CinemaNews.gr - All About Movies
Συνεντεύξεις
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ποια είναι η σχέση κινηματογράφου και λογοτεχνίας; Οι δικές σας ταινίες βασίζονται πάντα σε βιβλία. Πιστεύετε ότι δεν υπάρχουν πια καλά σενάρια ή δικές σας πρωτότυπες ιδέες;

Είστε δηλαδή σαν τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ που βασιζόταν πάντοτε σε βιβλία έκανε μια ταινία κάθε είκοσι χρόνια;

Σε βιβλίο του Ιζζό έχει βασιστεί και η ταινία «Total Kheops». Την είχατε δεί; Σας επηρέασε;

Εσείς ως παριζιάνα δυσκολευτήκατε να μιλήσετε για τη Μασσαλία; Διότι γνωρίζουμε ότι Ιζζό = Μασσαλία.

Συναντήσατε δυσκολία στην κινηματογράφηση μέσα σε ένα τόσο στενό ατμοσφαιρικό χώρο όπως το πλοίο;

Στην ταινία σας υπάρχουν τρεις χαρακτήρες: οι δύο προσωποποιούν τα άκρα και ο τρίτος τη μέση οδό. Και τελικά ο αυτός ο τρίτος επιβιώνει. Αυτό κρύβει κάποιο μήνυμά σας;

Γιατί δεν επιλέξατε έναν Έλληνα ηθοποιό για το ρόλο του Διαμαντή;

Οι στίχοι του Καββαδία που απαγγέλλονται στην ταινία υπάρχουν και στο βιβλίο;

Πως προέκυψε ο Καββαδίας, ποιητής των ναυτικών, σε μια Γαλλική ταινία;
 

Claire Devers (1)
Ορέστης Καραβάς: Ποια είναι η σχέση κινηματογράφου και λογοτεχνίας; Οι δικές σας ταινίες βασίζονται πάντα σε βιβλία. Πιστεύετε ότι δεν υπάρχουν πια καλά σενάρια ή δικές σας πρωτότυπες ιδέες; Πώς ακριβώς εργάζεστε;
Claire Devers: Έχω πάντα πρωτότυπες ιδέες και θέματα με τα οποία περνώ πολύ καιρό. Όσο όμως δε βρίσκω κάποιο καλό βιβλίο, μια δραματουργική δομή που κάποια συγκεκριμένη στιγμή θα μου δώσει τη δομή της ταινίας, είναι αλήθεια πως δυσκολεύομαι να λειτουργήσω. Διότι, από τη στιγμή που είμαι δημιουργός, θεωρώ πολύ σημαντικό για μένα πάντα το «τρίγωνο». Ο κινηματογράφος για μένα είναι η απόλυτη τέχνη, όμως είμαι σκηνοθέτις. Συνεπώς, εάν έπρεπε εγώ να δουλέψω μια καλή σεναριακή ιδέα, τότε θα έπρεπε να γίνω και συγγραφέας και σεναριογράφος και κινηματογραφιστής. Έτσι όμως θα 'κανα μια ταινία κάθε είκοσι χρόνια! Τη στιγμή που αποφασίζω να πάρω ένα μυθιστόρημα, αυτό σημαίνει πως τουλάχιστον το συγκεκριμένο βιβλίο βρίσκεται σε ένα πεδίο που γνωρίζω ήδη. Κι αυτό μου επιτρέπει να κερδίσω χρόνο και να επιδοθώ στη δημιουργία του «τριγώνου» για το οποίο μόλις σας μίλησα. Έχω πάντα ένα σεναριογράφο δίπλα μου, πέρα από το βιβλίο. Το σενάριο είναι μια κλειστή λογοτεχνική γραφή, τελική. Είναι μια αποσκευή για να δημιουργήσεις την ταινία. Γι' αυτό χρησιμοποιώ πάντα αυτή τη διάταξη στη δημιουργία μιας ταινίας: το μυθιστόρημα, το σεναριογράφο και εμένα.

Ο.Κ.: Μα και ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ που βασιζόταν πάντοτε σε βιβλία έκανε μια ταινία κάθε είκοσι χρόνια.
C.D.: Ναι, αλλά για άλλους λόγους. Αναφέρετε τον Κιούμπρικ, που είναι για μένα ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης και ταυτόχρονα ο μεγαλύτερος διασκευαστής βιβλίων. Αυτό που έκανα με το βιβλίο του Ζαν-Κλοντ Ιζζό δε θα μπορούσε να το κάνει κανείς άλλος. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να υπογράφω ταινίες, όχι σενάρια.

