Λουκιανός Κοροβέσης | 9.1.2012
Ο Jack είναι ο μεγαλύτερος γιος του Mr. O' Brien (Brad Pitt) και της γυναίκας του (Jessica Chastain), παλεύει να ηγηθεί των μικρότερων αδερφών του και να κερδίσει την συμπάθεια του πατέρα του, καθώς εκείνος προσβλέπει στον μικρότερο γιο για να καταφέρει όλα όσο ο ίδιος απαρνήθηκε για να κάνει οικογένεια. Την ίδια στιγμή, η μητέρα του τον τροφοδοτεί με άδολη και συνεχή αγάπη, τόσο για την οικογένειά του, όσο και για την ίδια την χαρά της ζωής, ενόσω ο πατέρας του προσπαθεί να τον διδάξει πως "οι καλοί περνιούνται για κοροΐδα" και πως πρέπει να είσαι σκληρός για να επιβιώσεις, πως αλλιώς, με τον δύσκολο τρόπο. Ο μικρός, ενώ συνθλίβεται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους με διαφορετική προσέγγιση στην ζωή, θα διαμορφώσει με την πάροδο των ετών την δική του προσωπικότητα και κοσμοθεωρία, βλέποντας όμως παράλληλα την αθωότητα να ξεθωριάζει, μαζί με τα φύλλα του δέντρου. Κάποια χρόνια μετά, ενήλικας πλέον (ο Sean Penn εμφανίζεται ελάχιστα στην ταινία και... μέγιστα στους τίτλους) , γυρίζει με την μνήμη του πίσω και αναπολεί τις καλές και τις λιγότερο καλές στιγμές στην πατρική εστία, τότε που το περιβάλλον ήταν προστατευμένο και τα πάντα είχαν μονοσήμαντη σημασία, αυτή που επέβαλλε ο πατέρας του και αποδεχόταν πειθήνια η μητέρα του.
Ο κύκλος και τα διδάγματα της ζωής, μέσα από τα μάτια του μεγαλύτερου εκ των τριών γιών μιας μεσοαστικής οικογένειας, στην Αμερική του '50. Η παραπάνω φράση συνοψίζει χωρίς να χωράει όλα αυτά που προσπάθησε να στριμώξει ο 'φοινικούχος' πλέον Terrence Malick σε 138 λεπτά ταινίας, καθώς οι αναφορές του είναι τόσες, όσες σχεδόν και τα φύλλα του δέντρου του, το οποίο ξεκινά πυκνόφυλλο και αειθαλές, για να φυλλορροήσει τα μηνύματά του στην εξέλιξη της ταινίας.
Μεγαλεπήβολο το σχέδιο του Malick ο οποίος μέσα από μια οικογένεια γεμάτη αγάπη, προωθεί το μήνυμα της χριστιανικής συμπαντικής ομορφιάς, που απαντάται παντού και ανήκει σε ένα όλον: στην αρχή και προς το τέλος του έργου, παρεμβάλει εξαίσιες εικόνες χλωρίδας και πανίδας, εικαστικής τελειότητας και υψηλής συναισθηματικής φόρτισης, πατώντας μάλλον πάνω στον χαρακτηρισμό 'νέος Kubrick' που του έχει αποδοθεί και φέρνοντας μας στο μυαλό συνειρμικά τις αντίστοιχες διαστημικές εικόνες της 'Οδύσσειας', καθώς όλα του τα πλάνα είναι στημένα και εκτελεσμένα με μια αίσθηση υψηλής ευθύνης απέναντι στον θεατή - ακόμα και οι πιο απλές σκηνές μοιάζουν μελετημένες και καδραρισμένες μετά από σκέψη και προσοχή, και αυτό το πιστώνεται ο Malick, ως ένας εραστής του κάδρου και της αισθητικής.
Στα συν της ταινίας λειτουργούν τόσο ο εξαιρετικός tough loving πατέρας του Pitt, ο οποίος αποδίδεται από τον ηθοποιό με μια ρωγματική πυγμή που πείθει καθώς τσαλακώνεται, όσο και η παγερή ομορφιά της Jessica Chastain, που αναπαράγει το πρότυπο της καθυποταγμένης μάνας/πηγής της ζωής και της αγάπης με ένα τρόπο συγκλονιστικό. Παρόλο όμως το βάθος των χαρακτήρων, και ενώ στο σύμπαν του Inarritu οι ίδιοι χαρακτήρες θα πονούσαν βουβά, στο δέντρο της ζωής υπάρχει πάντοτε ένα voice over/navigator που επεξηγεί σε κάθε στιγμή το υπεριώδες της συναισθηματικής κατάστασης των χαρακτήρων, προσδίδοντας μεν δραματικότητα, αλλά αφήνοντας ελάχιστο χώρο για προσωπική ανάγνωση. Το πρόβλημα της ταινίας του όμως παρόλα αυτά, είναι ότι η ροή της είναι τόσο συνεκτική, όσο και αυτή μιας διασταύρωσης με χαλασμένα φανάρια: φρενάρει απότομα, όταν πρέπει να τρέξει, μας κόβει σκηνές, παρεμβάλει τις ντοκυμαντερίστικες εικόνες της φύσης σε σημεία που καταστρέφει τον ειρμό του και γενικά μοιάζει να έχει μεθυσμένο μοντέρ.
Όσο avant garde και να θέλει να είναι το δέντρο της ζωής, θα μπορούσε να περιέχει λιγότερα χρώματα, φυτά και δεινόσαυρους (!) και μεγαλύτερη συνοχή στην ροή του, κάνοντας το δέντρο υπερβολικό σε διάρκεια και κουραστικό σε αφήγηση. Το δέντρο είναι λογικό να διχάζει κοινό και κριτικούς, καθώς ενώ ο καθένας θα μπορέσει ενδεχόμενα να κάνει αναγωγές στη δική του προσωπική ιστορία και κοσμοθεωρία (ιδιαίτερα οι πιο θρήσκοι), ενώ παράλληλα η θρησκευτική προσέγγιση του σύμπαντος έρχεται και συνθλίβει την βασική ιστορία, κάνοντας την ταινία διπολική και άνιση. Με 40 λεπτά λιγότερα θα μιλούσαμε για αριστούργημα, τώρα μιλάμε για μια μακριά, δύσκολη και βαθειά ταινία, η οποία δημιουργήθηκε για να διχάσει και ίσως (και πάντα κατά την γνώμη μου) υπερεκτιμήθηκε στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών.