CinemaNews.gr - All About Movies
Συνεντεύξεις
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Το «Esperanza» άνοιξε το πρόγραμμα Perspektive Deutsches Kino, στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου. Πώς αντιλαμβάνεστε αυτό το 'νέο γερμανικό σινεμά' και γιατί πιστεύετε ότι επελέγη το φιλμ σας ως αντιπροσωπευτικό δείγμα;

Από τεχνικής πλευράς ή αναφορικά στο περιεχόμενο του «Esperanza», ποια είναι τα σημεία που θεωρείτε ότι το διαφοροποιούν από τις τυπικές γερμανικές ταινίες;

Έχετε δηλώσει πως η ταινία γυρίστηκε με ελάχιστα χρήματα και άφθονη καλή διάθεση. Πόσο διαφορετικό θα ήταν το «Esperanza» αν είχατε περισσότερη οικονομική ελευθερία; Ή μήπως θα προχωρούσατε κατευθείαν σε ένα άλλο, πιο σύνθετο project;

Αν δεν κάνω λάθος, κανείς από τους συντελεστές δεν αμείφθηκε"

Είναι τόσο ευνοϊκές οι συνθήκες για έναν σκηνοθέτη στη Γερμανία, ώστε να εξασφαλίζει επώνυμο επιτελείο, δωρεάν και μάλιστα για μεγάλου μήκους ταινία;

Αρκετοί από τους πρωταγωνιστές είναι αναγνωρίσιμοι και στην Ελλάδα. Σίγουρα, όμως, όχι τόσο όσο στη Γερμανία. Μπήκα, λοιπόν, στον πειρασμό να σκεφτώ, πως ίσως πρόκειται για ένα εσωτερικό σας αστείο. Το να επιλέγετε mainstream ηθοποιούς για ρόλους τόσο ανορθόδοξους και εκκεντρικούς"

Πώς προέκυψε η ιδέα του «Esperanza», μίας ταινίας εξολοκλήρου γυρισμένης στο στενό περιβάλλον ενός παλιού πλοίου;

Περιορίζοντας τη δράση σχεδόν αποκλειστικά σε ένα δωμάτιο, αναμφισβήτητα γλιτώνετε τα έξοδα πολλαπλών σετ. Δεν φοβηθήκατε, όμως, μήπως το αποτέλεσμα βγει πολύ θεατρικό;

Θα λέγατε πως οι ήρωές σας είναι δραματικοί χαρακτήρες ιδωμένοι κωμικά, ή κωμικοί ήρωες ιδωμένοι δραματικά;

Αρα, θα λέγαμε πως το «Esperanza» είναι μία μαύρη κωμωδία;

Ένα από τα στοιχεία που με εντυπωσίασαν, είναι η έντονη αίσθηση ιστορικής απροσδιοριστίας. Μία γυναίκα με ρούχα και χτένισμα του μεσοπολέμου κάθεται δίπλα σε ένα κορίτσι που ακούει μουσική από το i-pod της"

Το «Esperanza» αντιμετωπίστηκε ως φόρος τιμής σε άλλους σκηνοθέτες, όπως τον Jeunet, τον Kusturica. Πιστεύετε στις επιρροές και ποιοι είναι οι δικοί σας σκηνοθέτες- ινδάλματα;

Μιλήστε μου για τα μελλοντικά σας σχέδια.
 

Zolt Bacs

Παντελής Φραντζής: Το «Esperanza» άνοιξε το πρόγραμμα Perspektive Deutsches Kino, στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου. Πώς αντιλαμβάνεστε αυτό το 'νέο γερμανικό σινεμά' και γιατί πιστεύετε ότι επελέγη το φιλμ σας ως αντιπροσωπευτικό δείγμα;

Zsolt Bacs: Γιατί το διάλεξαν..; Ίσως επειδή είναι τελείως μη-γερμανικό! (γελάει) Μου λένε συχνά, πως το «Esperanza» διαφέρει από τις σύγχρονες γερμανικές παραγωγές και ειδικά τις Βερολινέζικες, αυτό που αποκαλούν 'σχολή του Βερολίνου'. Θα έλεγα πως πρόκειται για ένα genre με το οποίο έχω ελάχιστα κοινά σημεία. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι ένα φιλμ Γερμανικό: ο συνεργάτης με τον οποίο γράψαμε το σενάριο είναι Γερμανός, το ίδιο και οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς. Το πιο γερμανικό, βέβαια, από όλα τα στοιχεία της ταινίας, είναι το χιούμορ. Και χρωστάω στους ικανότατους ηθοποιούς που συμμετείχαν, την ιδιαίτερη αυτή αίσθηση του χιούμορ που διακρίνει τους Γερμανούς.

