Mika Kaurismaki: Πριν το «Brasileirinho» είχα κάνει ένα ακόμη φιλμ με θέμα τη μουσική της Βραζιλίας. Λεγόταν Moro no Brazil. Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου για εκείνη την ταινία, ανακάλυψα πόσο σημαντικό ήταν το σόρο για την βραζιλιάνικη μουσική παράδοση. Θέλησα να το συμπεριλάβω στην πρώτη κιόλας ταινία, αμέσως όμως αντιλήφθηκα πως δεν θα λειτουργούσε έτσι. Το σόρο άξιζε να παρουσιαστεί μόνο του. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα βέβαια κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο στο μυαλό μου.
Η ιδέα ήρθε λίγο καιρό αργότερα, στη Λοζάννη. Πρέπει να ήταν το Μάρτιο του 2003, στην ελβετική πρεμιέρα του «Moro No Brasil». Αμέσως μετά την προβολή, στο Q&A, ένας θεατής (προφανώς, θαυμαστής του σόρο) με ρώτησε γιατί δεν είχα συμπεριλάβει το σόρο στην ταινία. Προσπάθησα να εξηγήσω πως η μουσική της Βραζιλίας έχει τέτοια ποικιλία, που είναι αδύνατον να την συμπεριλάβεις όλη σε ένα μόνο φιλμ. Εξήγησα πως προσωπικά λατρεύω το σόρο, ωστόσο το «Moro No Brasil» αφορούσε περισσότερο στη σάμπα. Εξάλλου, το σόρο άξιζε τη δική του ταινία. Ο κύριος εκείνος από το κοινό μου είπε πως θα αναλάμβανε την παραγωγή ενός τέτοιου φιλμ, αν ποτέ το έκανα. Κι αυτό ακριβώς συνέβη. Μολονότι δεν είχε ποτέ ξανά ασχοληθεί με την κινηματογραφική παραγωγή!
Mika Kaurismaki: Το συναρπαστικό με το σόρο είναι η ευελιξία του, ο τρόπος με τον οποίο αλλάζει και εξελίσσεται ανάλογα την ορχήστρα και τους μουσικούς. Προσαρμόζεται σε κάθε περίσταση. Μπορεί να ταιριάξει σε έναν μουσικό και σε μία μεγάλη μπάντα, σε ένα κονσέρτο ή σε μία μικρή πρόβα. Μπορείς να το ακούσεις, να το χορέψεις, είναι ένα πολύ κοινωνικό είδος μουσικής. Προσωπικά, λατρεύω το παιχνίδισμά του και με συναρπάζει η τεχνική ικανότητα των μουσικών του σόρο. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναπαράγεις αυτούς τους ρυθμούς και βέβαια πιο απολαυστικό απλά να τους ακούς!
Mika Kaurismaki: Πιστεύω πως όταν κανείς αποφασίζει να κάνει μία ταινία γύρω από τη μουσική, οφείλει να εστιάζει σε αυτή και να της παραχωρεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήθελα πολύ να παρουσιάσω το πώς παίζεται η μουσική σόρο. Περισσότερο από όσο με ενδιέφερε να το εξηγήσω. Δεν βρίσκω μεγάλες διαφορές ανάμεσα στην αφήγηση μίας ταινίας και στη μουσική, αφού πρόκειται για πολύ συγγενείς μορφές τέχνης, τόσο στο ρυθμό όσο και τη δημιουργία.
