Tar

Tar

Δραματική  |  Παραγωγή: 2022  |  Διάρκεια 158'

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Σκηνοθεσία: Todd Field

Πρωταγωνιστούν: Cate Blanchett, No?mie Merlant Noemie Merlant, Nina Hoss, Sophie Kauer, Mark Strong

Κείμενο: Βαγγέλης Βίτσικας

Έχοντας επιτύχει μια αξιοζήλευτη καριέρα που λίγοι θα μπορούσαν έστω να ονειρευτούν, η διεθνούς φήμης συνθέτρια και διευθύντρια ορχήστρας Lydia Tar (Cate Blanchett), η πρώτη γυναίκα διευθύντρια της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, βρίσκεται στην κορυφή της τέχνης της. Ως διευθύντρια ορχήστρας, η Lydia είναι αυταρχική. Ως συνθέτρια, είναι πρωτοπόρος σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, αυτόν της κλασικής μουσικής. Επιπλέον, η Lydia ετοιμάζεται για την έκδοση των απομνημονευμάτων της, ενώ προσπαθεί να ισορροπήσει προσωπική κι επαγγελματική ζωή. Είναι επίσης πρόθυμη να αναλάβει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της καριέρας της: μια ζωντανή ηχογράφηση της Συμφωνίας υπ' αριθμόν 5 του Gustav Mahler. Ωστόσο, μια κατηγορία για αυταρχική συμπεριφορά από πρώην μέλος της ορχήστρας της θα πυροδοτήσει εξελίξεις που ούτε η ίδια δε θα ξέρει πώς να διαχειριστεί.

Το «Tar» είναι από εκείνες τις σπάνιες ταινίες που αποπνέουν από κάθε πλάνο τους την αίσθηση πως ο δημιουργός τους ξέρει ακριβώς τι θέλει να πει. Κάθε κάδρο, κάθε σκηνή υποτάσσονται στο όραμα του σκηνοθέτη, ο οποίος δημιουργεί τον φιλμικό κόσμο μπροστά στα μάτια μας, επιδεικνύοντας τις ικανότητές του μέσα από κάθε εικόνα του έργου του. Μπορεί το «Tar» να διαρκεί 158 λεπτά, όμως έχει να επιδείξει μια αξιοθαύμαστη νοηματική καθαρότητα και μια εντυπωσιακή τονική ισορροπία που ελάχιστες ταινίες τέτοιας διάρκειας κατορθώνουν να επιτύχουν. Χωρίς να είναι απαραίτητα αριστούργημα, είναι μια ταινία τολμηρή, θεματολογικά αλλά και στιλιστικά, έτσι όπως εξαπολύει μια βραδυφλεγή επίθεση στην "κουλτούρα της ακύρωσης" σε μια εποχή που το mainstream αμερικανικό σινεμά έχει ξεχάσει την έννοια του αργού ρυθμού και έχει υποταχθεί πλήρως στην εν λόγω κουλτούρα.

Τι είναι, όμως, ακριβώς το «Tar»; Αρχικά, είναι το πορτραίτο μιας γυναίκας που έχει καταφέρει να διακριθεί ως η κορυφαία στον τομέα της, έχει τον απόλυτο έλεγχο της ζωής και της καριέρας της, ένα γεγονός όμως θα έρθει να ταράξει τα νερά και να φέρει τα πάνω - κάτω. Είναι πολύ ωραίο το εύρημα η κεντρική ηρωίδα του φιλμ να είναι διευθύντρια ορχήστρας, ένας άνθρωπος δηλαδή που έχει μάθει να ελέγχει τα πάντα, μέχρι που αυτό το μικρό κι ασήμαντο, φαινομενικά, γεγονός θα την προσγειώσει απότομα σε μια πραγματικότητα πέρα από τον έλεγχό της. Είναι, επίσης, σπουδαία η επιλογή του σεναριογράφου - σκηνοθέτη να μην ξεκαθαρίσει κατά πόσον η κατηγορία εις βάρος της Tar ευσταθεί.