Παντελής Φραντζής: Από τεχνικής πλευράς ή αναφορικά στο περιεχόμενο του «Esperanza», ποια είναι τα σημεία που θεωρείτε ότι το διαφοροποιούν από τις τυπικές γερμανικές ταινίες;

Zsolt Bacs: Σίγουρα η σκοτεινή οπτική των καταστάσεων, ο τρόπος με τον οποίο αναδεικνύεται η ταινία μέσα από το φωτισμό... και βέβαια η κωμικοτραγική αποτύπωση των προβλημάτων. Ξέρετε, τα τελευταία χρόνια, το γερμανικό σινεμά έχει στραφεί μαζικά προς τον ρεαλισμό: οι σκηνοθέτες αναζητούν κάποια αλήθεια και χρησιμοποιούν μία γλώσσα ευκρινή, καθαρή, φωτεινή. Το «Esperanza» αντίθετα θυμίζει περισσότερο παραμύθι. Και κρύβει πολλές σουρεαλιστικές στιγμές. Η αλήθεια πρέπει και εδώ να αναζητηθεί, προτιμώ όμως να την αντιμετωπίζω σαν ένα ευχάριστο και παράξενο παιχνίδι.

Παντελής Φραντζής: Έχετε δηλώσει πως η ταινία γυρίστηκε με ελάχιστα χρήματα και άφθονη καλή διάθεση. Πόσο διαφορετικό θα ήταν το «Esperanza» αν είχατε περισσότερη οικονομική ελευθερία; Ή μήπως θα προχωρούσατε κατευθείαν σε ένα άλλο, πιο σύνθετο project;

Ζsolt Βacs: Από την αρχή γνωρίζαμε ότι δεν θα είχαμε πολλά χρήματα στη διάθεσή μας. Έτσι, ξεκινώντας να γράφουμε το σενάριο αποφύγαμε τα πολλά σκηνικά και περιοριστήκαμε πάνω-κάτω στον χώρο ενός πλοίου, και μάλιστα στην κεντρική του αίθουσα. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα κάναμε αν είχαμε μεγαλύτερη οικονομική άνεση. Η ιστορία γράφτηκε δεδομένης της άσχημης κατάστασής μας!

Παντελής Φραντζής: Αν δεν κάνω λάθος, κανείς από τους συντελεστές δεν αμείφθηκε...

Ζsolt Βacs: Πολύ σωστά. Ούτε οι ηθοποιοί, ούτε το συνεργείο. Γι' αυτό, ήμασταν αναγκασμένοι να γυρίζουμε όταν τελείωναν με τις υπόλοιπες υποχρεώσεις. Αλλος το μεσημέρι, άλλος αργά το βράδυ. Το πρόγραμμά μας ήταν ιδιαίτερα έντονο και αυτό συχνά μας εμπόδιζε από το να μπούμε πιο βαθιά στις καταστάσεις και τους χαρακτήρες... Όμως, ακόμα κι αν είχα τα χρήματα για να πληρώνω τους ηθοποιούς ή να έχω πρόσβαση σε καλύτερο εξοπλισμό, δεν θα άλλαζα την ιστορία μου. Ίσως χρησιμοποιούσα κάποια ειδικά εφέ για να δείξω τις σκηνές του ατυχήματος, ή θα χρησιμοποιούσα wide-screen λήψεις για να αγκαλιάσω όλη τη δράση και τους χαρακτήρες...Κι έτσι όμως, τα καταφέραμε. Εξάλλου, τα εξωτερικά πλάνα του πλοίου γυρίστηκαν σε ένα μικροσκοπικό λιμάνι του Βερολίνου. Αλλά δεν μοιάζει σαν να συμβαίνει στη μέση του ωκεανού; Ξέρετε, χρειάζεται να είσαι εφευρετικός για να τα βγάλεις πέρα σε αυτή τη δουλειά!

Παντελής Φραντζής: Είναι τόσο ευνοϊκές οι συνθήκες για έναν σκηνοθέτη στη Γερμανία, ώστε να εξασφαλίζει επώνυμο επιτελείο, δωρεάν και μάλιστα για μεγάλου μήκους ταινία;

