CinemaNews.gr - All About Movies
Συνεντεύξεις
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Η ταινία σας εκτυλίσσεται στην Ελευσίνα, όπου μεγαλώσατε και εσείς. Πόσο σας έχει επηρεάσει η πόλη αυτή; Με την ίδια πόλη καταπιάστηκε ο Φίλιππος Κουτσαφτής, διευθυντής φωτογραφίας στην ταινία σας, στην «Αγέλαστο Πέτρα».

Υπήρξε ο χώρος αυτός συνδετικός κρίκος για την συνεργασία σας;

Αναφερθήκατε στην Αμερική. Τι αποκομίσατε από την εκεί εμπειρία σας;

Και πως αποφασίσατε να γυρίσετε στην Ελλάδα;

Δεν είναι ωστόσο μεγάλη η διαφορά στα μέσα που παρέχονται στην Ελλάδα για να κάνετε κινηματογράφο, σε σχέση με την Αμερική;

Από την άλλη όμως δουλέψατε στην εταιρία του Τζώρτζ Λούκας, που την ακολουθεί ουσιαστικά ένας μύθος, τουλάχιστον ως προς τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιεί.

Εσείς αισθάνεστε πως κερδίσατε αυτό το στοίχημα;

Στο όραμά σας και στην δουλειά σας ποιες είναι οι επιρροές που έχετε δεχτεί;

Εστιάζοντας στους «Ακροβάτες», πώς αποφασίσατε έχοντας ήδη γράψει ένα βιβλίο, έχοντας δηλαδή ήδη καταθέσει στο κοινό αυτά που είχατε στο μυαλό σας, να το μεταφέρετε σε εικόνα;

Αυτή η ενασχόληση σας με τα βίντεοκλιπ, πόσο σας βοήθησε στην δουλειά σας;

Σας κατηγόρησαν ή σας αμφισβήτησαν ποτέ για αυτό;

Τα παιδιά στα οποία αναφερθήκατε, έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία. Πώς ήταν η συνεργασία σας;
 

Χρήστος Δήμας (1)
Γιάννης Αμπαζής (Γ.Α.): Η ταινία σας εκτυλίσσεται στην Ελευσίνα, όπου μεγαλώσατε και εσείς. Πόσο σας έχει επηρεάσει η πόλη αυτή;
Χρήστος Δήμας (Χ.Δ.): Εγώ είμαι ερωτευμένος με την πόλη αυτή! Έχει μια υπέροχη ρυμοτομία που μπορείς άνετα να κάνεις ακόμη ποδήλατο, έχει έναν ωραίο δρόμο με σπίτια που έχουν ακόμη αυλές, έχει τις αλάνες που ακόμη μπορείς να παίξεις, έχει το λιμάνι όπου εμείς κάναμε μπάνιο, παρόλο που ήταν μέσα στον βούρκο. Όλοι νομίζουν πως είναι ένα κρανίου τόπος με όλα αυτά τα εργοστάσια, αλλά για μένα ήταν ένας τόπος που η φαντασία έπαιζε. Αυτά τα χτίσματα των εργοστασίων γίνονταν στην φαντασία μου παλάτια, για αυτό το παλιό ερημωμένο σπίτι, ξαφνικά έλεγα «μήπως ζει κάποιος μάγος εκεί;», και στο βουνό που υπήρχε ο λόφος των αρχαίων, από πιτσιρικάς έβλεπα τρύπα και έλεγα «μήπως είναι αυτή που οδηγεί στον Άδη;» Δηλαδή ήταν ένας χώρος που με την πρώτη ματιά δεν λέει τίποτα, που όμως μέσα από τα μάτια μου, έδινε τόσο πρόσφορο έδαφος για τη φαντασία μου να φύγει και να τρέξει. Και επίσης, έχει αυτή την μικροαστική ηθική που δεν την βλέπεις στην Αθήνα, που είμαστε πιο απομονωμένοι στα διαμερίσματά μας. Εκεί υπάρχει η αυλή, στις 5 η ώρα θα έρθει η γειτόνισσα για καφέ χωρίς να ειδοποιήσει ή να ελέγξει το filofax της και θα φέρει και την πάστα φλώρα. Στα γυρίσματα όταν έφτανε το απόγευμα, ερχόντουσαν τα γλυκά από τους γείτονες, γεγονός που σου έδινε μια πολύ ωραία αίσθηση, μια αξιοπρέπεια πάνω από την φτώχεια. Από το γεγονός ότι όλοι ζούσαν για το μεροκάματο, ότι όλοι ήταν ίσοι, έδειχναν μια μεγαλύτερη γενναιοδωρία, γιατί αυτό που είχαν το μοιραζόντουσαν και τους ερχόταν πίσω. Τώρα ίσως έχει αλλάξει η ζωή μας γενικότερα, αλλά ήταν μια πόλη που έχει δώσει ένα τρομερό χώρο στην φαντασία μου.

