Η Αυστριακή Μαρία Αντουανέτα σε ηλικία 14 χρόνων φτάνει στη Γαλλία, προκειμένου να παντρευτεί τον διάδοχο του Γαλλικού θρόνου και με τους απογόνους τους να διασφαλίσουν ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στα βασίλεια της Γαλλίας και της Αυστρίας...
Μετά το υπερεκτιμημένο «Lost In Translation», η Sophia Coppola επιστρέφει με το «Marie Antoinette», το οποίο ήδη από την πρώτη της προβολή στις Κάννες προκάλεσε ανάμικτα συναισθήματα ενθουσιασμού και απαξίωσης. Το να γυρίσει ταινία που περιγράφει το πολιτικό, κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο στις Βερσαλλίες λίγο πριν από την έναρξη της Γαλλικής επανάστασης δεν είναι εκείνο που ενδιαφέρει τη σκηνοθέτη. Αντίθετα προσεγγίζει τον χαρακτήρα της Μαρίας Αντουανέττας ως μιας έφηβης που προσπαθεί σκληρά να ανταποκριθεί στους ρόλους της υπάκουης κόρης, πιστής συζύγου, καλής βασίλισσας και αγαπητικής μητέρας χωρίς ποτέ να ξεχνάει τη νεαρή της ηλικία και την ιδιότητά της ως γνήσιο party animal του 19ου αιώνα.
Συνεργαζόμενη για δεύτερη φορά με την Kirsten Dunst μετά το Virgin Suicides, η σκηνοθέτης αποσπά μια εξαιρετική ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια της. Δυστυχώς δεν ισχύει το ίδιο και για τον Jason Schwartzman ο οποίος απογοητεύει με την αδυναμία του να γεμίσει την οθόνη. Μπορεί ο χαρακτήρας της Αντουανέττας να είναι ο κυρίαρχος η αναιμική του παρουσία ωστόσο δε βοηθάει. Εντυπωσιακή είναι η δουλειά που έχει γίνει με τα κοστούμια και τα σκηνικά, ενώ οι παραγωγοί πήραν ειδική άδεια από τη Γαλλική κυβέρνηση προκειμένου να κάνουν γυρίσματα στα ανάκτορα των Βερσαλλιών.
Η ταινία μπορεί να ικανοποιήσει τον αμφιβληστροειδή του θεατή αλλά τίποτα περισσότερο. Με την Dunst να αλλάζει φορέματα σε όλες του αποχρώσεις του ρόζ και να γεύεται πολύχρωμα γλυκίσματα και τη Γαλλική σαμπάνια που ρέει άφθονη κάνουν την λαιμητόμο καλύτερη επιλογή από την παρακολούθηση της αναιτιολόγητα μεγάλης σε διάρκεια ταινίας. Μπορεί η σκηνοθέτης να θέλει να δείξει με το επαναλαμβανόμενο τρόπο ψυχαγωγίας της βασίλισσας πόσο αποκομμένη από τον λαό της ήταν, από ένα σημείο και πέρα όμως το όλο εγχειρήματα φαντάζει κενό, επιφανειακό και υπερφίαλο. Η ειρωνεία είναι ότι όταν εμφανίζεται ο οργισμένος όχλος έξω από το παλάτι και αρχίζει να δημιουργείται κάποια ένταση και ενδιαφέρον, η ταινία τελειώνει. Καλό θα είναι να αποφύγετε το παντεσπάνι.