Συναντήσαμε τον Ashley Horner, το Βρετανό σκηνοθέτη του αμφιλεγόμενου «Brilliantlove», της ιστορίας ενός wannabe φωτογράφου και μίας ταριχεύτριας μικρών πουλιών που κλεισμένοι σε ένα γκαράζ θα βιώσουν την αγάπη (μετά μπόλικου σεξ) και τη ματαιοδοξία μέχρις εσχάτων. Ευδιάθετος και λαλίστατος καθώς ήταν, μίλησε για όλα τα taboos με τα οποία καταπιάνεται το γλυκόπικρο φιλμ του.
Νεκτάριος Σάκκας: Καταρχάς, γιατί «Brilliantlove»; Τι σημαίνει;
Ashley Horner: (Γέλια) Στην αρχή το project είχε πέντε τίτλους, ίσως κι έξι. Ο αμερικανικός τίτλος, 'The Orgasm Diaries' είναι σχετικά καινούργιος και ουσιαστικά ζητήθηκε από τους διανομείς εκεί, ισχυριζόμενοι ότι η ταινία θα πάει τρεις φορές καλύτερα με αυτόν τον τίτλο. Αλλά το «Brilliantlove» εμφανίστηκε στη σκηνή όπου ο Manchester κάνει αυτή τη λέξη graffiti στη γκαραζόπορτα. Αρχικά η συγκεκριμένη σκηνή προοριζόταν για τους τίτλους αρχής. Τότε ακόμα η ταινία λεγόταν 'Erotology', που είναι η επιστήμη που μελετά τον έρωτα. Όταν όμως ήταν ν' αρχίσουν τα γυρίσματα, κανείς δε μπορούσε να πει 'Erotology', κανείς δεν ήξερε τι σήμαινε. Και δε μπορούσα να βρω τόπο γυρισμάτων που να καταλαβαίνει αυτόν τον τίτλο. Οπότε λέω, ας το πούμε «Brilliantlove», είναι μπροστά στα μάτια μας και μοιάζει με τίτλο! Και ήταν πιο εύκολος τίτλος για να μας παραχωρήσουν τους χώρους για τα γυρίσματα.
Ν.Σ.: Καλά, ήταν τόσο σημαντικό για αυτούς ο τίτλος;
A.H.: Ναι! Βλέπεις, όλη η ταινία έχει γυριστεί σε φυσικούς χώρους, καθόλου στούντιο. Τους λέγαμε ότι είναι μία ιστορία αγάπης που ονομάσαμε Brilliantlove και έτσι μας έδωσαν το οκ! Αλλά, η αλήθεια είναι ότι μέχρι και τη στιγμή του μοντάζ δεν είχαμε καταλήξει σε τίτλο. Από τη στιγμή όμως που είναι μία ταινία με θέμα την αγάπη, αυτός ήταν ότι πιο κοντινό βρήκαμε που να αποδίδει το νόημα του φιλμ, ο πιο επεξηγηματικός.
Ν.Σ.: Κατά τη γνώμη μου, το θέμα της ταινίας είναι βασικά η αγάπη και η σεξουαλικότητα, όμως κατά μίαν έννοια έχει να κάνει και με το θάνατο. Πώς συνδέεται ο θάνατος στο κυρίως θέμα της;
A.H.: Έχεις δίκιο! Έχει να κάνει και με το θάνατο. Και πολύ μάλιστα! Αν θυμάσαι, υπάρχει μια σκηνή στην παραλία όπου η Noon παίζει με το κουφάρι ενός γλάρου. Στο αρχικό σενάριο υπήρχαν και διάλογοι, που εν τέλει κόπηκαν. Εκεί ο Manchester τη ρωτά πώς έγινε ταριχεύτρια κι εκείνη του λέει πως προσπαθεί να κάνει ένα όμορφο πράγμα να κρατήσει για πάντα. Το φιλμ όμως έχει να κάνει πολύ με την προσπάθεια να κρατήσουμε ζωντανές τις πανέμορφες στιγμές μίας σχέσης, για αυτό και ο Manchester φωτογραφίζει τις ερωτικές τους στιγμές. Έτσι και οι δύο χαρακτήρες ενδιαφέρονται για περίπου το ίδιο πράγμα. Πώς θα κρατήσουν κάτι πανέμορφο για πάντα, ή πώς θα αναστήσουν κάτι που πέθανε. Υπάρχουν έτσι παντού στην ταινία στοιχεία θανάτου, αναγέννησης και αγάπης.
