Γράφει: Αμαλία Κουλακιώτη | 08.11.2012 Στο Κονγκό άπειρα παιδιά αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, διωγμένα από τους γονείς τους, με την κατηγορία της μαγείας. Τα περισσότερα γίνονται "σέκε", δηλαδή άστεγα αλητάκια, που τριγυρίζουν στους δρόμους της πρωτεύουσας του Κονγκό, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την καθημερινή επιβίωσή τους.
Ο αριθμός των μικρών παιδιών της Κινσάσα που ζουν με αυτόν τον τρόπο είναι συγκλονιστικός, καθώς αγγίζει τα 30.000. Όμως ακόμα και στα πλαίσια της άθλιας αυτής ζωής, μέσα στη φτώχεια και την πείνα, τα παιδιά αυτά, με τη βοήθεια της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης και με παρηγοριά τους τη μουσική, καταφέρνουν να είναι ευτυχισμένα, να διατηρούν τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο μέλλον. Τουλάχιστον αυτό θέλει να δείξει ο Marc-Henri Wajnberg, στο ντοκιμαντέρ του, το οποίο υπερβαίνει τη στενή έννοια του όρου, αγγίζοντας τη μυθοπλασία.
Γενικά η ταινία του Wajnberg παρουσιάζεται υπερβολικά αισιόδοξη και ελπιδοφόρα. Κάτι που όμως μοιάζει τελείως αντιφατικό με την απεικόνιση των συνθηκών στις οποίες ζουν τα παιδιά της Κινσάσα. Ο θεατής βασικά απορεί πως γίνεται να μοιάζουν χαρούμενοι οι μικροί πρωταγωνιστές του φιλμ, ανέμελοι, να κάνουν σχέδια για την ίδρυση ενός μουσικού γκρουπ, να προγραμματίζουν συναυλίες, ενώ το ευχάριστο τέλος μοιάζει λίγο ψυχαναγκαστικό. Καθώς το περιβάλλον είναι άγνωστο για το μέσο θεατή, η εξερεύνηση που επιχειρεί ο σκηνοθέτης είναι κάπως μονόπλευρη. Ακόμα και όταν έρχεται αντιμέτωπος με όλο αυτό το χάος που υπάρχει ολόγυρά του, το κάνει επιφανειακά.
Παρ' όλα αυτά, τα "Παιδιά της Κινσάσα" αιχμαλωτίζουν το θεατή με τις γρήγορες διαδρομές τους στους διαλυμένους δρόμους της πόλης, με τους υπέροχους ήχους και μουσικές αλλά και με την απλή παρουσία των ίδιων των μικρών πρωταγωνιστών της. |