The Postman Always Rings Twice
Παραγωγή: 1946

Σκηνοθεσία: Tay Garnett
Πρωταγωνιστούν: Lana Turner, John Garfield, Cecil Kellaway, Hume Cronyn, Leon Ames
Έπειτα από το ιδιότυπο ζενερίκ με μορφή εξώφυλλου βιβλίου και αμέσως μετά το εναρκτήριο voice-over -αναπόσπαστο ιδίωμα των film noir του Α40- ο πρωταγωνιστής στέκεται μπροστά από μία πρόχειρη πινακίδα και διαβάζει: "MAN WANTED". Μία μόνο σεκάνς ακόμα αρκεί για να συμπυκνωθεί σε λίγα μέτρα celluloid το πνεύμα του The Postman Always Rings Twice, αλλά και ενός ολόκληρου κινηματογραφικού genre: με είσοδο επί τούτου εφάμιλλη εκείνης της Dietrich εν πλω για το Morocco, η εξίσου φετιχιστική περσόνα της Lana Turner αφήνει το κραγιόν της να παραπέσει, προσελκύοντας το βλέμμα του ήρωα, της κάμερας και των θεατών σε ένα κοντινό πλάνο των γυμνών της ποδιών, του παραπλανητικά λευκού της φορέματος και της εκτυφλωτικής, πλατινέ της κουπ. Λίγες στιγμές μετά, η πινακίδα σιγοκαίει στην φωτιά. Ο άνδρας (εντός και εκτός κινηματογραφικού σύμπαντος) έχει βρεθεί. Όσα πρόκειται να ακολουθήσουν -δύο παθιασμένοι εραστές, ένα παράτολμο σχέδιο δολοφονίας και ένα μυστικό χρηματικό ποσό- είναι δευτερεύοντα και προσχηματικά. Γιατί περισσότερο από κάθε άλλο κινηματογραφικό γένος, το film noir δεν κατάφερε (και δεν χρειάστηκε) ποτέ να πείσει πως στοχεύει σε κάτι περισσότερο από την ηδονιστική διαιώνιση της ίδιας της αρχετυπικής του εικονογράφησης.
Στην πρώτη κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης νουβέλας του James Cain, ο Garnett κατορθώνει με δεξιοτεχνία να στριμωχτεί μέσα στα στενά εκφραστικά περιθώρια του αμερικανικού καθωσπρεπισμού, ο οποίος κράτησε σφραγισμένο το σενάριο στο συρτάρι της ΜGM σχεδόν για μία δεκαετία. Με σωτήριες χρονικές ελλείψεις και ασταμάτητους ερωτικούς συνειρμούς, ο Garnett υπαινίσσεται μακράν περισσότερα από όσα του επιτρέπεται να κινηματογραφήσει και παρασύρει τον θεατή σε μία αφηγηματική διαδρομή που τις επόμενες δεκαετίες έμελλε να καθιερωθεί στην παράδοση του σινεμά ως η τυπική χιτσκοκική κλιμάκωση: ξεκινώντας με την μπανάλ ιστορία ενός περιπλανώμενου τυχοδιώκτη, ο σκηνοθέτης υποκρίνεται πως δοκιμάζει τις ηθικές αναστολές του κοινού, ρίχνοντας του για δόλωμα έναν παθιασμένο, απαγορευμένο έρωτα. Εκείνο, όμως, που αρχικά μοιάζει με τον πυρήνα της ιστορίας αλλά και με το ζενίθ της πρόκλησης, αποδεικνύεται τελικά η αρχή μονάχα μίας αδιάκοπης πορείας: από τις ενοχές των καταραμένων εραστών και την συντριβή τους, μέχρι την σύλληψη του "τέλειου εγκλήματος". Κι από τις αγωνιώδεις απόπειρες εκτέλεσής του μέχρι την τιμωρία, εντός των τειχών του δικαστηρίου αλλά και έξω από αυτό, στην αληθινή ζωή, εκεί που η θεία δίκη χτυπά την πόρτα δύο φορές -σαν άλλος ταχυδρόμος- και ο ένοχος δεν μπορεί παρά να ακούσει τελικά το κάλεσμά της. Αναλόγως, βέβαια, το ηθικό κοσμοείδωλο του εκάστοτε σκηνοθέτη. Και του κάθε θεατή.
Βέβαια, όποια απόπειρα σεναριακής ή, ακόμα χειρότερα, ηθικολογικής εκτίμησης αρκεί για να παρασύρει τον θεατή μακριά από την απόλαυση, πόσο μάλλον την κατανόηση ενός film noir και του μαγικού μηχανισμού στον οποίο χτίστηκε πριν από έξι δεκαετίες ένα από τα πιο σαγηνευτικά genre του Hollywood. Πόση σημασία, δηλαδή, μπορεί να έχει ο δυσνόητος σεναριακός δαίδαλος ενός φιλμ όπως το The Big Sleep και πόσο αποθαρρυντικό μπορεί να αποδειχτεί το "δίκαιο" φινάλε του The Lady from Shanghai, όταν ένα ολόκληρο κινηματογραφικό γένος κατάφερε να μείνει στην κινηματογραφική ιστορία χάρη σε στιγμές όπως εκείνο ακριβώς το συνταρακτικό ζενερίκ με τις σκιές του Bogart και της Bacall ή η αντανάκλαση της οπλοφορούσας Hayworth στον θάλαμο με τους καθρέφτες. Σε αυτή τη βάση και μόνο αξίζει να ζυγιστεί το τολμηρό film noir του Garnett. Στο μέτρο, δηλαδή, που το καταστροφικό πάθος των δύο χαρακτήρων του καταφέρνει (ή αποτυγχάνει) να υπερβεί τα στεγανά ενός φιλμ a priori καταδικασμένου στην θεματική και αισθητική φόρμουλα του είδους και να γεννήσει τον δικό του μύθο. Και εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν. Γιατί, μπορεί το The Postman Always Rings Twice να αποτέλεσε σπάνιο παράδειγμα εμπορικά επιτυχημένου film noir τις δεκαετίες του Α40 και του Α50, μπορεί η φιγούρα της Turner να δημιουργεί από μόνης της μία εναλλακτική βερσιόν της femme fatale -αυτή τη φορά καταπιεσμένης συζύγου και όχι απόμακρης αρτίστας- το φιλμ όμως ποτέ δεν απογειώνεται. Εκτός, ίσως, (κι αυτό με δισταγμό) από την σεκάνς του χορού. Με τους καταραμένους εραστές να στροβιλίζονται στο ημίφως της σάλας. Και να αποχωρίζονται βίαια, λίγο πριν τα χείλη τους ενωθούν.
Το Πρόγραμμα των Προβολών