Γ.Α.: Με την ίδια πόλη καταπιάστηκε ο Φίλιππος Κουτσαφτής, διευθυντής φωτογραφίας στην ταινία σας, στην «Αγέλαστο Πέτρα». Υπήρξε ο χώρος αυτός συνδετικός κρίκος για την συνεργασία σας;
Χ.Δ.: Όσον αφορά τον Φίλιππο τον Κουτσαφτή, του οποίου η ταινία του είναι -για μένα- μια τρομερή σπουδή πάνω στο χρόνο και πόσο μικροί είμαστε εμείς απέναντι σε αυτόν, είχα αποφασίσει να κάνω ταινία μαζί του, πολύ πιο πριν, από το 1996. Όλη αυτή την επιτυχία και τον θόρυβο γύρω από το όνομά του, τα ανακάλυψα όταν γύρισα από την Αμερική . Θεωρώ ότι η ταινία έχει κάποια στοιχεία από μόνη της, αλλά ο Φίλιππος, μαζί με την σκηνογράφο την Ιουλία Σταυρίδου, την έχει στήσει με ένα υπέροχο τρόπο.

Γ.Α.: Αναφερθήκατε στην Αμερική. Τι αποκομίσατε από την εκεί εμπειρία σας;
Χ.Δ.: Η εμπειρία μου στην Αμερική ήταν η ενηλικίωσή μου. Με έκανε επαγγελματία, με έκανε πιο συγκεντρωμένο. Όταν δουλεύεις παράλληλα σαν σερβιτόρος, βλέπεις ότι πρέπει να πληρώσεις το νοίκι, αλλά να μην παρατήσεις το όνειρό σου. Νιώθεις πάρα πολύ μόνος σου, αλλά από την άλλη, βλέπεις ότι αυτή η τσαντίλα και αυτό το γαμώτο, η ερημιά, η ξενιτιά γίνεται τελικά δημιουργική και δεν το αφήνεις να σε πάρει από κάτω. Είναι πάρα πολύ σημαντική, γιατί ναι μεν πρέπει να έχεις μια αυτοπεποίθηση να κινείσαι και πρέπει να το κυνηγάς, αλλά από την άλλη πρέπει να ξέρεις ότι δεν το κάνεις για τη χλιδή του πράγματος, αλλά γιατί έχεις υλικό να βγάλεις. Αν δεν το έχεις, πάρα πολύ εύκολα και πραγματικά ανένοχα, επιστρέφεις σε μια άλλου είδους ζωή που είναι, όμως, πολύ υγιής. Και αν εδώ τα πράγματα σταματήσουν να πάνε όσο καλά μου πάνε μέχρι τώρα, μπορώ να πάρω και πάλι το δίσκο και να σερβίρω. Γιατί είναι μια υπέροχη υγεία να μπορείς να πληρώνεις το ρεύμα και το νερό, με οτιδήποτε και να κάνεις. Αυτό που θέλω να πω είναι πως όλο αυτό με έχει κρατήσει πάρα πολύ γειωμένο και -οπωσδήποτε- με έχει κάνει να χαίρομαι τις καλές στιγμές που μου συμβαίνουν. Δεν θεωρώ δεδομένο ότι τα πράγματα έρχονται πάντα καλά, αλλά και άσχημα. Όταν όμως συμβεί αυτό, πρέπει να έχεις μαζέψει υλικό μέσα σου, ώστε να δεις το πόσο όμορφα έχεις περάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή ή ότι μπορεί να ξαναπεράσεις όμορφα με κάποιον άλλο τρόπο.

