Vivre Sa Vie
Παραγωγή: 1962

Σκηνοθεσία: Jean-Luc Godard
Πρωταγωνιστούν: Anna Karina, Sady Rebbot, Andre S. Labarthe, Guylaine Schlumberger, Gerard Hoffman
Ανέκαθεν υπήρχαν περιπτώσεις σκηνοθετών, που φανέρωναν μέσα από τις δουλειές τους μία ιδιαίτερη συμπάθεια για κάποιον συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο. Η μία μετά την άλλη οι ταινίες τους επανέρχονταν στο ίδιο εκείνο σκηνικό, στην αρχή ίσως αμήχανα, έπειτα συνωμοτικά και από ένα σημείο και μετά με ανακούφιση, μέχρι που ο χώρος της δράσης -αυτονόητος πλέον- διεκδικούσε ίση προσοχή με την ιστορία ή τους πρωταγωνιστές. Εκ του αποτελέσματος, είναι φανερό πως το κατάφερνε κιόλας. Γιατί, ποιος δεν μπήκε στον πειρασμό να σκεφθεί, πως ο Woody Allen γύρισε όλες του σχεδόν τις ταινίες μόνο και μόνο για να κρυφοκοιτά μέσα από τον φακό την τζαζίστικη οχλοβοή της Νέας Υόρκης; Ποιος δεν έχει ταυτίσει τον Fellini με την υπέροχη, ηλιόλουστη Ρώμη του; Και ποιος μπορεί να διανοηθεί τη nouvelle vague χωρίς το Παρίσι;
Στην τελευταία περίπτωση, μάλιστα, δεν έχουμε να κάνουμε απλά με μία πόλη που αναδεικνύεται σε κινηματογραφικό φετίχ, χάρη σε κάποια σκηνοθετική μονομανία. Το γαλλικό Νέο Κύμα είναι τόσο στενά συνυφασμένο με την παριζιάνικη πόλη, που μοιάζει κυριολεκτικά να γεννιέται μέσα από αυτήν, να ζωντανεύει όταν εκείνη το επιτρέπει - και όχι το αντίστροφο. Όταν o Godard, ο Truffaut, ο Chabrol, ο Rohmer, ο Rivette δεν αρκούνταν πια να μαυρίζουν με τις πένες τους το βαλτωμένο κινηματογραφικό κατεστημένο, πήραν την κάμερα στον ώμο και βγήκαν στις παριζιάνικες συνοικίες. Στα μπιστρό, τα φθηνά ξενοδοχεία, τις καφετέριες και τα στενά της περιφέρειας. Η κινηματογραφική ουσία που αναζητούσαν βρισκόταν εκεί, τριγύρω τους, ήταν ολόφρεσκη και διάσπαρτη στην καθημερινότητά τους και το μόνο που χρειαζόταν για να αξιοποιηθεί αυτή η σπάνια πρώτη ύλη και να ξαναρχίσει να γράφεται η ιστορία της έβδομης τέχνης, ήταν ένα κάποιο βλέμμα. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Μέσα στα ασπρόμαυρα καρέ των πρώτων, «αθώων» χρόνων, των αρχών του Α60, περιδιαβαίνει ένα σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας κινηματογραφικής μυθολογίας.
Το 1962, ο Godard γυρίζει την τέταρτη κατά σειράν ταινία του, με τίτλο «Vivre Sa Vie (My life to Live)». Εμπνευσμένος από μία έρευνα της επικαιρότητας γύρω από το φαινόμενο της πορνείας στη Γαλλία, επιχειρεί να αποδώσει με ύφος ντοκουμενταρίστικο την φλέγουσα κοινωνική πραγματικότητα. Ηρωίδα του, η Nana, μία γαλλίδα της επαρχίας που χωρίζει και πιάνει δουλειά σε ένα δισκοπωλείο του Παρισιού. Τα χρήματα δεν της φτάνουν και αφού κανείς δεν της δανείζει για να πληρώσει το νοίκι, αποφασίζει να βγει στο πεζοδρόμιο. Ένας προαγωγός, ο Raoul, αναλαμβάνει να της μάθει τη δουλειά. Η Nana κάποια στιγμή ερωτεύεται και ξεκινά να φτιάξει από την αρχή τη ζωή της. Τα περιθώρια όμως είναι πλέον στενά.
Ασπρόμαυρες λήψεις μονίμως κάτω από τον καυτό ήλιο του μεσημεριού- ποτέ στο σκοτάδι, ποτέ στα κρυφά-, πλάνα μεγάλης διάρκειας, κοντινά, ζωντανός ήχος, ερωτήσεις, λογύδρια και στατιστικές, τα πάντα πιστά στο ίδιον ύφος του πατριάρχη του γαλλικού σινεμά. Το φιλμ μοιάζει συχνά με ντοκιμαντέρ, με μία κοινωνική έρευνα, δεκτική στις μικρές ιστορίες των περαστικών και τη γοητευτική λογοδιάρροια των επίδοξων φιλοσόφων του διπλανού τραπεζιού. Όλα αυτά είναι όμως μόνο το περιτύλιγμα και γρήγορα πετιέται, για να φτάσεις στην καρδιά της ταινίας, στην υπέροχη Anna Karina.
Δανέζικης καταγωγής, με καριέρα μοντέλου και μία μικρού μήκους ταινία στη Δανία, η δεκαοκτάχρονη Hanne Karina Blarke Bayer φτάνει το 1958 στο Παρίσι, για να γίνει ηθοποιός Απορρίπτει το ρόλο της Jean Seberg στο «A Bout de Souffle» (1962) του Godard, την ταινία που έκανε διάσημο τον Jean- Paul Belmondo, δέχεται όμως να παίξει στη δεύτερη ταινία του, «A Petit Soldat». To 1961 παντρεύονται και μέχρι το διαζύγιό τους, το 1975, εκείνη πρωταγωνιστεί στα περισσότερα από τα φιλμ του.
Μορφή σαγηνευτική αλλά και κορίτσι της διπλανής πόρτας -ή μήπως το κορίτσι που θα ήθελες να βρίσκεται στη διπλανή σου πόρτα;-, παραληρηματικά γλυκιά και φυσικά μπλαζέ και απόμακρη, η Karina για πολλούς δεν λατρεύτηκε σε καμία άλλη ταινία, τόσο όσο στο «Vivre Sa Vie». Με τα πλάνα κομμένα και ραμμένα στα πελώρια μάτια της, επιμελημένη να παραπέμπει στο φιζίκ των μοιραίων θηλυκών του βωβού κινηματογράφου του Α20 και του ΄30, καθηλώνει καθώς κινείται μέσα στο χαμηλόφωνο, φλεγματώδες σύμπαν της και αναδεικνύεται στη μούσα του γάλλου δημιουργού. Το Παρίσι ξαφνικά, λες και δεν υπήρξε ποτέ.
Το Πρόγραμμα των Προβολών