Mika Kaurismaki: Η συνύπαρξη μουσικής και εικόνας παύει να αποτελεί εμπόδιο, όταν βρεις τον τρόπο να τις φέρεις κοντά, να τις παντρέψεις με επιτυχία. Αυτό ήταν το σκηνοθετικό μου καθήκον. Και δεν ήταν πάντα τόσο εύκολο όσο ίσως φαίνεται. Υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να σχεδιάζει και να προβλέπει ένας σκηνοθέτης, όταν αποφασίζει να γυρίσει ένα μουσικό φιλμ. Διαφορετικά καταλήγεις απλά να κινηματογραφείς συναυλίες, κάτι που προσωπικά ήθελα να αποφύγω. Σαφέστατα, διάλεξα να συμπεριλάβω πολλή μουσική στο «Brashileirinho», ωστόσο η ταινία διατηρεί μία ευδιάκριτη αφηγηματική γραμμή και περνάει ένα εξίσου σαφές μήνυμα. Όλα έχουν ως αφετηρία τη roda de choro, τις πρόβες δηλαδή μεταξύ των μουσικών του σόρο. Βασίστηκα σε αυτή την ατμόσφαιρα, προκειμένου να αναδείξω μουσικούς και μελωδίες. Υπήρξαν αναμφίβολα πολλές σημαντικές αποφάσεις που χρειάστηκε να πάρω, όσον αφορά στο οπτικό στυλ του «Brashileirinho»: οι τοποθεσίες, ο φωτισμός, οι κινήσεις της κάμερας. Τίποτα δεν προέκυψε τυχαία, όλα μελετήθηκαν και επιλέχτηκαν με μεγάλο κόπο.
Mika Kaurismaki: Ήταν αρκετές οι στιγμές που αισθάνθηκα ότι γυρίζω μία ταινία μυθοπλασίας. Μεγάλο μέρος των γυρισμάτων ήταν πράγματι σκηνοθετημένο και ξέφευγε από τη λογική του ντοκιμαντέρ: η σεκάνς της μεγάλης συναυλίας, για παράδειγμα, η διαδρομή με το ferry, και αρκετά άλλα στιγμιότυπα, στήθηκαν από την παραγωγή. Παρά την επέμβασή μας, όμως, οι σκηνές αυτές εξακολουθούν να έχουν το χαρακτήρα ντοκιμαντέρ: η συναυλία, ας πούμε, έγινε στ' αλήθεια και ο κόσμος συγκεντρώθηκε όντως για να την παρακολουθήσει.
Όπως και οι συνεντεύξεις: μπορεί να επέλεξα προσεκτικά τους μουσικούς με τους οποίους μίλησα και μπορεί να ήξερα τι περίπου θα απαντήσουν, ωστόσο όσα λένε στην κάμερα είναι αυθόρμητα, ειλικρινή. Με βοήθησε, βέβαια, αρκετά, το γεγονός ότι γνώριζα ήδη αρκετούς από τους μουσικούς. Ο Paulo Moura, ο Yamandu, το Trio Madeira Brasil, ο Silverio Pontes, ο Marcos Suzano, έπαιζαν συχνά ζωντανά στη μουσική σκηνή που είχα παλιότερα στο Ρίο. Γνωρίζοντας προσωπικά τους μουσικούς, κέρδισα ευκολότερα την εμπιστοσύνη τους και δημιούργησα από την αρχή μία πολύ χαλαρή ατμόσφαιρα.
Mika Kaurismaki: Τα γυρίσματα κράτησαν ελάχιστα, τρεις μόλις βδομάδες, και όλα έγιναν στο Ρίο. Προσπαθήσαμε να προετοιμάσουμε τα πάντα από την αρχή, γνωρίζοντας ότι το πρόγραμμα θα ήταν πολύ σφιχτό. Εξάλλου, οι περισσότερες σκηνές δεν μπορούσαν να επαναληφθούν, ούτε είχαμε την οικονομική άνεση να τις επεξεργαστούμε μετέπειτα. Θεωρώ, λοιπόν, τύχη το ότι δούλεψα με ανθρώπους που ήδη γνώριζα και με τους οποίους είχα συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν. Χρωστάω τόσο πολλά στο διευθυντή φωτογραφίας, τον Jacques Cheuiche. Έκανε τη δουλειά μου πολύ ευκολότερη. Επέλεξα τις τοποθεσίες πριν τις δει το συνεργείο κι ο Jacques κατόρθωσε να τις φωτίσει μαγικά, σαν να πρόκειται για μία φανταστική ιστορία. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα. Είχαμε πραγματικά μεγάλο συνεργείο...περισσότερα από πενήντα άτομα, που είναι παραπάνω από αρκετά για γυρίσματα ντοκιμαντέρ!