Γ.Α.: Και πως αποφασίσατε να γυρίσετε στην Ελλάδα;
Χ.Δ.: Έκανα τις μικρούς μήκους στην Ελλάδα που μου άνοιξαν μια πόρτα. Ήταν πιο εύκολο να χρηματοδοτηθώ για μεγάλου μήκους εδώ παρά εκεί. Από την στιγμή που δεν μπορούσα να παίξω σε μια λογική μεγάλων στούντιο, με μεγάλα ονόματα και αφού δεν είχα την οικονομική δυνατότητα να τα βρω εκεί, η ευρωπαϊκή οδός μέσα από τις χορηγίες και τις κρατικές επιχορηγήσεις, ήταν πολύ πιο εύκολη. Οπότε τώρα, έχω μια μεγάλου μήκους ταινία στα χέρια μου, και έτσι σε κρίνουν διαφορετικά, βγαίνεις στην αγορά εργασίας με ένα διαφορετικό άσσο στο μανίκι

Γ.Α.: Δεν είναι ωστόσο μεγάλη η διαφορά στα μέσα που παρέχονται στην Ελλάδα για να κάνετε κινηματογράφο, σε σχέση με την Αμερική;
Χ.Δ.: Οι τεχνικοί μας εδώ είναι εκπληκτικοί. Εκεί που πάσχουμε, είναι στο τι έχουμε να πούμε. Δεν είμαστε κακοί σαν σκηνοθέτες, είναι ότι λέμε ιστορίες που δεν έχουν τίποτα να πουν σε ένα κοινό, μιλάμε λίγο ξύλινα. Εγώ που βγάζω πρώτος τα φαντάσματά μου, εγώ πάλι βλέπω ότι , μερικές φορές, πέφτω στην παγίδα να μιλάω μόνο στον εαυτό μου και να δεν ξέρω που αλλού να απευθυνθώ. Αυτό νομίζω ότι είναι και το πρόβλημα του ελληνικού σινεμά. Και φυσικά ότι υπάρχει μια έντονη δυσπιστία από όλους , από τα μέσα, από τον τύπο, από τον ίδιο τον κόσμο. Σου λέει, «γιατί να δω την ταινία του Δήμα όταν είδα μια άλλη ελληνική που ήταν μεγάλη αποτυχία;». Οπότε με αυτό το αλισβερίσι έχουμε χάσει πάρα πολύ. Δεν νομίζω όμως πως πάσχουμε στα τεχνικά σημεία.