Δεύτερον, είναι η επιστροφή ενός σημαντικού δημιουργού, του Todd Field, μετά από 16 ολόκληρα χρόνια, στην ενεργό δράση. Τον Field τον γνωρίσαμε αρχικά το 1999 ως ηθοποιό, μέσα από τη σχετικά μικρή (αλλά κομβικής σημασίας) συμμετοχή του στο «Eyes Wide Shut», το κύκνειο άσμα του Stanley Kubrick. Στην αμέσως επόμενη δεκαετία, πέρασε πίσω από την κάμερα για να υπογράψει δύο ωραιότατα φιλμ, πρώτα το «In the Bedroom» (2001) κι ύστερα το «Little Children» (2006). Έκτοτε, δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει καμία ταινία, παρά το γεγονός ότι το όνομά του ενεπλάκη σε αρκετά project που στη συνέχεια ματαιώθηκαν, και τώρα επιστρέφει με αυτό που πιθανότατα θα θεωρηθεί στα επόμενα χρόνια το magnum opus του, ένα φιλμ εντυπωσιακού σκηνοθετικού ελέγχου, το οποίο φανερώνει δημιουργό που έχει αφομοιώσει πλήρως τη γλώσσα και τα εκφραστικά εργαλεία της τέχνης του.

Έχει πολλά σημεία άξια θαυμασμού το «Tar», μακράν όμως η πιο γενναία στιγμή του είναι ένας μονόλογος της Blanchett με θέμα την κουλτούρα της ακύρωσης. Γενναία τόσο θεματικά, μιας και αποτελεί γροθιά στο στομάχι του σύγχρονου Hollywood (και όχι μόνο, βέβαια), όσο και φορμαλιστικά: σε μια εποχή που μια διαλογική σκηνή (ή ένας μονόλογος) είθισται να κινηματογραφείται μέσα από μια σειρά κοντινών πλάνων και πλάνων αντίδρασης των ακροατών τα οποία μοντάρονται διαδοχικά, ο Field επιλέγει να φιλμάρει την κρίσιμη αυτή σκηνή σε ένα ακίνητο γενικό πλάνο. Είναι λυπηρό, αλλά φτάσαμε στο σημείο ο καλύτερος τρόπος να γυρίσεις μια σκηνή να ισοδυναμεί με κινηματογραφικό αντάρτικο.

Φυσικά, θα μιλούσαμε για άλλη ταινία δίχως αυτό το επιτελείο ηθοποιών. Προφανές φαβορί για Όσκαρ, η Cate Blanchett δίνει μια από τις καλύτερές της ερμηνείες στο ρόλο της Lydia Tar. Κάθε έκφρασή της, κάθε χειρονομία, η στάση του σώματός της σε κάθε δευτερόλεπτο που βρίσκεται στο κάδρο είναι κομμάτι μιας ευρύτερης αφοσίωσης σε ένα ρόλο στον οποίο εμφανώς η Blanchett πιστεύει ολόψυχα. Αλλά και το υποστηρικτικό cast είναι θαυμάσιο: η Noemie Merlant, την οποία γνωρίσαμε από το αριστουργηματικό «Portrait of a Lady on Fire» (2019) της Celine Sciamma, υποδύεται εδώ τη γραμματέα - βοηθό της ηρωίδας, ενώ η Nina Hoss, αυτή η τόσο αξιόλογη Γερμανίδα ηθοποίος με καριέρα τόσο στην πατρίδα της όσο και σε αγγλόφωνες παραγωγές, ενσαρκώνει τη σύντροφο της Lydia.

Μπορείς να ψέξεις, ενδεχομένως, το «Tar» για την αυταρέσκεια που διακρίνει την κάθε του στιγμή. Είναι, όμως, μια αυταρέσκεια κατακτημένη και απολύτως δικαιολογημένη. Το τρίτο φιλμ του Todd Feild είναι μια από τις πιο πρωτότυπες και θαρραλέες δημιουργίες που έχουν ξεπηδήσει από το αμερικανικό σινεμά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Εάν όλες οι ταινίες του Hollywood ακολουθούσαν το παράδειγμά του, αφηγηματικά και στιλιστικά, το μέλλον του κινηματογράφου θα ήμαστε πολύ αισιόδοξοι για το μέλλον του κινηματογράφου.

Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 09-02-2023  |  Διανομή: Tulip  |  Επίσημο Site

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ:

Σας Προτείνουμε Ακόμη

Το Πρόγραμμα των Προβολών

Αναζήτηση με τον Πρωτότυπο Τίτλο

Αναζήτηση με τον Ελληνικό Τίτλο

Αναζήτηση με την Περιοχή

Αναζήτηση με τον Κινηματογράφο


© 2000-2024 | Θανάσης Γεντίμης

Το σύνολο του περιεχομένου και των υπηρεσιών του CinemaNews.gr διατίθεται στους επισκέπτες αυστηρά για προσωπική χρήση.

Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή ή αποθήκευση με κάθε τρόπο και μέσον των περιεχομένων του CinemaNews.gr χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του δημιουργού του.