Ζsolt Βacs: Ως ηθοποιός ο ίδιος, είχα το θάρρος και την ευκαιρία να πλησιάσω συνεργάτες μου και να τους ζητήσω να με βοηθήσουν. Διάβασαν το σενάριό μου, το αγάπησαν όλοι τους και είπαν, ναι, θα το κάνουμε. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι εξαιρετικά πετυχημένοι στη Γερμανία, έτσι μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους να συμμετέχουν σε μία-δύο δουλειές το χρόνο, δίχως αμοιβή. Όχι, όμως, ότι κάτι τέτοιο είναι απόλυτα σύνηθες. Κανονικά ζητούν υπέρογκα ποσά για να δεχτούν μίας πρόταση. Ωστόσο, με ένα καλό σενάριο και μία σοβαρή παραγωγή, το κάνουν. Εξάλλου, εξασφαλίζουν άλλη μία εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη, το όνομά τους στους τίτλους...είναι καλό για τη φήμη τους. Σκεφτείτε, από την άλλη, όλο εκείνο το συνεργείο που εργάστηκε σκληρά, δεκαεπτά ώρες την ημέρα, για έξι εβδομάδες και κανείς δεν πρόκειται να τους προσέξει στα credits... Αυτοί είναι πραγματικά αξιοθαύμαστοι.

Παντελής Φραντζής: Αρκετοί από τους πρωταγωνιστές είναι αναγνωρίσιμοι και στην Ελλάδα. Σίγουρα, όμως, όχι τόσο όσο στη Γερμανία. Μπήκα, λοιπόν, στον πειρασμό να σκεφτώ, πως ίσως πρόκειται για ένα εσωτερικό σας αστείο. Το να επιλέγετε mainstream ηθοποιούς για ρόλους τόσο ανορθόδοξους και εκκεντρικούς...

Ζsolt Βacs: Δεν είναι ένα εσωτερικό αστείο. Μισώ τα εσωτερικά αστεία! Θέλω το σινεμά μου να γίνεται αντιληπτό από όλους, όχι μόνο από τους θεατές του Βερολίνου, όπου οι συγκεκριμένοι ηθοποιοί είναι διάσημοι. Εύχομαι, πως η ιδιαιτερότητα των χαρακτήρων μου και το πολύ ξεχωριστό, σκοτεινό τους χιούμορ μπορεί να αγγίξει το κοινό κάθε χώρας. Μιλάω για τον έρωτα, για το ψέμα, την αγωνία για το αύριο, την επιθυμία...αυτές είναι καταστάσεις που δεν περιορίζονται στην κουλτούρα ενός και μόνο λαού.

Παντελής Φραντζής: Πώς προέκυψε η ιδέα του «Esperanza», μίας ταινίας εξολοκλήρου γυρισμένης στο στενό περιβάλλον ενός παλιού πλοίου;

Ζsolt Βacs: Ξεκίνησε από μία δική μου ιδέα. Ήθελα να μελετήσω, πως μία ομάδα διαφορετικών ανθρώπων αλληλεπιδρά μέσα σε ένα πολύ στενό χώρο, καθώς κατευθύνονται (ή τουλάχιστον πιστεύουν πως κατευθύνονται) προς το θάνατο. Όχι με τρόπο ρεαλιστικό...δεν με ενδιέφερε να κάνω μία ταινία καταστροφής ή μία ταινία αγωνίας... Σκοπός μου ήταν να αγγίξω τα πιο αδιόρατα συναισθήματα εκείνων των χαρακτήρων. Και, ξέρετε, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες είναι περισσότερο πραγματικοί από ότι ίσως πιστεύετε. Υπάρχουν! Ο ψεύτης, για παράδειγμα, υπάρχει, τον έχω συναντήσει. Και η γυναίκα που επιχειρεί να αυτοκτονήσει, ή η υπηρέτρια του ιερέα, τους έχω γνωρίσει, δεν τους επινόησα!

Παντελής Φραντζής: Περιορίζοντας τη δράση σχεδόν αποκλειστικά σε ένα δωμάτιο, αναμφισβήτητα γλιτώνετε τα έξοδα πολλαπλών σετ. Δεν φοβηθήκατε, όμως, μήπως το αποτέλεσμα βγει πολύ θεατρικό;

Ζsolt Βacs: Πράγματι, το «Esperanza» θα μπορούσε να σταθεί και ως θεατρικό έργο. Κι αυτή ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισα. Να μην παγιδευτώ σε μία θεατρική οπτική (κάνει μία μεγάλη παύση). Πάλευα ασταμάτητα για να απελευθερωθώ από αυτή τη θεατρικότητα που λέτε. Η λύση ήταν να το αντιμετωπίσω σαν ένα μωσαϊκό. Μοίρασα τις σκηνές, μοίρασα τους ήρωες, προσέθεσα μερικά μικρότερα σκηνικά (ένα μπάνιο, μία κουζίνα, το κατάστρωμα) και προσπάθησα να δουλέψω με παράλληλη δράση, ώστε να αποδεσμεύσω όσο μπορούσα τη δράση από το κεντρικό σκηνικό. Με βοήθησε πολύ το μοντάζ, οι γρήγορες εναλλαγές.

