
Ο Sam Flynn, ένας 27χρονος επαναστάτης, αναζητά εξηγήσεις για τη μυστηριώδη εξαφάνιση του πατέρα του Kevin Flynn, του άνδρα που είχε χαρακτηριστεί ως ο κορυφαίος δημιουργός ψηφιακών παιχνιδιών, στον κόσμο. Όταν ο Sam ερευνά ένα περίεργο σήμα που λαμβάνει από το παλιό εργαστήριο του πατέρα του, ένα σήμα που μόνο εκείνος θα μπορούσε να έχει στείλει, μεταφέρεται σε έναν ψηφιακό κόσμο που σχεδίασε ο Kevin, ο οποίος βρίσκεται εκεί παγιδευμένος εδώ και είκοσι χρόνια. Με τη βοήθεια της ατρόμητης Cora, πατέρας και γιος ξεκινούν ένα ταξίδι ζωής και θανάτου, μέσα σε ένα εκπληκτικό ψηφιακό σύμπαν.
Είθισται το sequel να ακολουθεί μια ταινία που τα έφερε χοντρά στα ταμεία. Η εύλογη απορία λοιπόν είναι πώς εκεί στη Disney αποφάσισαν να κάνουν sequel σε μία από τις πλέον παταγώδεις εισπρακτικές αποτυχίες της δεκαετίας του '80 και μάλιστα 28 χρόνια μετά. Το «Tron» με την πάροδο του χρόνου απέκτησε cult φήμη θα μας πείτε. Ακόμα κι αυτή όμως δεν δικαιολογεί το κολοσσιαίο κόστος παραγωγής (που οι φήμες θέλουν να ανέρχεται στο ποσό των 300 εκατομμυρίων δολαρίων).
Η γνώμη μας είναι πως πρόκειται για ζήτημα timing. Το πρώτο «Tron» περιείχε μεν πρωτοποριακά εφέ για την εποχή του, ωστόσο η video game κουλτούρα δεν ήταν τόσο διαδεδομένη, όσο στη σημερινή εποχή, ενώ η ιδέα ενός απέραντου τρισδιάστατου ψηφιακού σύμπαντος, φάνταζε ξένη στα μάτια ανθρώπων εθισμένων στο δισδιάστατο, στατικό κόσμο του Pacman και του Space Invaders.
Με τα video games να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης κουλτούρας, το timing πλέον είναι κατάλληλο. Επιπροσθέτως η δημιουργική ομάδα του «Tron Legacy» έχει την τεχνολογία με το μέρος της. Το πρώτο «Tron» συμπίπτει με τα νεογιλά βήματα του CGI στον κινηματογράφο. Ο Lisberger (ο δημιουργός του «Tron») ουσιαστικά πειραματιζόταν, δοκίμαζε ένα νέο εργαλείο, χωρίς να έχει το manual μπροστά του - γιατί απλά δεν είχε ακόμα συνταχτεί- . Ο Joseph Kosinski και η παρέα του από την άλλη βρίσκονται στην ευχάριστη θέση να απολαμβάνουν τους καρπούς που έσπειρε ο Lisberger. Και πλάθουν έναν κόσμο εκθαμβωτικό, ένα σύμπαν παρμένο από το πιο εθιστικό βιντεοπαιχνίδι, την αυλή των θαυμάτων για τον gamer κάθε ηλικίας.
Στο πρώτο «Tron» είχαμε μια σειρά από μονομαχίες , τις οποίες οι users καλούνταν να κερδίσουν, αν ήθελαν να βγουν ζωντανοί. Τελείωνε η μία πίστα και προχωρούσαν στην επόμενη. Στο «Tron: Legacy» τα στοιχήματα ανεβαίνουν. Από το arcade λογικής σύμπαν, έχουμε περάσει σε ένα πολυσύνθετο, που έχει αναπτυχθεί παράλληλα με το ανθρώπινο στα χρόνια που ο πατέρας του Sam απουσίαζε. Οι ήρωες μας πλέον δεν μάχονται για το τομάρι τους, αλλά για να ανατρέψουν τα σχέδια ενός ψηφιακού ήρωα που έχει επιβάλλει απολυταρχικό καθεστώς, να επεκταθεί στο ανθρώπινο σύμπαν. Παράλληλα πρέπει να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσά τους, απόρροια της μακρόχρονης κι αναίτιας στα μάτια του Sam απουσίας του πατέρα του. Κάπου βέβαια μεταξύ σχέσης πατέρα - γιου, δημιουργού - δημιουργήματος και χριστιανικής σημειολογίας χάνεται η μπάλα. Για να είμαστε ειλικρινείς, η πλοκή είναι ελαφρώς σημειακή, λειτουργεί περισσότερο ως αφορμή για τις σκηνές δράσεις, ενώ κι ο Kosinsky δείχνει να μεριμνά πρωτίστως για την κατασκευή και δευτερευόντως για την δραματουργία.
Δηλαδή το «Tron: Legacy» είναι μια σειρά από όμορφες εικόνες, κενές συναισθημάτων; Όχι! Η συναισθηματική εμπλοκή επιτυγχάνεται με την αρωγή ενός συντελεστή παραγνωρισμένου κι όμως σε αρκετές περιπτώσεις τόσο σημαντικού: του μουσικοσυνθέτη! Την μουσική επένδυση του «Tron: Legacy» ανέλαβαν οι Daft Punk, το γνωστό γαλλικό δίδυμο της ηλεκτρονικής μουσικής σκηνής. Το score που σκάρωσαν , κάτι ανάμεσα σε Βαγγέλη Παπαθανασίου, Hans Zimmer και Jean Michel Jarre, ανάγεται σε πρωταγωνιστή του φιλμ, επιβάλλει τον ρυθμό και υποβάλλει τον θεατή. Όταν δε η εικόνα παντρεύεται αρμονικά με τον ήχο, όπως στην κούρσα με τα lightcycles και στο μεγαλοπρεπές φινάλε, το αποτέλεσμα προκαλεί ονείρωξη για τους φαν του επικού σινεμά.
Το «Tron: Legacy» είναι ένα spectacle και ως τέτοιο πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Το design είναι πρώτης ποιότητας, οι σκηνές δράσης άψογα ενορχηστρωμένες και η αίσθηση του μεγαλειώδους διαπνέει σχεδόν κάθε καρέ από τη στιγμή που ο Sam Flynn εισέρχεται στον κόσμο του παιχνιδιού. Ως εκ τούτου το φιλμ εκπληρώνει τον στόχο του. Δεν προκαλεί κινηματογραφική επανάσταση βέβαια κι αυτό ενδεχομένως να απογοητεύσει όσους είχαν ανεβάσει τον πήχυ ψηλά, αλλά είναι σε κάθε περίπτωση ένα αξιόλογο δείγμα 'escapist cinema.' Και διαθέτει και 3D που αξίζει την πρόσθετη τιμή του εισιτηρίου - το σωστό να λέγεται!
Γιάννης Βασιλείου