάνει αίτηση στο RADA όπου και έγινε αποδεκτός καταφέρνοντας να αποφοιτήσει 1987. Συμμαθητές του ήταν ο Ralph Fiennes και η Jane Horrocks. Όπως αποδείχθηκε ο Clive ήταν και τυχερός αφού ενώ φοιτούσε στο RADA, η τάξη του δούλεψε ένα θεατρικό του Howard Barker που παιζόταν την εποχή εκείνη στο Royal Court με τον Gary Oldman στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όταν ο Oldman αρρώστησε, ο Clive ανέλαβε να παίξει το ρόλο.
Μετά την ορκωμοσία έψαξε για δουλειά. Εμφανίστηκε στο «The Cat And The Canary» στο Watford, και στο «Twelfth Night» στο Crucible στο Sheffield. Λίγο αργότερα κέρδισε το ρόλο του Ρωμαίου στο «Romeo And Juliet», στις παραστάσεις του οποίου γνώρισε τη γυναίκα του. Η Sarah Jane Fenton, έγινε η Ιουλιέτα του και στην πραγματικότητα. Παντρεύτηκαν το 1995 και έκαναν δυο κόρες την Hannah και την Eve. Το 1988 έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στο «Vroom». Ακολούθησε ένας σκοτεινός ρόλος στο ιστορικό δράμα «Precious Bane» (1989) και αργότερα η τηλεοπτική επιτυχία στο κλασικό έργο του RD Blackmore «Lorna Doone». Είχε πια γίνει σταρ αλλά αυτό δεν του άρεσε και αυτή η στάση του, έφερε τον τίτλο του δύσκολου ηθοποιού. Ο επόμενος του ρόλος ήταν στο έργο του Stephen Poliakoff «Close My Eyes» (1991) δίπλα στον Alan Rickman. Μετά από μια αποχή δυο χρόνων έρχεται το θεατρικό του George Bernard Shaw, «The Philanderer» καθώς και το έργο του Sean Mathias Donmar «Warehouse».
Το 1993 επέστρεψε στο κινηματογράφο με τις ταινίες «Class Of '61», «Century» (1993) και «Nobody's Children» (1994). Από το1994 μέχρι το 1996, έπαιζε μόνο στην τηλεόραση. Μετά από πολλές μέτριες προσπάθειες ήρθε η κινηματογραφική διασκευή της θεατρικής επιτυχίας «Bent» και λίγο αργότερα η παρουσία του στη θεατρική εκδοχή του «Closer» που αργότερα ερμήνευσε και στη μεγάλη οθόνη. Αρχίζει να γίνεται ευρύτερα γνωστός από το φιλμ του Mike Hodges «Croupier» το 1998 τραβώντας την προσοχή του Hollywood. Η φήμη του εκτοξεύθηκε με τον πλέον απρόσμενο τρόπο.
Μια σειρά ταινιών μικρού μήκους χρηματοδοτούμενων από την BMW, τον έφερε δίπλα στους Mickey Rourke, Madonna και Gary Oldman υπό την καθοδήγηση σπουδαίων σκηνοθετών. Ο σπουδαιότερος ρόλος του ήταν στο βραβευμένο «Gosford Park» του Robert Altman το 2001. Οι επιλογές του από εκείνο το σημείο και μετά ήταν προς την εμπορική κατεύθυνση: «The Bourne Identity» (2002), «Beyond Borders» (2003) με την Angelina Jolie αλλά και πρωταγωνιστής στο «King Arthur» στον ρόλο του βασιλιά Αρθούρου. To 2004 συνεργάστηκε ξανά με τον Mike Hodges στο «I'll Sleep When I'm Dead» ενώ την ίδια χρονιά το «Closer» του έφερε την πρώτη υποψηφιότητα για βραβείο Oscar, κερδίζοντας Χρυσή Σφαίρα και βραβείο BAFTA. Το 2005 πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του κόμικ «Sin City», ενώ τον επομενο χρονο εμφανιστηκε στο προφητικο «The Children of Men» (δίπλα στην Julianne Moore). Η παρουσία του λίγο αργότερα στο «Inside Man» του Spike Lee τον καθιέρωσε στον είδος της 'σκεπτόμενης περιπέτειας'.
Το 2007 θα τον δούμε στη ταινία δράσης και βίας «Shoot 'Em up» με θέμα τις περιπέτειες ενός ειδικού επί των όπλων, του κυρίου Smith. Την ίδια περίοδο βγαίνει στις αίθουσες η ταινία εποχής «Elizabeth: Τhe Golden Αge», μια συνέχεια της ταινίας «Elizabeth» του 1998, όπου υποδύεται τον Sir Walter Raleigh, τον αυθάδη ξιφομάχο που ανταγωνίζεται τη βασίλισσα της Αγγλίας (Cate Blanchett). Ο Clive Owen συμμετέχει στην νέα ταινία του Tom Tykwer, «The International», ενώ η συμμετοχή του στο sequel του «Sin City» θεωρείται δεδομένη.
Το Μάρτιο του 1995 ο Clive Owen παντρεύτηκε την ηθοποιό Sarah-Jane Fenton με την οποία έχει αποκτήσει δύο παιδιά. Παρότι ανήκει έκτοτε στο club των παντρεμένων, συνεχίζει να επιλέγεται από το κοινό ως ένας από τους πιο sexy άνδρες ηθοποιούς σε πάμπολες ψηφοφορίες ανά τον κόσμο.