Ν.Σ.: Η ταινία επίσης εξερευνά τα όρια ανάμεσα στην πορνογραφία και τον ερωτισμό αλλά και ανάμεσα στην πορνογραφία και την τέχνη. Τι μπορείτε να μας πείτε για αυτό;
A.H.: Κοίτα, με ενδιέφερε πολύ το ερώτημα του τι κάνει κάτι να μοιάζει με πορνογραφία και τι ερωτικό. Και ήταν μεγάλο ρίσκο σα σκηνοθέτης να ασχοληθώ με αυτό, γιατί αν το έκανα λάθος θα προέκυπτε είτε κακό σινεμά είτε πορνογράφημα. Αν όμως το έκανα σωστά, θα κατάφερνα να διερευνήσω το ζήτημα. Ο Manchester για παράδειγμα κάποια στιγμή λέει πως τον ενδιαφέρει η τέχνη γύρω από το σεξουαλικό πόθο. Παίζω με όλα τα επίπεδα του ζητήματος. Εκείνοι βέβαια που αντιπαθούν την ταινία θα το απορρίψουν λίγο πολύ ως πορνογράφημα. Παρότι υπάρχουν εκτενείς σκηνές σεξ, το φιλμ ακολουθεί την πορεία μίας αγάπης. Δεν νομίζω παρόλα αυτά, να σου απάντησα ακριβώς στην ερώτηση, περισσότερο την άγγιξα.
Ν.Σ.: Σωστά, αλλά τελικά, βρήκες την απάντηση που έψαχνες σχετικά με το παραπάνω ζήτημα;
A.H.: Υπό μίαν έννοια, στα 2-3 χρόνια που γράφαμε το σενάριο, στο χρόνο που μου πήρε το μοντάζ αλλά κυρίως στη διάρκεια των γυρισμάτων, ναι, νομίζω πως τη βρήκα. Γιατί όταν γυρίζαμε κάποια σκηνή σεξ, έστηνα την κάμερα και έβλεπα πως κάτι δεν πήγαινε καλά, η δράση, το πλάνο, οτιδήποτε, γύρναγα στον Simon (Tindall), τον διευθυντή φωτογραφίας και του έλεγα "ξέρεις γιατί δε δουλεύει; Γιατί είναι πορνό!". Επομένως, βρήκαμε πολλές απαντήσεις στα γυρίσματα.
Ν.Σ.: Πόσο δύσκολο ήταν για σένα και τους συντελεστές να γυρίσετε όλες αυτές τις σκηνές σεξ;
A.H.: Καταρχάς, ήταν απίστευτα δύσκολο να βρω ηθοποιούς. Πρόκειται ούτως ή άλλως για ένα low-budget φιλμ, δεν υπήρχαν χρήματα για έναν cast director και όποιον ηθοποιό ρωτούσα απαντούσε με ένα ξερό "όχι". Κανείς γνωστός ηθοποιός δε θα δεχόταν να συμμετάσχει γιατί θα ήταν επαγγελματική αυτοκτονία, η καριέρα του θα τελείωνε αυτομάτως. Πολλοί μάνατζερ τους απαγόρευαν να έρθουν στο casting που έκανα εγώ ο ίδιος στο Λονδίνο. Και να σκεφτείς ότι το σενάριο είναι ακόμα πιο περιγραφικό από την ταινία. Αλλά προσπαθούσα κι εγώ να είμαι τίμιος περί τίνος επρόκειτο να γυριστεί, ακόμα κι αν στα ίδια τα γυρίσματα δεν μπορούσες να ήσουν σίγουρος αν θα λειτουργήσει η όλη σκέψη. Από τη στιγμή που αποφασίσαμε να υπάρχουν σκηνές σεξ, έπρεπε είτε κανονικοί ηθοποιοί να μπορέσουν να γυρίσουν τέτοιες σκηνές είτε έπρεπε να βρω πορνοστάρ και να τους μάθω να παίζουν σαν ηθοποιοί. Κι έτσι, στην αρχή κανείς δεν ήταν αρκετά γενναίος ή έξυπνος ή καλός, για να πάρει μέρος. Οπότε ήταν πολύ δύσκολο, όπως και οι πρόβες αργότερα με τους τελικούς ηθοποιούς, όπου έπρεπε να δουλέψουμε όλες τις πολύπλοκες σκηνές με αυτούς να είναι γυμνοί. Αλλά σε ότι αφορά το γύρισμα αυτών των σκηνών ήταν πάρα πολύ περιορισμένος ο αριθμός των ατόμων του συνεργείου για να είναι και οι πρωταγωνιστές όσο πιο άνετοι και συγκεντρωμένοι γινόταν. Γι αυτό και όλες αυτές οι σκηνές στο γκαράζ γυρίστηκαν μέσα σε μόλις 7-8 μέρες. Κι έτσι, στενοί συνεργάτες μου που έχουμε γυρίσει στο Newcastle αρκετά πράγματα μαζί, στέκονταν έξω από το γκαράζ εκείνες τις μέρες (γελάει)! Οπότε μπορείς να πεις ότι τηρουμένων των αναλογιών, τα γυρίσματα ήταν σαφώς πιο εύκολα αφού όλο το δύσκολο κομμάτι είχε περάσει. Πάντως μιλάμε για πάρα πολύ δύσκολο genre για να ασχοληθεί κανείς.