Ο.Κ.: Σε βιβλίο του Ιζζό έχει βασιστεί και η ταινία «Total Kheops». Εκείνη όμως δε μου άρεσε.
C.D.: Μην το λέτε. Απλά δεν ήταν εικονοκλαστική. Ο Ιζζό είναι ένας συγγραφέας δύσκολος να μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Εάν κάναμε απλά μια πιστή απόδοση του βιβλίου, αυτό δεν θα είχε ενδιαφέρον. Και θα διαρκούσε και πάνω από έξι ώρες, με όλα αυτά τα φλασ-μπακ, τις αναμνήσεις, τις ιστορίες που υπάρχουν στο βιβλίο. Η υπογραφή μου λοιπόν έγκειται στο να αναζητήσω την τραγωδία, το καθαρό νόημα του βιβλίου και να φτιάξω από αυτό μια ταινία. Από χρόνια ήθελα να δουλέψω πάνω στην ερωτική σχέση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες ως «ποντάρισμα». Για μένα οι ναυτικοί είναι μια μεταφορά. Έτσι εξέλαβα τη γραφή του βιβλίου, όχι κυριολεκτικά. Ήταν μια έμπνευση που μου έδωσε το βιβλίο αυτό σχετικά με το θέμα για το οποίο ήθελα από καιρό να μιλήσω. Για παρέες αντρών που πεθαίνουν, στις οποίες επιβιώνουν μονάχα όσοι στρέφονται προς τις γυναίκες ή τη γη. Έτσι ακριβώς διάβασα το βιβλίο από την αρχή. Όχι ως μια ιστορία νατουραλιστική.

Ο.Κ.: Εσείς ως παριζιάνα δυσκολευτήκατε να μιλήσετε για τη Μασσαλία; Διότι Ιζζό = Μασσαλία.
C.D.: Το «Marins Perdus» είναι ένα βιβλίο διαφορετικό. Είναι περισσότερο ο ορίζοντας, το ταξίδι, η θάλασσα, το εξωτερικό, οι ναυτικοί. Η αποκοπή από την ξηρά. Γι' αυτό ήταν πολύ δυσκολότερο! Εγώ είμαι από το Παρίσι, από την ξηρά. Όμως δεν έχω διαβάσει την «Τριλογία της Μασσαλίας» του Ιζζό και κατά συνέπεια δεν έχω εγκλωβιστεί στο σύμπαν του. Όταν συνάντησα λοιπόν τον Ιζζό με το σενάριο, του είπα πως εκείνο που με ενδιέφερε ήταν ο μύθος του ναυτικού: τι είναι σήμερα ένας ναυτικός, ένας ταξιδιώτης; Ποιος είναι ο σημερινός Οδυσσέας; Πολύ γρήγορα περάσαμε στον Καββαδία και σε άλλους ποιητές της Μεσογείου. Η Μασσαλία λοιπόν για μένα θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε μεσογειακό λιμάνι: η Γένοβα, η Βαλένθια, ο Πειραιάς. Δεν μπήκα καν στην παράδοση της φιλόξενης Μασσαλίας. Αντιθέτως η Μασσαλία είναι μια επικίνδυνη πόλη. Και οι ήρωες έφυγαν από αυτήν, πρέπει να την ξανακατακτήσουν. Είναι χαρακτήρες αρπακτικά. Όπως η γυναίκα της ταινίας: είναι ένας χαρακτήρας αρνητικός που τρομάζει τους ναυτικούς.

Ο.Κ.: Συναντήσατε δυσκολία στην κινηματογράφηση μέσα σε ένα τόσο στενό ατμοσφαιρικό χώρο όπως το πλοίο;
C.D.: Το πλοίο βοηθά ως προς αυτό. Από την πρώτη στιγμή συμφωνήσαμε με το σκηνογράφο ότι δε θα κινηματογραφούσαμε σε στούντιο. Το στοίχημα ήταν να χρησιμοποιήσουμε φυσικούς χώρους. Ψάξαμε λοιπόν πολύ για το πλοίο. Και μόλις το είδα (εδώ, στον Πειραιά, κατά σύμπτωση) χάρηκα, διότι διαπίστωσα πως δε θα είχα πολύ κοντινά πλάνα. Χρησιμοποιήσαμε παρόλ' αυτά λίγους χώρους του πλοίου: εκεί όπου ζουν οι ναυτικοί, την τραπεζαρία, τις καμπίνες. Ήταν σα να γυρίζαμε ταινία μέσα σε ένα τραίνο. Όλοι έπαιρναν τις θέσεις τους. Ήξερα πως το πλοίο θα μου επέβαλλε μια σκηνοθεσία που θα συμβάδιζε με το θέμα μου. Για μένα είναι σημαντικό να ταιριάζει το ύφος, η μορφική ομοιογένεια της ταινίας με αυτό που θέλω να διηγηθώ.

