Δεν είναι κάθε μέρα στη δημοσιότητα καθώς η ήρεμη οικογενειακή της ζωή την έχει κρατήσει μακριά από σχόλια και σκάνδαλα. Θεωρείται, ωστόσο, μία από τις πιο αναγνωρισμένες πρωταγωνίστριες της γενιάς της.
Παρόλο που έφτασε τα πενήντα, δείχνει σα να είναι τριάντα χρονών. Ο λόγος για τη Michelle Pfeiffer η οποία γεννήθηκε στη Santa Ana της Καλιφόρνιας στις 29 Απριλίου 1958. Η μητέρα της ήταν νοικοκυρά και, εκτός από την ίδια, είχε να φροντίσει το μεγαλύτερο αδελφό της Rick και τις δυο μικρότερες αδελφές της, Dedee and Lori. Η Dedee ακλούθησε και εκείνη το δρόμο της υποκριτικής αλλά είχε πολύ διαφορετικούς ρόλους από αυτούς της ντροπαλής Michelle.
Η Michelle σαν παιδί είχε χαρακτηριστεί "φοβερή". Είχε μεγάλα χείλη και περπατούσε σαν άλογο. Όταν πήγε στο Fountain Valley High School, ήταν αγοροκόριτσο και συνέχεια μπλεκόταν σε καυγάδες. Δεν ήταν ιδιαίτερα καλή μαθήτρια, αλλά παρόλα αυτά τα κατάφερε να τελειώσει το λύκειο χωρίς να χάσει καμία χρονιά. Χάρη στον αυστηρό πατερά της, Richard, είχε μια πειθαρχημένη ζωή. Φρόντιζε πάντα να την παίρνει μαζί στη δουλειά του, στις επισκευές μεταχειρισμένων ψυγείων που επρόκειτο να μεταπωληθούν. Μετά το σχολείο, είχε τη φιλοδοξία να γίνει ρεπόρτερ. Γράφτηκε σε διαφορές σχολές, τα παράτησε, όμως, γρήγορα ώσπου βρήκε αυτό που πραγματικά αγαπούσε από πάντα, την υποκριτική. Μετακόμισε στο Hollywood, όπου έκανε διαφημιστικά για την Ford Motor και για την Lux Soap, ενώ έκανε και το ντεμπούτο της στη τηλεοπτική σειρά, 'Fantasy Island' (1979).
Πηρέ ένα μικρό ρολό στη ταινία «The Solitary Man» (1979) και ακολούθησε ένας ρόλος στην ταινία «Falling In Love Again» (1980) αλλά και σε πολλές μικρές σειρές στην τηλεόραση, όπως τα «BAD Cats», «ChiPs». Τότε η Michelle γνώρισε τον παράγωγο Peter Horton με το οποίο συνεργάστηκε στενά. Ο έρωτας δεν άργησε να έρθει και τελικά, το 1981, σε ηλικία είκοσι δύο χρονών, τον παντρεύτηκε. Οι ρόλοι, όπως ήταν φυσικό, άρχισαν να έρχονται με μεγαλύτερη ευκολία τώρα. Πρώτα με την ταινία «Splendour In The Grass» (1981) κι έπειτα με το «The Children Nobody Wanted» (1981). Την ίδια χρονιά έκανε την πρώτη της μεγάλη επιτυχία με το «Grease 2» που όμως ήταν μια κακή εμπειρία για εκείνη γιατί μετά από την ταινία αυτή - και όντας ξανθιά - κάνεις δεν την έπαιρνε στα σοβαρά. Έτσι, για τον επόμενο χρόνο έμεινε κοντά στον σύζυγό της, βοηθώντας τον στις παραγωγές του.
Τα 1983, ο Brian De Palma την εμπιστεύτηκε με έναν ενδιαφέροντα ρόλο στο «Scarface», την ταινία που την έκανε αληθινή ηθοποιό. Ακολούθησαν οι «Into The Night» (1985), «Ladyhawke» (1985) του Allan Alda, το «Sweet Liberty» (1986) και το «The Witches Of Eastwick» (1987) με τη Susan Sarandon και τη Cher. Αφού χώρισε με το σύζυγό της σε φιλικούς τόνους, η Michelle ακολούθησε πλέον το δικό της δρόμο και παρακολούθησε κάποια μαθήματα υποκριτικής στο U.C.L.A. ενώ παράλληλα δούλευε. Έλαβε μέρος στην ταινία «Dangerous Liaisons» (1988) με τους Glenn Close και John Malkovich για την οποία κέρδισε την πρώτη της υποψηφιότητα για Oscar Β' Γυναικείου ρόλου.
