Μία ζαχαρένια Νέα Υόρκη μας συστήνεται με μουσικό χαλί μία ερωτική jazz μελωδία από την Anita O'Day. Η κάμερα εισβάλλει σε σπίτια συλλαμβάνοντας ανθρώπους πάνω σε στιγμές σεξουαλικής έκφρασης. Τίποτα δεν κρύβεται και τίποτα δε λογοκρίνεται. Όμως είναι ό,τι βλέπουμε αυτό που οι ήρωες θέλουν να πουν, σε εμάς, στους άλλους, στον ίδιο τους τον εαυτό; Σε μία γωνίτσα του 'Μεγάλου Μήλου' υπάρχει ένα night club όπου οι σεξουαλικές εκφράσεις αναμειγνύονται, άτομα διαφορετικού φύλου, ερωτικών προτιμήσεων, κοινωνικής τάξης και ηλικίας μιλούν, τραγουδούν, διασκεδάζουν, συμμετέχουν σε καλλιτεχνικές θεματικές βραδιές και ερωτοτροπούν κατά ομάδες και κατά βούληση. Μέσα σε αυτό το ανθρώπινο καταφύγιο διαφορετικότητας, γνωστό ως «Shortbus», όλοι έχουν μία ελπίδα και μία πιθανότητα να αισθανθούν την ανταπόκριση και την αποδοχή, μαζί και την αλληλεγγύη. Μία ελπίδα για να πιστέψουν πως δεν είναι τόσο μόνοι...
Το ανυπέρβλητο «Hedwig And The Angry Inch» ήταν μόνο η αρχή για τον John Cameron Mitchell. Προσπερνώντας την αποθέωση που γνώρισε το «Shortbus» στις περασμένες 'Νύχτες Πρεμιέρας' και τα 15.000 εισιτήρια πανελλαδικώς, η τολμηρή αυτή δημιουργία δεν έχει καμία ανάγκη τους αριθμούς και τις πρόσκαιρες εντυπώσεις για να χαρακτηριστεί μία από τις ταινίες-σταθμούς όχι μόνο της σεζόν που φεύγει αλλά και της δεκαετίας. Το ίδιο δηλαδή που ισχύει και για το πρώτο σπουδαίο πόνημα του Mitchell. Αυτό το ενήλικο σουρεαλιστικό παραμύθι με τις ωμές σκηνές - straight & gay - σεξ αποτελεί άψογο παράδειγμα του πώς η προβεβλημένη σεξουαλική πράξη δεν ανήκει κατ' ανάγκη στα... πονηρά ράφια των video-clubs. Η γλώσσα των σωμάτων που χρησιμοποιεί ο Mitchell αποτελεί το άρμα από το οποίο αρπάζεσαι με παιδιάστικη ενόρμηση και ελπίδα για να αφουγκραστείς μία επίκαιρη διαλεκτική πάνω στη μοναξιά, τους προσωπικούς φόβους, τις νευρώσεις και γενικότερα το χειρότερο εχθρό του σύγχρονου ανθρώπου, τον κοινωνικό του αυτισμό, το μεγαλύτερο ίσως εμπόδιο για να αισθανθεί αυθεντικά ελεύθερος. Το σεξ, λοιπόν, και η 'θρασύτατη' ερωτική έκφραση των ηρώων της ταινίας παραπέμπουν στη βαθύτερη αποδοχή που πρέπει να διεκδικήσεις από τον ίδιο σου τον εαυτό και τις απαγορεύσεις σου, εκείνες που σε κρατούν δέσμιο της εσωτερικής σου ειλικρίνειας και της απενοχοποιημένης ανθρώπινης επαφής με τον κόσμο γύρω σου. Ο μεγαλύτερος φόβος ελλοχεύει στην προσπάθεια να αγαπήσεις και να αποδεχθείς τον εαυτό σου. Η σεξουαλική απελευθέρωση των 60s είναι κάτι που υποτίθεται πως απολαμβάνουμε σήμερα, χωρίς όμως τη μνήμη του πώς προήλθε και τι εκείνη κάποτε σήμαινε, με δεμένα μάτια και χέρια, αγγίζοντας κατά βάση σάρκα και όχι ψυχή.
Ένα ακόμα ζήτημα που θέτει ο σκηνοθέτης είναι ο ρόλος του σημαντικού άλλου σε μία σχέση. Όταν ο νεαρός παρατηρητής του ζεύγους James και Jamie κατασκοπεύει τη ζωή τους δίκην θεατή σαπουνόπερας, απαιτεί τη κρίσιμη στιγμή να παρέμβει ως από μηχανής θεός προκειμένου να καλύψει τις προσδοκίες και τα προσωπικά του κενά προβεβλημένα σε μία σχέση που εκβιαστικά υπολογίζει ως δική του. Με άλλα λόγια, η συμβολή των τρίτων μέσα σε μία σχέση που τόσο συνειδητά ή ασυνείδητα επενεργεί προβάλλεται από το Mitchell μέσα από ένα πλαίσιο υπερβολής που όμως λειτουργεί θαυμάσια στην κατάδειξη του κοινωνικού αυτού ζητήματος.
Εκτός από την ταξιδιάρικη κάμερα του, που γλιστράει σαν να ακολουθεί με βήματα χορού τους ήρωές του, ο Mitchell προτιμά εμφανώς να φωτίσει το εσωτερικό χάος των ηρώων του με τη μουσική. Όλα τα κομμάτια που ακούγονται στο «Shortbus» είναι ξεχωριστά, παρεμβατικά και βαθύτατα συναισθηματικά, προσεκτικά επιλεγμένα ώστε να εναρμονίζονται με την αισθητική της ταινίας. Το φινάλε μάλιστα επενδύεται με μία μελωδία που εισβάλλει - συνεπικουρούμενης και της εικόνας - στα βαθύτερα και πιο διψασμένα σημεία της ψυχής.
Δεδομένης και της δυσκολίας να γυριστούν τόσες σκηνές γυμνού και σεξουαλικής επαφής, ο Mitchell συνεργάστηκε και έστησε τους ρόλους από κοινού με τους ηθοποιούς, κάτι που δικαιολογεί το κατά γενική ομολογία άρτιο επίπεδο των ερμηνειών που αποσπά.
Σε αυτή του σπουδαία όσο και δύσκολη στη διαχείριση ταινία, ευτυχώς μπορείτε να βρείτε ενδιαφέρον extra υλικό. Η ποιότητα της έκδοσης είναι εμφανής, τόσο στον ήχο (Dolby Digital 2.0 και 5.1) όσο και στην εικόνα (1.78:1). Διατίθενται επίσης επτά επιλογές υποτίτλων. Σε ό,τι αφορά το πρόσθετο υλικό, αρχικά θα βρείτε τις συνεντεύξεις του πρωταγωνιστή Jay Brannan και του σκηνοθέτη John Cameron Mitchell. Και οι δύο μιλούν εξετάζοντας την ταινία και τα χαρακτηριστικά της από ιδιαίτερες και χρήσιμες πλευρές, ενώ είναι μάλλον από τις λίγες φορές που ένας δημιουργός ακούγεται τόσο σαφής και ουσιαστικός ως προς τους σκοπούς και τη φιλοσοφία του ξεφεύγοντας από κοινότοπες απαντήσεις. Οι οκτώ κομμένες σκηνές που ακολουθούν διαθέτουν όλες δυνατότητα υποτιτλισμού. Τέλος, μπορείτε να παρακολουθήσετε ένα βιντεάκι χωρίς σχολιασμό που παρουσιάζει μέρος των γυρισμάτων μίας κεντρικής σκηνής ομαδικού σεξ.