Είναι 1971. Οι Stones ζουν ζωή χαρισάμενη, όντας (βάσει των charts) το δεύτερο μεγαλύτερο συγκρότημα, με τον αφηγητή να αποφεύγει προβοκατόρικα να αναφέρει το πρώτο -γκουχ, γκουχ, Beatles, γκουχ-. Ωστόσο με τον manager τους να δεσμεύει, όσα φράγκα δεν τους παίρνει η εφορία, αδυνατούν να συνεχίσουν να απολαμβάνουν τις χαρές του τρίπτυχου limo, bimbo και μαστούρα κι έτσι απολύουν τον manager και φεύγουν 'εξορία' (όπως αναφέρουν) στην Γαλλία. Εκεί υπομένουν απίστευτες κακουχίες. Ζουν στην πολυτελή βίλλα του Keith Richards και της Anita Pallenberg, οργανώνουν γλέντια με σεξ και ναρκωτικά ( όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά) και που και που ηχογραφούν και κανένα τραγουδάκι. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα πρωινά, μας λέει ο Wyman, αναγκάζονται να πίνουν το γάλα της Γαλλίας, που δεν είναι σαν της Αγγλίας. Το διαβάζουν αυτοί που έκαναν εξορία στη Γυάρο και λένε 'φτηνά τη γλιτώσαμε'.
Ωστόσο, μεταξύ έξαλλων πάρτι και μπόλικης μαστούρας, οι Stones ετοιμάζουν το υλικό που έμελλε να αποτελέσει τον δίσκο 'Exile on Main st'. Μέσα από πειραματισμούς, αυτοσχεδιασμούς και μπόλικες διαφωνίες, μετουσιώνουν τα ακούσματα, που έχουν συγκεντρώσει στο πίσω μέρος του μυαλού τους, σε ένα τελείως διαφορετικό album από εκείνα που είχαν στο ενεργητικό τους μέχρι τότε, σε ένα ελκυστικό κολάζ ήχων και μουσικών ειδών, που σφαγιάστηκε από την Κριτική, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, για να επανεκτιμηθεί λίγο μετά και να θεωρείται σήμερα ένας από τους σημαντικότερους δίσκους στην ιστορία της ροκ.
Δυστυχώς είτε διαβάσετε τις παραπάνω παραγράφους, είτε δείτε το «Stones in Exile», τις ίδιες πληροφορίες θα αποκομίσετε για το 'Exile on Main St.' , που υποτίθεται ότι είναι το αντικείμενο του φιλμ. Πέρα από το γεγονός ότι δεν μαθαίνουμε σχεδόν τίποτα σχετικά με το τι κρύβεται πίσω από τα τραγούδια του album, το χρονικό της ηχογράφησης παρουσιάζεται ελαφρώς ωραιοποιημένο και λιγότερο επεισοδιακό από ότι ήταν στην πραγματικότητα, ενώ η χαλαρή ατμόσφαιρα του φιλμ μάλλον δεν συνάδει με την (σε αρκετές περιπτώσεις πιο) σκοτεινή φύση του άλμπουμ.
Η παράθεση αδημοσίευτου αρχειακού υλικού υπό τη μορφή εναλλασσόμενων slides και βίντεο είναι ο μοναδικός άσσος που έχει στο μανίκι του ο Kejak, δεν αρκεί όμως για να κρατήσει το ενδιαφέρον σε ένα φλύαρο και μάλλον ανούσιο ντοκιμαντέρ, που λειτουργεί καλύτερα όταν μιλάει μόνο η μουσική. Το αποτέλεσμα του φιλμ αδικεί κατάφωρα τόσο το album, όσο και το συγκρότημα. Κρίμα... Γιάννης Βασιλείου - 22.09.2010 |