Ο Tom Hanks γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου του 1956, στο Concord της California. Είναι άμεσος απόγονος της Nancy Hanks, μητέρας του Αβραάμ Λίνκολν. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν μικρός και έτσι ο Tom μαζί με τις μεγαλύτερες αδερφές του έμειναν με τον πατέρα τους Amos, ο οποίος ήταν σεφ. Η δουλεία του πατέρα, τους ανάγκασε να ακολουθήσουν μια «νομαδική» ζωή, όπου τα παιδία πήγαιναν από πόλη σε πόλη και από σχολείο σε σχολείο και έτσι ποτέ δεν μπόρεσαν να κάνουν φιλίες. Αυτή η κατάσταση έκανε τον Ton Hanks πολύ ντροπαλό. Τελικά το 1966 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Oakland, αφού εκεί ο πατέρας τους ξαναπαντρεύτηκε. Εκεί o Tom παρακολούθησε Γυμνάσιο και Λύκειο και ασχολήθηκε πολύ έντονα με τον αθλητισμό και κυρίως με το ποδόσφαιο.
Από τα σχολικά του χρόνια ξεκίνησε να ενδιαφέρεται για την ηθοποιία. Ενθουσιασμένος από μια σχολική παραγωγή του Δράκουλα πήρε μέρος στο Thespian Club. Αρχικά ήταν διευθυντής σκηνής στο My Fair Lady ενώ μετά κέρδισε ρόλους στο Night of the Iguana, Twelfth Night και South Pacific η τελευταία από τις οποίες τον έκανε να κερδίσει ως καλύτερος ηθοποιός το βραβείο Skyline's Best Actor το 1974. Το καλοκαίρι του 1977 κάνει την πρώτη του επαγγελματική δουλειά κερδίζοντας 210 δολάρια την εβδομάδα. Παντρεμένος πια το 1979 ζει στη Νέα Υόρκη και παίρνει μέρος στο Όνειρο Θερινής Νυκτός. Τότε οι κριτικοί θα τον χαρακτηρίσουν σαν ένα από τους καλύτερους ερμηνευτές του ρόλου, επειδή ήταν σοβαρός και αστείος την ίδια στιγμή.
Η πρώτη μεγάλη κινηματογραφική του επιτυχία έρχεται το 1987 με το «Big» όπου στο ρόλο του Josh Baskin, ενός παιδιού που παγιδεύεται στο σώμα ενός άντρα εργαζόμενου σε μια εταιρία παιχνιδιών. Τότε ο Tom Hanks προτείνεται πρώτη φορά για βραβείο. Παρότι η καριέρα του να ανέβαινει συνεχώς, όμως ο γάμος του άρχισε να καταρρέει. Η προσωπική του ζωή άρχισε και πάλι να μπαίνει σε μια σειρά, όταν γνωρίζει την Ελληνοαμερικανίδα Rita Wilson την οποία και παντρεύεται το 1989. Μαζί απέκτησαν δυο γιους. Από την προηγούμενη κακή εμπειρία του, όπου η εργασιομανία του διέλυσε τον γάμο του, ο Tom αποφάσισε να σταματήσει για λίγο την καριέρα του για να αφοσιωθεί στην οικογένεια του.
Έτσι μετά το «Bonfire Of The Vanities» δίπλα στη Meg Ryan το 1990, επανέρχεται όταν κρίνει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή στην ταινία «League Of Their Own» το 1992 δίπλα στις Geena Davis και Madonna. Αυτή είναι μόνο η αρχή της πορείας προς την κορυφή. Το 1993 συνεργάζεται ξανά με την Meg Ryan, έχοντας το ρόλο του ευγενικού χήρου που αναζητά αντικαταστάτρια της χαμένης συντρόφου του. Πρόκειται φυσικά για το «Sleepless In Seattle» (1993).
Την ίδια χρονιά θα ακολουθήσει το περίφημο «Philadelphia», όπου υποδύεται ένα δικηγόρο που πάσχει από AIDS. Η συγκλονιστική του ερμηνεία θα του τη δεύτερη υποψηφιότητα και το πρώτο του Oscar ΑΑ Ανδρικού ρόλου. Ένα χρόνο αργότερα πετυχαίνει ένα αξιοσημείωτο σερί. Για την ερμηνεία του στο «Forrest Gump», στο ρόλο ενός «αλλιώτικου σοφού» κερδίζει ένα ακόμα Oscar ΑΑ Ανδρικού ρόλου. Την ίδια χρονιά δανείζει τη φωνή του στον Sheriff Woody του «Toy Story».
Μετά τα δύο συνεχόμενα βραβεία Oscar, είναι πλέον ένα καυτό όνομα στο χώρο του Hollywood και οι επιτυχίες έρχονται η μία μετά την άλλη. Το 1995 πρωταγωνιστεί στο «Apollo 13» το οποίο έκανε εισπράξεις 500 εκ. δολαρίων, φέρνοντας μια τρίτη συνεχόμενη υποψηφιότητα για Oscar, χωρίς τελικά να τα καταφέρει. Την ίδια περίοδο έκανε και το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με την κομεντί «That Thing you Do» με πρωταγωνιστές τους Liv Tyler και Tom Everett Scott.
Πέντε χρόνια μετά το «Sleepless in Seattle» ξανασυναντά τη Meg Ryan στο «YouΑve Got Mail» ενώ την ίδια χρονιά αναζητά τον στρατιώτη Ryan στο «Saving Private Ryan». Η ερμηνεία του φέρνει μια ακόμα υποψηφιότητα για Oscar και κυρίως τα κολακευτικά λόγια των κριτικών για το δίδυμο Hanks-Spielberg. Το 1999 δανείζει και πάλι τη φωνή του στο «Toy Story 2», ενώ η ερμηνεία του στο «The Green Mile» συγκίνησε.
Η πέμπτη υποψηφιότητα για Oscar ήρθε για το ρόλο του ναυαγού το 2000 στο «Cast Away», υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Robert Zemeckis. Και αυτή τη φορά όμως δεν κατάφερε να κερδίσει το τρίτο του αγαλματάκι. Ακολούθησαν δυο μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες το 2002: το σκοτεινό «Road To Perdition» του Sam Mendes με τον Hanks για πρώτη φορά σε ρόλο κακού. Την ίδια χρονιά συνεργάζεται ξανά με τον Spielberg στο ανάλαφρο «Catch Me If You Can». Το δίδυμο Hanks-Spielberg επέστρεψε και το 2004, με τον Hanks στο ρόλο ενός καθημερινού ανθρώπου που εγκλωβίζεται σε ένα αεροδρόμιο στο «The Terminal». Το 2004 συνεργάζεται για πρώτη φορά και με το δίδυμο των Joel και Ethan Coen στο remake της κωμωδίας «The Ladykillers».
Ο Tom Hanks έχει πλέον καταξιωθεί στο Hollywood, ενώ είναι ίσως ο πιο αρεστός star της γενιάς του. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που τον συγκρίνουν με τους James Stewart και Gary Cooper. Μπορεί να παίξει με την ίδια ευκολία έναν τριανταπεντάχρονο παιδί, ένα «χαζό» από την Alabama, ένα βουβό στρατιώτη, ένα επαγγελματία δολοφόνο και ένα δικηγόρο που υποφέρει από AIDS. Αυτός είναι ο Ton Hanks.