Mika Kaurismaki: Ήταν σίγουρα συνειδητή επιλογή. Ασφαλώς και μπορείς να φτιάξεις μία πολύ όμορφη ταινία για την ιστορία του σόρο, από τη γέννησή του μέχρι σήμερα. Εμένα όμως με ενδιέφερε το σήμερα, η επίδραση αυτής της μουσικής σε όσους μεγάλωσαν μαζί της και στους νέους που την ανακαλύπτουν τώρα. Το σόρο βρίσκεται σε ένα κρίσιμο στάδιο, τη στιγμή που μιλάμε. Αναπτύσσεται διαρκώς και αναζητά νέα μονοπάτια. Δέχεται επιρροές από παντού: από την jazz, την κλασική μουσική, το flamengo.
Αναπόφευκτα στράφηκα στους μουσικούς, εκείνους που ζουν από το σόρο και για το σόρο, που βιώνουν την ζωντανή παράδοσή του. Έδωσα έμφαση σε μερικά χαρακτηριστικά μουσικά όργανα, την επτάχορδη κιθάρα, το μαντολίνο, τα πνευστά.. την ίδια στιγμή έδειξα πώς το σόρο μπορεί να τραγουδηθεί, να χορευτεί. Η ιστορία ακολούθησε έτσι μία δική της, ιδιαίτερη διαδρομή. Ξεκίνησα από ορισμένους μουσικούς και κάποια όργανα και κατέληξα στην επίδραση του σόρο σε διάφορες ομάδες ανθρώπων και κάτω από διαφορετικές περιστάσεις. Στο τέλος του «Brashileirinho» η μπάντα έχει πλέον χωρέσει πολλούς μουσικούς και η μουσική αγγίζει ένα πολύ μεγάλο κοινό. Μέσα στην ταινία, αλλά θέλω να ελπίζω και έξω από αυτή!
Mika Kaurismaki: Όλοι οι μουσικοί που εμφανίζονται στο «Brashileirinho» είναι γνωστοί στη Βραζιλία, πολλοί από αυτούς μάλιστα ιδιαίτερα δημοφιλείς! Ιδίως οι νεότεροι. Από την άλλη, το σόρο δεν ανήκει στα μαζικά είδη βραζιλιάνικης μουσικής, επομένως θα ήταν άστοχο να μιλάμε για αστέρες! Το μεγάλο μου παράπονο, είναι που δεν κατάφερα να παρουσιάσω και άλλους σημαντικούς μουσικούς. Ήταν πρακτικά αδύνατο να τους βάλω σε μία ταινία με διάρκεια μόλις ενενήντα λεπτά. Επομένως, η επιλογή των μουσικών υπήρξε και το δυσκολότερο κομμάτι του εγχειρήματος. Όσοι πήραν τελικά μέρος στα γυρίσματα, το έκαναν με ενθουσιασμό και μεγάλο σεβασμό. Πιστεύω πως αυτό φαίνεται στο τελικό αποτέλεσμα.
Mika Kaurismaki: Η πολιτική στη Βραζιλία είναι εξαιρετικά σύνθετη και βρώμικη. Στην πραγματικότητα, δεν ξέρω αν πρέπει καν να μιλάμε για πολιτική. Θα την αποκαλούσα απλώς διαφθορά. Τα κοινωνικά προβλήματα είναι σοβαρά και η καθημερινότητα πλήττεται ανεπανόρθωτα από αυτή την κυρίαρχη διαφθορά. Οι εικόνες της Βραζιλίας που ταξιδεύουν στον κόσμο είναι κυρίως αρνητικές. Εικόνες βίας, ναρκωτικά και εγκληματικότητα. Θέλησα να αποφύγω όλη αυτή την κατάσταση και να αντιτάξω μία πιο αισιόδοξη, εποικοδομητική εικόνα της Βραζιλίας και των κατοίκων της. Παρά τα προβλήματά τους, οι Βραζιλιάνοι είναι άνθρωποι χαρούμενοι. Και η μουσική τους δίνει θετική ενέργεια, τους ενώνει. Λειτουργεί σαν μία τελετουργία επιβίωσης. Κι έτσι αποκτά χαρακτήρα κοινωνικό και, εντέλει, πολιτικό.