Στην μεσαιωνική Κίνα, πλούσιος και γηραιός ιδιοκτήτης noodle shop, προσλαμβάνει διεφθαρμένο αστυνομικό για να σκοτώσει την μοιχαλίδα νεότατη γυναίκα του και τον εραστή της. Όταν στην μέση μπαίνουν τα πολλά λεφτά του όμως, οι ισορροπίες ανατρέπονται.
Στην νέα του ταινία, ο Zhang Yimou διασκευάζει το «Blood Simple» των αδερφών Coen, φέρνοντάς το στα μέτρα του, δηλαδή στα οροπέδια της Κίνας και στις γραφικές παγόδες του Μεσαίωνα. Παράλληλα, για να έχει αυτή η διασκευή νόημα, ξεφεύγει από τον dark/αστυνομικό χαρακτήρα του πρωτότυπου, κάνοντας την ταινία του slapstick κωμωδία (!), απομακρυσμένος πολύ από το ύφος για το οποίο αγαπήθηκε και αποθεώθηκε κάποια χρόνια πριν, κυρίως με το εξαιρετικό «Hero». To εγχείρημα, τολμηρό αν μη τι άλλο, πάτησε πάνω σε αντιγραφή πολλών σημείων και σκηνών του πρωτότυπου έργου των Coen, αλλάζοντας όμως ύφος, γλώσσα και πολιτιστικό background.
Τολμηρός σκηνοθέτης ο Yimou, τολμηρό και το εγχείρημα, η σούμα όμως άνιση. Αν κάποιος μπει στην σκοτεινή αίθουσα χωρίς να γνωρίζει το ποιόν του σκηνοθέτη, σίγουρα θα τον ξεχωρίσει, γιατί την τέχνη του κάδρου, το παιχνίδισμα με τα χρώματα αλλά και την μάχη με το φως/σκοτάδι, την κερδίζει κατά κράτος. Ειδικά οι νυχτερινές λήψεις (που είναι σαφέστατα και οι σημαντικότερες για την ταινία) είναι ενδεικτικές του μεγέθους του δημιουργού και δείχνουν πως η τέχνη, ούτε ξεχνιέται, ούτε φθείρεται ακόμα και αν προσπαθείς να προσαρμόσεις ένα δυτικό έργο, στην ανατολική φιλοσοφία. Αλλά κάπου εδώ τελειώνουν και τα καλά πράγματα που θα μπορούσε κάποιος να γράψει για την ταινία...
Γιατί; Γιατί το είδος του slapstick θέλει εσωτερικό ρυθμό και σφιχτό μοντάζ, πράγμα που όταν προσπαθείς να ακολουθήσεις, κρατώντας παράλληλα τους μεγάλους μονολόγους των κινεζικών ταινιών, και τα αντίστοιχα μεγάλα gross plan σε πρόσωπα, καταλήγει σε μια.. Slapstick σκηνοθετική διάλυση, με πολλά νεκρά σημεία και άλλα αρκούντως νερουλά, σαν τις σούπες που σερβίρει το Noodle shop. Παράλληλα, όταν τα slapstick στοιχεία περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά στον comic relief χαρακτήρα του μοιχού, και απαρτίζονται από συνεχιζόμενες σκηνές όπου εκείνος σκοντάφτει στα χώματα των οροπεδίων της Κίνας, βγάζοντας παράλληλα τσιριχτές κραυγές, κάνεις το έργο σου ακόμα πιο μονοδιάστατο και απλοϊκό, σε σημείο κούρασης. Οι Κινέζοι σαν ηθοποιοί, ειδικά όταν υπερβάλλουν για να εκβιάσουν το γέλιο του συγκεκριμένου είδους, θα προκαλέσουν κάποια χάχανα, κυρίως όμως ακούσια, καθώς το στοιχείο της έκπληξης σβήνει ήδη από το πρώτο μέρος, και ο συνδυασμός γκριμάτσα/ακατανόητη γλώσσα, δεν μπορεί να υποστηριχθεί για όλη τη διάρκειά της. Παράλληλα, όταν στο τελευταίο εικοσάλεπτο η δράση κορυφώνεται και η κωμωδία παραμερίζεται, προκύπτει ένα σύνολο διχασμένο και ανακόλουθο, το οποίο δεν επιφέρει την λύτρωση που κάποιος θα περίμενε, όταν παρακολουθεί μια ταινία που το ζητούμενό της (;) είναι η απόδοση δικαιοσύνης.
Το «A Woman, A Gun And A Noodle Shop» είναι όπως το κινέζικο φαγητό που θα φας σε ένα δυτικό εστιατόριο: περιέχει τα βασικά συστατικά της κινεζικής κουζίνας, αλλά χωρίς την τέχνη του δημιουργού, καταλήγει άνοστο, καθώς προσπαθεί να είναι δύο πράγματα σε ένα, καταλήγει μέτριο και στα δύο. Τα πλάνα και η ομορφιά του κινεζικού τοπίου μπορεί να σε ερεθίσουν δραματουργικά, αλλά με κάθε αδικαιολόγητη τούμπα θα θυμάσαι ότι κάτι λείπει από την συνταγή. Λουκιανός Κοροβέσης - 18.09.2010 |