Gilda
Παραγωγή: 1946
Σκηνοθεσία: Charles Vidor
Πρωταγωνιστούν: Rita Hayworth, Glenn Ford, George Macready, Joseph Calleia,
Αν και γυρισμένη στα 1946, αμέσως μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και κατά την έναρξη της ψυχροπολεμικής περιόδου, η «Gilda» θεωρείται ελάχιστα στρατευμένη, σε σύγκριση με την πλειοψηφία των κατασκοπευτικών film noir, που απασχόλησαν δημιουργούς και θεατές την ίδια περίοδο. Πράγματι, το βασικό μοτίβο που απαντάται στις ταινίες του εν λόγω κινηματογραφικού ρεύματος, δεν απουσιάζει και από τη συγκεκριμένη δημιουργία του σκηνοθέτη Charles Vidor: χαρακτήρες που ζουν και κινούνται στο παρανοϊκά καχύποπτο μεταπολεμικό «σκηνικό», έχοντας πετάξει τις παλιές τους ταυτότητες- κάλλιστα αυτές των Γερμανών, ναζιστών κατασκόπων- και ξεκινώντας από το μηδέν, «χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον» (όπως τονίζεται αρκετές φορές και στην «Gilda»). Ωστόσο, η τεράστια δυναμική της εποχής εκείνης, όπως θα μπορούσαν να τη βιώσουν οι πρωταγωνιστές μέσα από εθνικιστικές εξάρσεις, κρίσεις δυσπιστίας και σωρεία φοβιών δεν προσφέρει παρά ένα πρωτογενές υπόστρωμα, πάνω στο οποίο τα πρόσωπα κινούνται, ή καλύτερα παρασύρονται, δέσμια των παθών τους.
Η «Gilda» αποτελεί αξιοσημείωτο παράδειγμα ταινίας με πληθώρα σεναριακών ατοπημάτων (δύσκαμπτη πλοκή, νοηματικά κενά, υπερβολές και παραλήψεις), τα οποία όμως, δεν κατάφεραν να της στερήσουν ούτε ίχνος της λάμψης της και του συναισθηματικού αναστήματός της. Αντίθετα, ελάχιστοι είναι οι θεατές που αποπροσανατολίζονται από την δυσκίνητη σεναριακή εξέλιξη. Το γενικότερο πλαίσιο της ταινίας, παρόλα αυτά, έχει ως εξής: ο ιδιοκτήτης μεγάλου καζίνο της Λατινικής Αμερικής Ballin Mundson (George Macready) γνωρίζει τυχαία των τζογαδόρο, αγνώστων λοιπών στοιχείων, Johnny Farrell (Glenn Ford) και αποφασίζει να τον κάνει πιστό του βοηθό. Οι αρμοδιότητες του Johnny επεκτείνονται διαρκώς, μέχρι που μια σχέση ισότιμης εξουσίας πλέκεται γύρω από τους δύο άντρες. Όλα ανατρέπονται όμως, όταν ο Mundson γυρίζει από κάποιο ταξίδι, έχοντας παντρευτεί. Η σύζυγός του δεν είναι άλλη από την Gilda (Rita Hayworth), μια γυναίκα που φαίνεται να μοιράζεται κοινό, εξίσου θολό παρελθόν με τον συνεργάτη -πια- του άντρα της.
Τις τελευταίες έξι περίπου δεκαετίες, διάφορες θεωρίες και ερμηνείες έχουν διατυπωθεί όσον αφορά τα κρυμμένα μηνύματα της «Gilda», μηνύματα που το πουριτανικό καθεστώς λογοκρισίας της εποχής εκείνης δεν θα επέτρεπε να προβληθούν απροκάλυπτα: η σχέση των δύο αντρών-πρωταγωνιστών χαρακτηρίζεται από μια λανθάνουσα, αλλά επίμονη ομοφυλοφιλική διάθεση. Το κλίμα του μισογυνισμού είναι διάχυτο, καθώς η γυναίκα παρουσιάζεται να μετέρχεται όπλων αποκλειστικά σεξουαλικών και «κατώτερων», τα οποία στο τέλος δεν καταφέρνουν να της χαρίσουν υπεροχή έναντι της ανδρικής ανωτερότητας. Και βέβαια, πολλά μπορούν να ειπωθούν για το ερωτικό τρίγωνο (menage a trois) που αναπτύσσεται ανάμεσα στους τρεις ήρωες.
Πραγματική πηγή λάμψης της «Gilda», όμως, παραμένει μονάχα η ίδια, δηλαδή η Rita Hayworth: ο Vidor κατάφερε να την αποθεώσει και να της χαρίσει τη φήμη της συγκλονιστικότερης και περισσότερο ερωτεύσιμης ίσως γυναικείας παρουσίας που διέσχισε ποτέ τη μεγάλη οθόνη. Υπό τους ήχους των αξέχαστων «Amaro Mio» και «Put the blame on Mame», αφήνει τον πηγαίο ερωτισμό της να ξεχειλίσει και να σαγηνεύσει όχι μόνο τους παρτενέρ της επί σκηνής, αλλά και κάθε ανυποψίαστο θεατή, μεταφέροντας τον απόηχο μίας εποχής, στην οποία η ιδιότητα του sex-symbol απείχε κατά πολύ από κάθε τι χυδαίο και φτηνό. Εξάλλου, η Hayworth θα είναι για πάντα η μοναδική γυναίκα, που κατάφερε να κόψει τις ανάσες εκατομμυρίων αντρών, βγάζοντας απλά και μόνο το μακρύ, μαύρο γάντι της.
Το Πρόγραμμα των Προβολών