Control
Control
Παραγωγή: 2007 | Διάρκεια 121'
Σκηνοθεσία: Anton Corbijn
Πρωταγωνιστούν: Sam Riley, Samantha Morton, Craig Parkinson, Joe Anderson, Nigel Harris
Απ' το Macclesfield της Αγγλίας εν έτει 1974 ως την αυτοχειρία του ηγέτη τους Ian Curtis (Sam Riley) το Μάιο του '80, παρακολουθούμε τη σύντομη αλλά όχι λησμονημένη ιστορία των Joy Division. Με επίκεντρο το τραγικό κεντρικό πρόσωπο και φωνή του group, τις επιληπτικές του κρίσεις, το γάμο με τη Deborah Curtis (Samantha Morton) σε ηλικία μόλις 21 ετών και τη γέννηση της κόρης τους, τον έρωτά του με την Annik Honore (Alexandra Maria Lara), γινόμαστε μάρτυρες όλων των λόγων που συνέβαλαν ώστε ένα συγκρότημα με μόλις δύο albums στο ενεργητικό του να βάλει το δικό του ξεχωριστό λιθαράκι στην ιστορία της rock και δη της ανυπέρβλητης βρετανικής σκηνής.
Μ' ένα γεμάτο βιογραφικό στον τομέα των video-clips και έχοντας συνεργαστεί με συγκροτήματα του βεληνεκούς των Depeche Mode, Metallica και Nirvana, ο Ολλανδός Anton Corbijn αποφάσισε να σκηνοθετήσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία με θέμα τη - χρονικά καθορισμένη από την πορεία των Joy Division - βιογραφία του Ian Curtis, ενός προικισμένου μα και φρικαρισμένου παιδιού που σε ηλικία 23 ετών προέβη στο απονενοημένο διάβημα. Είναι γνωστό πως η rock μουσική έχει έναν απόκοσμο τρόπο να φιλοξενεί στο πάνθεον τα παιδιά της, διατηρώντας έναν μαύρο κατάλογο από θανάτους που εξασφαλίζουν σε ούτως ή άλλως σπουδαίους αρτίστες και μπάντες μία τεθλιμμένη, θα λέγαμε, αθανασία.
Βασισμένο στην αυτοβιογραφία της γυναίκας του, το «Control» χαρακτηρίζεται έντονα από την επικεντρωμένη ματιά στην πορεία της σύντομης διάρκειας μουσική ωρίμανση του Curtis, στο διαταραγμένο ψυχισμό του αλλά και τις προσωπικές επιλογές της ζωής τους. Παρά την όποια πικρία που υποδόρια βγαίνει για τη σχέση του με την Annik, η αυτομεμψία της κ.Curtis είναι εμφανής, κάτι που αποδίδεται κι από το παίξιμο της Samantha Morton. Περισσότερο όμως έχουμε να κάνουμε με μία ταινία για τον Curtis των Joy Division παρά για το ίδιο το group. Είναι δε ανατριχιαστική η ομοιότητα του Riley με τον αληθινό ηγέτη των J.D. χωρίς αυτό να συνεπάγεται πως επαφίεται σε αυτή την ευτυχή συγκυρία, ερμηνεύοντας με ψυχεδελικό πάθος και νεύρο κι έχοντας δουλέψει πολύ στον τομέα της κινησιολογίας του χαρακτήρα του.
Η λαμπερά ασπρόμαυρη φωτογραφία αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά του βρετανικού πλαισίου στο οποίο μεγαλούργησαν τόσα και τόσα θρυλικά συγκροτήματα, ενώ πριμοδοτείται με τον τρόπο αυτό κι ο υπερθεματισμός της φήμης των Joy Division και του αρχηγού τους προσδίδοντας έναν τόνο αθανασίας και κλασικότητας. Σε αρκετά σημεία όμως ο Corbijn δανείζεται εξπρεσιονιστικά στοιχεία, παίζοντας με τις σκιές και τις έντονες φωτοσκιάσεις. Επιχειρείται επίσης μία διασύνδεση της μουσικής των J.D. με σπουδαίους καλλιτέχνες και σχήματα τις εποχής των οποίων επιτυχίες ακούγονται εδώ, όπως του David Bowie, του Iggy Pop, των Sex Pistols και των New Order. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο της φιλοσοφίας του Curtis σχετικά με το «Control» είναι η αποφυγή τεχνικών σε εφέ και μοντάζ που θα απέδιδαν οπτικά και πεζά τον διαταραγμένο ψυχικό κόσμο του ήρωα. Προτιμά δηλαδή την κάμερά του να τη στρέψει στον Curtis ακολουθώντας τον από απόσταση αναπνοής παρά να εισβάλει βέβηλα κι αυθαίρετα μέσα του επινοώντας απαντήσεις για το τραγικό του τέλος, μία επιλογή που την βρίσκω ιδιαιτέρως ώριμη και που δείχνει πως ο Corbijn θαυμάζει αγνά τον ήρωά του τόσο που να μην μπει καν σε διαδικασία διαπραγμάτευσης του απόρρητου της ψυχής του. Παρόλα αυτά, μία ταινία βιογραφική ταινία εμπεριέχει έντονα και το στοιχείο της υποκειμενικότητας τόσο του δημιουργού όσο και του θεατή. Η αποδοχή της επομένως εν πολλοίς έχει να κάνει με την εικόνα που έχει προσχηματιστεί πολύ πριν τη θέαση. Πέραν όμως των όποιων ενστάσεων, το «Control» πείθει, ξεσηκώνει και συγκινεί με την ανθρωπιστική του πτυχή που τοποθετεί το προσωπικό ανείπωτο δράμα του μοναχικού καβαλάρη Curtis πάνω από την καριέρα και την υστεροφημία.
Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 18-10-2007 | Διανομή: Seven Films | Επίσημο Site
Σας Προτείνουμε Ακόμη
Το Πρόγραμμα των Προβολών