Senso
Παραγωγή: 1956

Σκηνοθεσία: Luchino Visconti
Πρωταγωνιστούν: Alida Valli, Farley Granger, Heinz Moog, Rina Morelli, Christian Marquand
Η Ιταλία ζει τις τελευταίες στιγμές της Αυστριακής κατοχής. Μία γυναίκα της υψηλής κοινωνίας, η Κόμισσα Livia Serpieri βρίσκεται στο κέντρο ενός παράτολμου ερωτικού τρίγωνο, βάζοντας σε κίνδυνο την υπόληψή της και το κύρος του συζύγου της στους κύκλους της βενετσιάνικης αριστοκρατίας. Η ενεργή συμμετοχή του μακρινού ξάδερφού της, Luca, στο αντιστασιακό κίνημα της Βενετίας και η καταδίκη του σε εξορία, την φέρνουν αντιμέτωπη με τα αληθινά της συναισθήματα για τον ιδεαλιστή νέο. Το ανέλπιστο φλερτ της με τον Franz, έναν γοητευτικό αξιωματικό των κατοχικών δυνάμεων, μετατρέπεται σε ανεξέλεγκτο πάθος και η Livia δεν διστάζει να εγκαταλείψει τους τύπους, διεκδικώντας έναν παράφορο έρωτα. Η επιστροφή του επαναστάτη Luca, η αλαζονεία του Franz και η επικείμενη οργή του συζύγου της, οδηγούν την Livia σε ένα τραγικό αδιέξοδο, την στιγμή που ολόκληρη η χώρα σείεται υπό τους ήχους του πολέμου. Ο Luchino Visconti ακολουθεί τα βήματα μίας ταραγμένης γυναίκας καθώς τριγυρίζει στα πεδία των μαχών και τα άθλια καταγώγια, αναζητώντας μάταια μερικές στιγμές ειλικρινούς στοργής.
Η μοναδική φορά που η λέξη "senso" ακούγεται στην ταινία, είναι στην σκηνή της πρώτης νυχτερινής συνάντησης της Livia με τον Αυστριακό αξιωματικό. "Un senso di vergogna", μία αίσθηση ντροπής, δηλαδή. Θα μπορούσε να πει κανείς, πως ο Visconti επιλέγει την λέξη αυτή για τον τίτλο, όχι τόσο για να χαρακτηρίσει τις επιλογές μίας γυναίκας που έχει ως μοναδική της προτεραιότητα το αίσθημα, το συναίσθημα του έρωτα, αλλά περισσότερο επειδή αυτό το συναίσθημα της προκαλεί ταυτόχρονα μία απέραντη ντροπή. Η υπόδουλη Ιταλία του 1866 αποτελεί το ιδανικό σκηνικό, προκειμένου να μεγεθυνθεί στον μεγαλύτερο βαθμό το ερωτικό αυτό δράμα και να δοθεί μία ευρύτερη διάσταση στην κατάσταση ενοχής και ντροπής της ηρωίδας. Στην αναζήτηση της ερωτικής ευτυχίας καλείται να θυσιάσει πολύ περισσότερα από έναν αξιοζήλευτο γάμο: εκφράζοντας την συμπάθεια για τον επαναστάτη Luca προδίδει την ευγενική καταγωγή της. Ακολουθώντας τα εγωιστικά καπρίτσια του Franz προδίδει τον ίδιο το αγώνα της χώρας της. Και στις δύο περιπτώσεις, καλείται να βάλει την "ευτυχία" της πάνω από την αξιοπρέπεια ενός ανθρώπου που έχει δέσει τη ζωή του με την δική της.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ο φακός αιχμαλωτίζει τις παράνομες στιγμές με τρόπο που ενεργοποιεί αυτό ακριβώς το συναίσθημα της ενοχής και της απρέπειας: ο Visconti προτιμά τις υψηλές γωνίες λήψεις για τις συναντήσεις των εραστών, δείχνοντάς τους μικρούς και ευάλωτους. Οι ερωτικές τους συναντήσεις γίνονται πίσω από ανοιχτά παράθυρα και το δικαίωμα τους για ιδιωτικές στιγμές δεν αναγνωρίζεται σχεδόν ποτέ. Και οι περισσότερες κοινές στιγμές τους καταγράφονται πίσω από γωνίες, σκόρπια αντικείμενα και εμπόδια, αντανακλώντας την ενδόμυχη αγωνία της Livia, πως η τρομερή απρέπειά της γίνεται αντιληπτή. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο o Visconti επιλέγει την στιγμή της κλιμάκωσης αυτής της θυελλώδους σχέσης, προκειμένου να παρουσιάσει τον πόλεμο σε όλη την αγριότητά του. Η κριτική της θέσης που παίρνει η Livia ανάμεσα στην ιδιωτική ευτυχία και την ιδέα του κοινού συμφέροντος προωθείται συνειδητά από τον ίδιο τον σκηνοθέτη.
Το "Senso", βέβαια, είναι και ένα δράμα ρόλων και θέσεων. Στα χρώματα της σέπιας και τις συνεχόμενα πλάνα, ο Visconti απαθανατίζει την αρχέγονη πάλη ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό. Η Livia κρύβεται συνήθως πίσω από ένα μαύρο βέλο - κάλυψη αλλά και ένδειξη της αδύναμης φύσης της. Προκαλεί, ξεπερνώντας τα κοινωνικά κεκτημένα μίας γυναίκας της εποχής της, αλλά επιστρέφει στην μισητή αδυναμία της, αναζητώντας κατανόηση και οίκτο. Το ισχυρό αρσενικό, ο Franz, παραδίδει τα όπλα και κλείνεται στο εξευτελιστικό περιβάλλον ενός ακριβοστολισμένου διαμερίσματος, έτοιμος να εκδικηθεί την Livia, που κατάφερε να τον κρατήσει μακριά από τον χώρο όπου πραγματικά ανήκει: την μάχη. Ακολουθώντας μία κλιμάκωση καθαρά σεξπηρική, το δράμα αυτό κλείνει ακριβώς όπως άνοιξε: θεατρικά. Η αυλαία της όπερας "Il Trovattore" δίνει την εντύπωση πως η πραγματικότητα των ηρώων κουβαλά κάτι από την ατμόσφαιρα της σκηνής. Στην τελευταία σκηνή της εκτέλεσης, ο προβολέας φωτίζει μία άδεια σκηνή, πείθοντας πως όντως οι ήρωες είναι καταδικασμένοι σε ένα θεατρικό πεπρωμένο.
Το Πρόγραμμα των Προβολών