Γ.Α.: Από την άλλη όμως δουλέψατε στην εταιρία του Τζώρτζ Λούκας, που την ακολουθεί ουσιαστικά ένας μύθος, τουλάχιστον ως προς τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιεί.
Χ.Δ.: Ο Λούκας είναι ένα άλλο σινεμά , ένα άλλο σύμπαν. Αυτό το σύμπαν δεν μπορώ να το φέρω μαζί μου. Δεν θα μπορέσω να κάνω STAR WARS και δεν θέλω άλλωστε. Αλλά εκεί το σύστημα λειτουργεί, το όνειρο δεν έχει κανένα περιορισμό. Φέρνω μαζί μου αυτή την εικόνα, επηρεάστηκα από τον επαγγελματισμό τους. Εκεί ουσιαστικά μάζεψαν τα καλύτερα μυαλά του κόσμου και έφτιαξαν μια ομάδα. Και η ομάδα αυτή δεν εφαρμόζει την τεχνολογία, αλλά εφευρίσκει την τεχνολογία. Για αυτό και στην Ευρώπη, που δεν έχουμε αυτές τις δυνατότητες, κάνουμε πιο ανθρωποκεντρικές ταινίες. Μακάρι να είχα μια τέτοια δυνατότητα. Εδώ δεν έχουμε σχολή κινηματογράφου. Ο καθένας ανακαλύπτει το όλο θέμα μόνος του. Αυτό, βέβαια, δεν είναι κακό. Δεν χρειάζεται να έχεις Phd για να κάνεις κινηματογράφο. Αυτό που χρειάζεται να έχεις είναι μια πάρα πολύ καλή αίσθηση των πραγμάτων και να είσαι παρών. Χρειάζεται από την άλλη μια τεχνική εξειδίκευση στην Ελλάδα, που δεν παρέχεται και μετά να γίνονται δουλειές που αυτήν την εξειδίκευση να την εφαρμόζουν, που και αυτό δεν γίνεται. Τα λεφτά που δίνονται δεν φτάνουν για να γίνονται πολύ προοδευτικές ταινίες. Το post-production είναι φοβερός όγκος και χρήματα. Εδώ έχουμε μόνο μια εβδομάδα για το μιξαζ. Από την άλλη, όμως, έχουμε ταινίες που έχουν ψυχή. Για μένα πρέπει να κάνεις μια ταινία που να έχει πυρήνα, να με αφορά, που να την κουβαλάω μαζί μου. Και τότε θα σου συγχωρέσω και το κακό μιξάζ και το κακό πλάνο. Τότε είμαι κερδισμένος. Τι ζητάμε από τους Έλληνες σκηνοθέτες πέρα από αυτό; Άμα το έχουμε καταφέρει αυτό, είναι ένα κερδισμένο στοίχημα. Δεν είμαστε όλοι για τον Καιάδα. Όλοι μικρά στοιχήματα προσπαθούμε να κερδίσουμε, όχι μόνο στο σινεμά αλλά σε όλη μας την ζωή.

Γ.Α.: Εσείς αισθάνεστε πως κερδίσατε αυτό το στοίχημα;
Χ.Δ.: Με τον εαυτό μου είμαι ευχαριστημένος. Είμαι χαρούμενος που η ταινία αντέχει σε πολλαπλές θεάσεις, που οι θεατές, όπως μου λένε, ανακαλύπτουν καινούργια πράγματα. Είναι μια σεμνή ταινία. Δεν είχα διάθεση να εντυπωσιάσω τον κόσμο και αυτός ο κόσμος είναι που συμμετέχει. Ακόμη και τα μικρά της ή μεγάλα της προβλήματα, τα βλέπω με αγάπη. Είναι το παιδί μου. Από την άλλη έχει περάσει ένας χρόνος, δεν προσπαθώ να την υπερασπιστώ με νύχια και με δόντια. Αλλά για πρώτη ταινία και για τον κόσμο που ήθελα να πλάσω, το έκανα με φοβερή ειλικρίνεια και πολύ καλή διάθεση και πρόθεση. Ό,τι καλύτερο είχα να καταθέσω την συγκεκριμένη στιγμή και με τις συγκεκριμένες συνθήκες, το έκανα. Δεν θεωρώ ότι έκανα την παραμικρή έκπτωση στο όραμά μου, απλά δεν ξέρω αν έχω την ικανότητα να το ελέγξω σε αυτό το βαθμό που του άξιζε. Αν και ακόμη και αυτό θεωρώ ότι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, προσπάθησα να το υπερασπιστώ με την καλύτερη πρόθεση.

Γ.Α.: Στο όραμά σας και στην δουλειά σας ποιες είναι οι επιρροές που έχετε δεχτεί;
Χ.Δ.: Το West Side Story ήταν ο λόγος που αποφάσισα να γίνω ακηνοθέτης…Ταινίες όπως το «Φάνυ και Αλέξανδρος», το «Πελέ ο κατακτητής». Ο Τρυφώ μου αρέσει, ο Νηλ Τζόρνταν με το στυλ του με ενδιαφέρει, ο Ατόμ Εγκογιάν το ίδιο. Θέλω να πω, πως υπάρχουν άνθρωποι που με αφορούν. Βλέπω σινεμά και είμαι ανοιχτός γενικά