Παντελής Φραντζής: Θα λέγατε πως οι ήρωές σας είναι δραματικοί χαρακτήρες ιδωμένοι κωμικά, ή κωμικοί ήρωες ιδωμένοι δραματικά;

Ζsolt Βacs: Είναι όλοι τους αυθεντικά τραγικοί χαρακτήρες. Η ματιά μου πάνω τους, αντίθετα, είναι κωμική. Γιατί απλά, κάθε τραγωδία έχει την κωμική της διάσταση, αρκεί να σταθείς λίγο πιο έξω. Ακόμα και η κηδεία στην ιστορία μίας από τις ηρωίδες, μοιάζει αστεία όταν κάνουμε ένα βήμα πίσω και την παρατηρούμε. Το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον. Δεν με αφορά η μονομερής, διεισδυτική ανάλυση των χαρακτήρων. Τους ψάχνω σε βάθος, δεν τους στερώ όμως τα πολλά πρόσωπα και τις διαφορετικές εκφάνσεις την κατάστασής τους.

Παντελής Φραντζής: Αρα, θα λέγαμε πως το «Esperanza» είναι μία μαύρη κωμωδία;

Ζsolt Βacs: Είναι μία τραγική, μαύρη κωμωδία. Λίγο σουρεαλιστική, λίγο παραμυθένια...Αλλά και αληθοφανής, ως προς τους χαρακτήρες... Ποιος ξέρει!

Παντελής Φραντζής: Ένα από τα στοιχεία που με εντυπωσίασαν, είναι η έντονη αίσθηση ιστορικής απροσδιοριστίας. Μία γυναίκα με ρούχα και χτένισμα του μεσοπολέμου κάθεται δίπλα σε ένα κορίτσι που ακούει μουσική από το i-pod της...

Ζsolt Βacs: Έχετε δίκιο! Συζήτησα πολύ με τον συνεργάτη που σχεδίασε τα κοστούμια. Θέλαμε να δείξουμε περισσότερο χιουμοριστικά την κάθε ιστορία, και μέσα από την εξωτερική τους εμφάνιση. Η υπηρέτρια του ιερέα, για παράδειγμα... Μοιάζει σαν να βγήκε μόλις από τη δεκαετία του '40. Εκτός πραγματικότητας... Είναι εντελώς υποταγμένη στον κύριό της, ζει στη στέρηση και ο τρόπος που ντύνεται, το στυλ της, ακολουθεί απόλυτα τον αναχρονιστικό τρόπο ζωής της. Κατά βάθος όμως, ποθεί να απελευθερωθεί, θέλει επιτέλους να πηδήξει τον ιερέα! (γελάει). Κι έτσι, στην πορεία η εμφάνισή της αλλάζει. Ή, η επιδίωξη αυτόχειρας. Έρχεται κατευθείαν από τις αρχές του ΄80. Χωρίς στυλ, χωρίς χρώμα, περνά απαρατήρητη, γιατί απλούστατα νιώθει απαρατήρητη. Κι ο άντρας που μόλις αποφυλακίστηκε, φορά το κουστούμι με το οποίο τον συνέλαβαν πριν 27 χρόνια, γιατί απλούστατα η ζωή του σταμάτησε τότε!

Παντελής Φραντζής: Το «Esperanza» αντιμετωπίστηκε ως φόρος τιμής σε άλλους σκηνοθέτες, όπως τον Jeunet, τον Kusturica. Πιστεύετε στις επιρροές και ποιοι είναι οι δικοί σας σκηνοθέτες- ινδάλματα;

Ζsolt Βacs: Με κολακεύει να με συνδέουν με τον Kusturica, έχω πράγματι επηρεαστεί από το Delicatessen των Jeunet-Caro, αγαπάω τα έργα του Fellini...Δεν μου αρέσει όμως να με συγκρίνουν. Ακόμα κι αν το κάνουν με κάποιον που είναι σε τόσο υψηλό επίπεδο, όσο οι σκηνοθέτες που ανέφερα. Θέλω να πιστεύω, πως κάνω τα δικά μου βήματα, ελεύθερος.

Παντελής Φραντζής: Μιλήστε μου για τα μελλοντικά σας σχέδια.

Ζsolt Βacs: Έχω στο μυαλό μου ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο, ένα πραγματικά μεγάλο βήμα μπροστά. Πρόκειται για μία ιστορική ταινία, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ουγγαρία του '40. Τέσσερις παράλληλες ιστορίες. Και νιώθω τυχερός που το «Esperanza» τράβηξε το ενδιαφέρον και συνεχίζει να προβάλλεται σε φεστιβάλ. Δεν θα μπορούσα να περάσω στο επόμενο επίπεδο δίχως να περάσω από εδώ.


ΑΡΧΕΙΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΩΝ
Μεγάλα Αφιερώματα

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