Η περασμένη τηλεοπτική σεζόν έχει φέρει το δημοφιλέστερο talent-show των ΗΠΑ, «American Dreamz», στην κορυφή της δημοτικότητάς του παγκοσμίως. Ο ξιπασμένος αλλά γοητευτικός παρουσιαστής, Μartin Tweed (Hugh Grant), δεν απαιτεί για τη νέα σεζόν τίποτα λιγότερο από τη διατήρηση των σκήπτρων, άσχετα με το ότι κατά βάθος απεχθάνεται τη δουλειά του. Τα νέα ταλέντα που πρόκειται να φιλοξενηθούν διεκδικώντας αναγνώριση και δόξα, ανιχνεύονται από τα 'λαγωνικά' του show που 'κοσκινίζουν' κάθε υποψήφιο. Φαντασμένοι, ταλαντούχοι, ατάλαντοι, φρικιά και παντός είδους παιδιά με μικρής ή μεγάλης κλίμακας όνειρα προσπαθούν να βρουν το σοκάκι εκείνο που θα τους οδηγήσει στη λεωφόρο της δόξας. Φυσικά το κοινό περιμένει κάθε χρόνο ανυπόμονα το αγαπημένο του ριάλιτι, στη θέα του οποίου αποχαυνώνονται μπροστά στη μικρή οθόνη ακόμα και τρομοκράτες της Αλ Κάιντα! Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, μια χώρα που ο προσφάτως επανεκλέγεις πρόεδρός, Staton (Dennis Quaid), καταλαμβάνεται από κρίση συνείδησης, ξαφνικό ενδιαφέρον για τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στον υπόλοιπο κόσμο και που δείχνει απρόθυμος να εκτελέσει τα καθημερινά του καθήκοντα. Προτιμά να διαβάζει εφημερίδα για να ενημερώνεται ή να παρακολουθεί το 'American Dreamz' και με τα καμώματά του κάνει τον 'τρομοκρατόπληκτο' σύμβουλό (του Willem Dafoe) να τρέχει και να μη φτάνει.
Από τους δημιουργούς των «American Pie» και «About A Boy» έρχεται το «American Dreamz». Η νέα ταινία του Paul Weitz ταλαντεύεται ανάμεσα στη κωμωδία και τη παρωδία, το αυθεντικά καυστικό και το κιτς, το φολκλόρ και το σύνηθες χολιγουντιανό στιλ. Απευθυνόμενο στο αμερικάνικο κοινό, ίσως να δείχνει περισσότερο δυναμικό και επιθετικό. Θα ήταν ψέμα όμως αν υποστηρίζαμε πως δε βρήκαμε μερικά καθόλου τιμητικά στοιχεία του δικού μας τηλεοπτικού (και όχι μόνο) βόθρου. Μανάδες που ζουν για να δούνε το γλυκύτατο βαμπίρ αγάπης που βαφτίζουν κόρη τους να διαπρέπει σε διαγωνισμό ηλίθιων και κοινωνικής -εγκεφαλικά ανάπηρης- συμπάθειας. Παιδιά σε αφασία που ζουν μέσα στη ναρκωτική φαντασίωση του star-system. Πλαστικά χαμόγελα άδειων αστέρων ή χειρότερα μιμητικών wannabe διασημοτήτων που απευθύνονται σε καταναλωτικά zombies βγαλμένα θαρρείς από ταινία του Romero. Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Καθόλου άστοχα λοιπόν εμφανίζεται σε τέτοιο κοινό ένας πρόεδρος-μαριονέτα όπως ο Staton όπου καθοδηγείται αποκλειστικά από το επιτελείο του ζώντας με τη σειρά του και αυτός σε αντίστοιχη, αφασική κατάσταση.
Ακόμα και τα ονόματα των ηρώων παραπέμπουν στη προσωπικότητά τους: ο γλυκούλης -για τους πολλούς- παρουσιαστής Tweed που τον φωνάζουν Tweedy (κατά παράφραση του γνωστού διάσημου καναρινιού της Warner), η -μα τι γλυκιά που είναι;- αλλά καθαρόαιμη σκύλα Sally Kendoo (παραπέμπει εμφανώς στο can do, δηλ. 'μπορώ να το κάνω') ενώ ας αφήσουμε κατά μέρους το προφανές μήνυμα της ονομασίας του ριάλιτι. Στα παραπάνω προσθέστε το αλληγορικό αλλά καθόλου μακριά από το 'μιντιακό' και κοινωνικό κανιβαλισμό φινάλε. Βέβαια η ταινία πολλές φορές φτάνει και ξεπερνά τα όρια του κιτς και του surreal. Τρομοκράτες ορκισμένοι για ιερό πόλεμο κατά των Η.Π.Α. που κατακτώνται από οθόνης και ξεχνούν για λίγο το μαρτυρικό τους ρόλο αλλά και Αφγανοί μετανάστες με λατρεία στη ντίσκο και τα μιούζικαλ ποζάρουν μπροστά στο αλαλάζον κοινό. Δεν αποφεύγονται ούτε οι ευκολίες ούτε τα άστοχα αστεία που, όπως είπαμε και παραπάνω, προσδίδουν στο «American Dreamz» χαρακτηριστικά παρωδίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Hugh Grant
αποτελεί τον πλέον επιτυχημένο χαρακτήρα της ταινίας με τον Dennis Quaid να επαναλαμβάνει συνηθισμένες, μέτριες επιλογές και τον Willem Dafoe να περιφέρεται κατά βάση ως καρικατούρα,έχοντας ωστόσο μερικές καλές στιγμές. Τέλος, δε τα πηγαίνει κι άσχημα η Mandy Moore στο ρόλο της - γλύκας στο γυαλί, σκύλας στη ψυχή - wannabe εθνικής (και όχι μόνο) σταρ.
Παρά το ότι το «American Dreamz» δε βρήκε - παραδόξως - διανομή για τις ελληνικές αίθουσες, η έκδοση που κυκλοφόρησε δε διαθέτει extras. Το μόνο που υπάρχει είναι trailer των ταινιών «The Break-up» και «You, Me and Dupree». Κατά τα λοιπά, οι βασικές παροχές διατίθενται κανονικά (επιλογή σκηνών και ελληνικοί υπότιτλοι). Το δισκάκι ποιοτικά δεν υπολείπεται έναντι άλλων πρόσφατων παραγωγών. Το ερώτημα βέβαια κατά πόσο μία ταινία που δε βγήκε στις αίθουσες περιμένει να ξεχωρίσει στα ράφια των video-clubs χωρίς να διαθέτει το ελάχιστο επιπρόσθετο υλικό παραμένει για μας και για σας αναπάντητο.