Γ.Α.: Εστιάζοντας στους «Ακροβάτες», πώς αποφασίσατε έχοντας ήδη γράψει ένα βιβλίο, έχοντας δηλαδή ήδη καταθέσει στο κοινό αυτά που είχατε στο μυαλό σας, να το μεταφέρετε σε εικόνα;
Χ.Δ.: Το βιβλίο πέρασε εντελώς απαρατήρητο και νομίζω πως αξίζει περισσότερο. Είναι κάτι πολύ διαφορετικό, είναι πιο σκοτεινό, πολύ υπέροχα άρρωστο. Εκεί το σκοτάδι του Ααρών είναι πιο έντονο, ενώ στο φιλμ είναι μέσα σε ένα φως καλοκαιρινό, μεσογειακό, απενοχοποιημένο. Όμως ακριβώς αυτός ο χαρακτήρας, αυτά τα βλέμματα, αυτές οι μουσικές, αυτό το παιδί κάτω από το τραπέζι που βλέπει και ζωγραφίζει και το χτυπούν με την μυγοσκοτώστρα, είναι πινελιές που στο βιβλίο γίνονται νύξεις. Εγώ τις έχω πάρα πολύ έντονα στο μυαλό μου και αφού έχω την ικανότητα αυτό το πράγμα να το μεταφράζω σε εικόνα, είχε γίνει ένας κόμπος που ζητούσε να γίνει φιλμ. Ακόμη και οι μικρού μήκους ταινίες ή και τα βιντεοκλίπ που κάνω είναι μικρές ιστορίες που σκεφτόμουν και αναζητούσα τον τρόπο και την στιγμή που θα γινόντουσαν εικόνα. Είμαι ένας τόσο καταπιεσμένος εικονοπλάστης και κάποιες σκέψεις μου, δεν μου αφήνουν περιθώρια να μην μεταφραστούν σε φιλμ. Αλλιώς μπορεί για χρόνια να τις έχω και να με στοιχειώνουν.

Γ.Α.: Αυτή η ενασχόληση σας με τα βίντεοκλιπ, πόσο σας βοήθησε στην δουλειά σας;
Χ.Δ.: Εκεί έχουμε να κάνουμε με ένα συγκεκριμένο τραγούδι, καλλιτέχνη και προφίλ. Είχα, όμως, την τύχη να μου εμπιστευτούν να γράψω ο ίδιος τις ιστορίες. Οπότε εξυπηρετώντας τις ανάγκες της αγοράς, μου δινόταν η δυνατότητα να πω μια δική μου ιστορία μέσα σε τρία λεπτά και να βάλω την δική μου αισθητική σε αυτό το πλαίσιο, που είναι μια εκπληκτική ευκαιρία που σου δίνεται με το μέσο αυτό. Ήταν δηλαδή ιστορίες που είχαν μια αιχμή που την υπερασπίζω 100% και γνώρισα και ανθρώπους που είναι φοβεροί επαγγελματίες. Αυτό το πρόβλημα που έχουμε εμείς οι σκηνοθέτες και δήθεν διανοούμενοι, είναι ότι είμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα καθωσπρεπισμό, σε ένα βαρύγδουπο πρέπει. Δεν με αφορά. Πρέπει να δοκιμάζουμε, πρέπει να είμαστε στον χώρο, πρέπει να περνάμε και καλά.

Γ.Α.: Σας κατηγόρησαν ή σας αμφισβήτησαν ποτέ για αυτό;
Χ.Δ.: Από την στιγμή που γύρισα από Αμερική έπαιξα παντού. Έκανα στο θέατρο το «Καληνύχτα μητέρα» με την Μπεμπεδέλη και την Υψηλάντη, ασχολήθηκα και με την τηλεόραση με τον «Κόκκινο Κύκλο». Ενώ, λοιπόν, γενικά υπάρχει μία στεγανότητα όπου ο καθένας κρατάει προστατευμένο τον χώρο του, εγώ έπαιξα σαν μπαλαντέρ, ασχολήθηκα με όλα τα μέσα. Δεν μπορούν να με θεωρήσουν βιντεοκλιπά ή τηλεοπτικό. Επίσης αν δεν είχα την τηλεόραση δεν θα μπορούσα να ελέγξω τον όγκο μια ταινίας. Οι μικρού μήκους έγιναν με τους φίλους μου, με μια κάμερα στο χέρι, τα σαββατοκύριακα. Έχουν μια άλλη υπέροχη λογική, ένα αντάρτικο. Η μεγάλου μήκους ταινία με εννέα εβδομάδες γύρισμα, με δέκα ώρες δουλειά την ημέρα, με συνέπεια, ηθοποιούς και παιδιά, χρειαζόταν μια πείρα που μου την έδωσε η τηλεόραση και η τριβή στο σενάριο. Μια πείρα και ως προς το πώς να αντιμετωπίζεις του ηθοποιούς και ως προς την ετοιμότητα που απαιτεί το γύρισμα, όπου πρέπει να περιμένεις ότι μπορεί να σου πάνε όλα ανάποδα και όπου πρέπει να μπορείς να βρεις εύκολα λύσεις.