Ο.Κ.: Στην ταινία σας υπάρχουν τρεις χαρακτήρες: οι δύο προσωποποιούν τα άκρα (ο Νεντίμ την απόλυτη χαρά και ο Αζίζ την απόλυτη θλίψη) και ο τρίτος, ο Διαμαντής, τη μέση οδό. Και τελικά ο αυτός ο τρίτος επιβιώνει.
C.D.: Εγώ δε θα το έθετα έτσι. Για μένα υπάρχουν δύο ώριμοι άντρες, ο Διαμαντής και ο Αζίζ. Ο ένας είναι ο αληθινός ταξιδιώτης, που έχει ανοίξει τους ορίζοντές του — διότι το ταξίδι για μένα συμβολίζει την αποκάλυψη του χαρακτήρα, αυτού που βρίσκεται πέρα από τον ορίζοντα — κι ο άλλος βρίσκεται σε μια διαρκή απόδραση και απόρριψη. Ο Νεντίμ τώρα δεν είναι τίποτα. Είναι ο στεριανός, εκείνος που έρχεται και ταράζει τα πάντα. Συμβολίζει τη ζωτικότητα διότι είναι νέος. Και ο Διαμαντής είναι γεμάτος ζωή, όμως η ζωή του Νεντίμ είναι ανώριμη, χωρίς συνέπειες. Δε γνωρίζει ούτε καν τους κανόνες της ζωής.

Ο.Κ.: Γιατί δεν επιλέξατε έναν Έλληνα ηθοποιό για το ρόλο του Διαμαντή;
C.D.: Μα και τον Αζίζ, που είναι από τη Λιβύη, τον ερμηνεύει Γιουγκοσλάβος, και τον Νεντίμ τον Τούρκο, Ισπανός! Σε κάθε ρόλο προέχει ο ηθοποιός. Δουλειά του σκηνοθέτη είναι η μυθοπλασία, η δημιουργία. Οι εθνικότητες μεταμορφώνονται από αυτή τη δημιουργία. Για μένα ήταν πιο σημαντική η προσωπικότητα του Ζιροντό για το ρόλο του Διαμαντή, από το να αναζητήσω έναν Έλληνα ηθοποιό, ή ένα Λιβανέζο ή ένα Τούρκο.

Ο.Κ.: Οι στίχοι του Καββαδία που απαγγέλλονται στην ταινία υπάρχουν και στο βιβλίο;
C.D.: Όταν αποφάσισα να κάνω την ταινία, κάποιος μου μίλησε για τη «Βάρδια» του Καββαδία. Κι όταν τη διάβασα, διαπίστωσα πως μέσα στο βιβλίο του Ιζζό υπάρχουν αναφορές σε αυτή. Διαβάζοντας τη «Βάρδια» βρέθηκα σε ένα κοινό περιβάλλον που με εκείνο του Ιζζό. Η σκηνή με τη γυναίκα, π.χ. δεν υπάρχει στο βιβλίο του Ιζζό. Ήταν ο Καββαδίας εκείνος που με ενέπνευσε να γράψω τους διαλόγους για τη συγκεκριμένη σκηνή. Αρχικά δεν υπήρχαν οι αναφορές στον ωκεανό, τη Μεσόγειο, το αρσενικό, το θηλυκό. Εγώ έψαχνα μια φυσική ενσάρκωση όλων αυτών και τη βρήκα στον Καββαδία. Δυστυχώς δεν έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά τα ποιήματά του. Μόνο το μυθιστόρημά του και οι νουβέλλες του, το «Λι», το «Του πολέμου» και το «Στο άλογό μου».

Ο.Κ.: Ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα! Διότι ο Καββαδίας είναι ο ποιητής των ναυτικών και δεν περίμενα να το δω σε μια Γαλλική ταινία.
C.D.: Όταν κάνω μια ταινία μπαίνω μέσα στον κάθε χαρακτήρα. Γίνομαι Διαμαντής, Αζίζ, Νεντίμ, Λαλά, Μαριέτ. Μου αρέσει αυτό στο ρόλο του σκηνοθέτη. Για μένα λοιπόν ήταν πολύ σημαντικό να αποδώσω τον Έλληνα ναυτικό. Όταν διάβασα τη «Βάρδια» ανακάλυψα το ίδιο σύμπαν, αυτό που ήθελα να αποδώσω. Τα λόγια του άντρα προς τη θάλασσα, τη νύχτα, τις φαντασιώσεις του άντρα για τη γυναίκα, την έλξη, το μίσος προς αυτήν. Βρήκα καλύτερα εκπεφρασμένο στον Καββαδία το φαντασιακό σύμπαν του άντρα προς τη θάλασσα, το οποίο ήθελα να υπάρχει στην ταινία. Οι χαρακτήρες της ταινίας μου είναι πιο κοντά σε αυτά που ένιωσα όταν διάβασα Καββαδία παρά όταν διάβασα το βιβλίο του Ιζζό.

Διαβάστε το δεύτερο μέρος της συνέντευξης
 


ΑΡΧΕΙΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΩΝ
Μεγάλα Αφιερώματα

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