Ν.Σ.: Βλέπουμε τον Manchester να μετατρέπεται σταδιακά σε wannabe καλλιτέχνη. Υπό αυτή την έννοια, φαίνεται πως η τέχνη είναι κάτι σαν εισβολέας ως προς τη σχέση των παιδιών. Θεωρείς ότι η τέχνη μπορεί να χαρακτηριστεί ως εισβολέας και στην αληθινή ζωή;
A.H.: Αυτή είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Χμ, εξαρτάται. Δε νομίζω πως είναι συνηθισμένο για την τέχνη γενικά να διαδραματίζει ρόλο εισβολέα στις ζωές μας. Βέβαια, οι φωτογραφίες σεξουαλικού περιεχομένου έχουν αυτή τη δυνατότητα και μάλιστα συμβαίνει σε όλο και περισσότερους νέους ανθρώπους. Η τέχνη όμως γενικότερα δε θα το 'λεγα. Στη συγκεκριμένη ιστορία παρόλα αυτά, ναι, γιατί αρχικά ο ήρωας θέλει απλά να κρατήσει ζωντανό το βίωμα μέσα από φωτογραφίες, δεν είχε εξ αρχής πρόθεση να τις δει κρεμασμένες σε τοίχο γκαλερί. Υπάρχει πάντως πολύ ουσία στο ερώτημα του τι πρέπει να θεωρείται ιδιωτικό και τι μπορεί να δημοσιοποιείται.
Ν.Σ.: Στη σκηνή της γκαλερί, ο ήρωας απευθυνόμενος στους επισκέπτες τους λέει 'Thanks for fucking coming and looking of fucking photographs of my fucking dick'. Εκείνη τη στιγμή δεν είναι σα να μιλά απευθείας στους θεατές της ταινίας;
A.H.: Σίγουρα (γέλια)! Ακριβώς (γέλια)! Θα μπορούσε κάλλιστα να μιλάει απευθείας στην κάμερα (γέλια).
Ν.Σ.: Τι θεωρείς υποκριτικό στην τέχνη;
A.H.: Κοίτα, έδινα πρόσφατα μία συνέντευξη για την ταινία και κάποιος με ρώτησε αν θεωρούσα πως είχα κατά κάποιο τρόπο εκμεταλλευτεί τους δύο πρωταγωνιστές μου προκειμένου να τη γυρίσω. Και υπάρχει ένα θέμα όταν δημιουργείς κάτι, κατά πόσο μπορεί να υπάρχει κάποιος κάπου στον κόσμο που να υποφέρει από αυτό. Μιλώντας όμως καθαρά για υποκρισία, νομίζω πως υπάρχει αρκετή στο έργο ορισμένων καλλιτεχνών.
Ν.Σ.: Αναφερόμουν όμως κυρίως στην υποκρισία που φωλιάζει στην πλευρά του θεατή.
A.H.: Νομίζω πως υπάρχει πολλή διαμάχη πάνω σ' αυτό. Υπάρχουν δύο πλευρές του θέματος. Η πρώτη, μας αρέσει οι καλλιτέχνες να πηγαίνουν σε μέρη που εμείς δε θα πηγαίναμε. Είτε είναι ροκ σταρ, ποιητές, ζωγράφοι, θεωρούμε ότι έχουν το ελεύθερο να προβοκάρουν. Η δεύτερη πλευρά είναι ότι μας αρέσει κατά μίαν έννοια να βασανίζονται από τον εαυτό τους και το δημιούργημά τους, πάρε για παράδειγμα τον Kurt Cobain. Θεωρείται λοιπόν ότι με κάποιο τρόπο η καλλιτεχνική δημιουργία και η επίπονη δοκιμασία που τη συνοδεύει πάνε μαζί. Και οι κριτικοί συχνά αρέσκονται να γράφουν για τα ακραία στοιχεία που χαρακτηρίζουν κάποιον καλλιτέχνη που θαυμάζουν. Συνεπώς, ως κοινό, ως καταναλωτές μας χαρακτηρίζει η υποκρισία σχετικά με το τι μας ενθουσιάζει και πως αυτό επηρεάζει τη φήμη του καλλιτέχνη. Κι εμένα μου αρέσει, ας πούμε, η μίζερη, θλιμμένη μουσική καθώς είμαι και λίγο καταθλιπτικός τύπος, υφίσταται επομένως μία αυτοκαταστροφική πτυχή σε όλο αυτό, αλλά από την άλλη δε θα ήθελα με τίποτα ο καλλιτέχνης που αγαπώ και εκτιμώ να πάθει κάτι κακό ή να πεθάνει.
Ν.Σ.: Από ποιους σκηνοθέτες αντλείς έμπνευση;
A.H.: Χμ, δεν έχω κάποιον συγκεκριμένο, τουλάχιστον όχι συνειδητά. Για το φιλμ αυτό έχω δει πολύ queer cinema, πολύ ιαπωνικό κινηματογράφο. Αλλά όχι κάποιον συγκεκριμένο σκηνοθέτη. Μου αρέσει βέβαια πολύ η δουλειά του Julio Medem, μία ταινία του μάλιστα προβάλλεται και στο φεστιβάλ («Room In Rome»). Αλλά ως σκηνοθέτης δουλεύω πολύ με το ένστικτο. Σπούδασα κινηματογράφο, προσπαθούσα να δω τα πάντα, αλλά δε μπορώ να πω ότι κάποιος συγκεκριμένα με 'άλλαξε' αποκλειστικά. Νεκτάριος Σάκκας - 26.09.2010 |