Γ.Α.: Τα παιδιά στα οποία αναφερθήκατε, έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία. Πώς ήταν η συνεργασία σας;
Χ.Δ.: Τα σημερινά παιδία έχουν ένα πολύ ενήλικο βλέμμα, έχουν καταιγισμό εικόνων , έχουν φαντασία, και δεν μπορείς να τα κοροϊδέψεις. Αυτό το οποίο έκανα από την πρώτη στιγμή είναι να τους μιλάω σαν να είναι ενήλικες. Με έβλεπαν κάτι μεταξύ αδελφού, πατέρα και σκηνοθέτη, ανά πάσα στιγμή ήξεραν πως δεν τους έπαιρνε να είναι χαλαροί. Δηλαδή έρχονταν πάντα διαβασμένοι, ήξεραν πως έπρεπε να κάνουν αυτό που έπρεπε, ενώ από την άλλη, επειδή ήταν καλοκαίρι, έπαιζαν και πολύ, έγιναν παρέα, έκαναν μπάνιο στην δεξαμενή, υπήρχε γενικά μια αίσθηση συνομωσίας. Μπορούσαμε να συνεννοηθούμε , αυτά που ζητούσαμε μπορούσαν να τα δώσουν. Μου ήταν πολύ πιο εύκολο, από ότι μου είπαν ότι θα είναι. Νομίζω ότι ένα πρόβλημα των σκηνοθετών είναι ότι εγκλωβιζόμαστε στα τεχνικά, τι φακός θα μπει, κλπ. Εγώ δεν ξέρω γρι από τεχνικά αλλά στην ταινία μου έχω τους καλύτερους συνεργάτες με εξαιρετικούς βοηθούς που ξέρουν τι κάνουν . Εγώ θέλω να είμαι με τους ηθοποιούς μου και να δουλεύω και ότι απορία υπάρχει να την λύσω, και όχι να είμαι εγώ που θα απαντήσει στα πρακτικά.. Οπότε έτσι έχω την δυνατότητα να πλησιάσω τους ηθοποιούς που θα μου πουν τα λόγια που πρέπει να πουν. Αυτά τα λόγια βρίσκουν τον τρόπο και τον λόγο ύπαρξης στο στόμα τους, και στους μεγάλους και στους μικρούς. Μου δόθηκε η δυνατότητα να επικοινωνούμε και αυτό που θέλουν οι ηθοποιοί -ακόμα και τα παιδιά- είναι να καταλάβουν τι έχεις μέσα σου. Είμαι φοβερά ευχαριστημένος με τα παιδιά.. Η σκηνή στην οποία το παιδί φωνάζει πάνω στην στέρνα και πετάγεται η φλέβα στον λαιμό, κάποια βλέμματα του Ααρών ή η ενέργεια σε σκηνές όπως αυτή του νεκροταφείου, είναι φοβερά μαγικά δώρα. Μπορεί να μην έχουν συναίσθηση του τι έκαναν για μένα και για την ταινία μου, αλλά είναι φοβερές στιγμές, που δεν θα αφήσω κανέναν να τις αμφισβητήσει. Θεωρώ ότι είναι πολύ δυνατές και γνήσιες.

Διαβάστε το δεύτερο μέρος της συνέντευξης
 


ΑΡΧΕΙΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΩΝ
Μεγάλα Αφιερώματα

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