Ακολούθησε η ταινία «Tequila Sunrise» (1988) με τους Mel Gibson και Kurt Russell. To 1989 έπαιξε στην ταινία «The Fabulous Baker Boys» και προτάθηκε για Golden Globe αλλά και ξανά για Oscar, αυτή τη φορά για Α' Γυναικείο ρόλο. Ο θαυμασμός του κοινού, κυρίως του ανδρικού, ήταν πλέον δεδομένος. Για τη συνέχεια επέλεξε μια πρόκληση επί σκηνής με το δύσκολο θεατρικό 'Twelfth Night' όπου τα κατάφερε περίφημα και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Ταυτόχρονα, ήρθε στη μεγάλη οθόνη το πολύ καλό «The Russia House» (1990) και μια ακόμη πρόταση για Golden Globe.
Όπως εξομολογείται η ίδια, η έλευση των παιδιών της (υιοθέτησε το 1993 ένα κορίτσι και γέννησε το 1994 ένα αγόρι - από το γάμο της με το δικηγόρο και παραγωγό ταινιών David E. Kelley) ενέτεινε την επιθυμία της να αφοσιωθεί "σε ανθρώπους και όχι σε καριέρες"! 'Έτσι, έγινε εξαιρετικά επιλεκτική με τις δουλειές και κλείστηκε στο σπίτι για να μεγαλώσει τα παιδιά της, απορρίπτοντας προτάσεις για ρόλους στις παραγωγές, «Thelma And Louise», «Silence Of The Lambs», «Basic Instinct», «Evita» και ασχολήθηκε με την παράγωγη της ταινίας «Love Field».
Επομένη της ταινία ήταν το «Frankie And Johnny» (1991) με τον Al Pacino για την οποία και πάλι προτάθηκε για Golben Globe. Ακολούθησε η μεγάλη επιτυχία «Batman Returns» (1992) του Tim Burton όπου την περίμενε άλλη μια πρόταση για Oscar. Mε το «Love Field» (1992), στη συνέχεια, συνεργάστηκε με τον Martin Scorsese στο «The Age Of Innocence» (1993). Αλλες συνεργασίες που ακολούθησαν περιλαμβάνουν τα «Up Close And Personal» (1996) με τον Robert Redford, το «One Fine Day» (1996) με τον George Clooney, το «The Deep End Of The Ocean» (1999) με τη Whoopi Goldberg, το «The Story Of Us» (1999) με τον Bruce Willis, το «What Lies Beneath» (2000) με τον Harrison Ford και το «I Am Sam» (2002) με τον Sean Penn. Πέρασε και από το κινούμενο σχέδιο με το «Sinbad: Legend Of The Seven Seas» (2003), όπου δάνεισε τη φωνή της.
Ακολουθεί παύση τεσσάρων χρόνων για να επιστρέψει το 2007 με τις ταινίες «I Could Never Be Your Woman» της Amy Heckerling και «Hairspray» του Adam Shankman, την κινηματογραφική μεταφορά του γνωστού μιούζικαλ. Σχεδόν στρατευμένη στον αγώνα κατά του ρατσισμού, έπρεπε να υποδυθεί ένα ρόλο κόντρα στα πιστεύω της: "Χρειάστηκε να μιλήσω στα παιδιά μου για την απόφαση αυτή", δήλωσε στην εφημερίδα Chicago Suntimes, "για να καταλάβουν ότι το μήνυμα της ταινίας είναι αντιρατσιστικό".
Επιπλέον, η συμμετοχή της στο φετινό «Stardust» του Matthew Vaughn απαιτούσε πέντε ώρες καθημερινή προετοιμασία για τη μεταμόρφωσή της σε γριά μάγισσα, μια διαδικασία που υπέμεινε αγόγγυστα με τη χαρά κάποιου που επιστρέφει στα παλιά λημέρια μετά από καιρό. Η κυρία Pfeiffer έχει ακόμη πολλά να πει. Κι όπως σημειώνουν οι αμερικανοί κριτικοί: "Της χρωστάμε και ένα Oscar!"