 |
|
 |
|
|
|
 | American Teen Μέρος του αφιερώματος «Διαγωγή Μηδέν», η προβολή του «American Teen» ήταν η ευκαιρία να δει κάποιος ένα πολυσυζητημένο ντοκιμαντέρ η διανομή του οποίου στις αίθουσες είναι ακόμη αμφίβολη. Καθώς οι Νύχτες Πρεμιέρας δεν είναι το Sundance (όπου όσες φορές κι αν προβλήθηκε ήταν sold out) η μισογεμάτη αίθουσα του Δαναού δυσκολεύτηκε αρχικά να πειστεί, αλλά τελικά ικανοποιήθηκε από το all-American σκηνικό ενός Λυκείου της Ιντιάνα και των πέντε μαθητών-στερεοτύπων που παρακολουθεί ο φακός της Nanette Burstein την τελευταία χρονιά της σχολικής τους ζωής.
Αυτό το αληθινό «Breakfast Club» (το ντοκιμαντέρ έχει την αυτογνωσία να παραδεχτεί ή ακόμα και να τραφεί από τις ομοιότητές της με την κλασική ταινία των 80s αφού η αφίσα του είναι εμπνευσμένη από την αφίσα του 'προκατόχου' του) απαρτίζουν οι γνώριμοι χαρακτήρες που συναντώνται σε κάθε αμερικάνικη high school ταινία και πιθανότατα σε κάθε αμερικάνικο high school. Ο αθλητής (εδώ μπασκετμπολίστας) που δέχεται πιέσεις από όλο του το περιβάλλον να εξαργυρώσει το ταλέντο του σε μια αθλητική υποτροφία που είναι το κλειδί του για το κολέγιο, η cheerleader σκύλα που καταστρέφει όποιον δεν συμπαθεί επειδή δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει αλλά είναι κατά βάθος τόσο ανασφαλής όσα και τα 'θύματά' της, η επαναστάτρια που θέλει απλώς να δραπετεύσει από το πουθενά στο οποίο μεγάλωσε (και να ακολουθήσει τα καλλιτεχνικά της όνειρα), το σπασικλάκι που θέλει απλώς ένα κορίτσι και ο δημοφιλής ωραίος που πειραματίζεται για λίγο με τη σκοτεινή πλευρά των σχέσεων (που για το Λύκειο σημαίνει να βγαίνεις με μια κοπέλα που δεν ανήκει ή δεν είναι εγκεκριμένη από την κλίκα σου).
Ξεκινώντας από αυτά τα κραυγαλέα κλισέ, η Burstein, που κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο φετινό Φεστιβάλ του Sundance -σε πολύ μεγάλο βαθμό χάρη στην καμπάνια που έκανε για λογαριασμό της ο Jason Reitman-, αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο αυτών των εφήβων (φοβισμένοι, αυθόρμητοι, ανασφαλείς, έξυπνοι, μπερδεμένοι, κακοί, ευαίσθητοι), αλλά δεν κάνει τίποτα για να καταπολεμήσει την υποψία ότι το θέαμα είναι στημένο. Ίσως η γενιά του 'The Hills' δεν μπορεί να παρακολουθήσει μια διαφορετική εκδοχή του χωρίς αυτή τη δυσπιστία. Το ότι στο τέλος το «American Teen» μάλλον το καταφέρνει, οφείλεται στην αυθεντικότητα όχι των γεγονότων, αλλά των πρωταγωνιστών του. Μάρα Θεοδωροπούλου - 28.09.2008 |  | |  | Choke Αν και η (έστω cult) δημοτικότητα του συγγραφέα Chuck Palahniuk είναι μεγάλη και το fanbase του συνεχώς αυξάνεται, το «Choke» είναι μόλις η δεύτερερη κινηματογραφική μεταφορά βιβλίου του, μετά το ιερό τέρας που ακούει στο όνομα «Fight Club». Ίσως το ανυπέρβλητο αριστούργημα του David Fincher συνεχίζει να φοβίζει όσους σκέφτονται να επιχειρήσουν κάτι ανάλογο, ίσως το εμπρηστικό περιεχόμενο των βιβλίων του κάνει τα politically correct στούντιο διστακτικά. Γι' αυτό και το «Choke», μια ανεξάρτητη ταινία που φαίνεται ότι έχει γίνει με χαμηλό προϋπολογισμό, είναι το ακριβώς αντίθετο του «Fight Club».
Σκηνοθετημένο από τον ηθοποιό Clark Gregg, γνώριμη τηλεοπτική φυσιογνωμία που κρατάει και ένα μικρό και αστείο ρόλο στην ταινία, το «Choke» κάνει βουτιά στο μυαλό και τη ζωή του πρωταγωνιστή του, Victor Mancini (Sam Rockwell). Ο Victor είναι εθισμένος στο σεξ, δουλεύει ως ξεναγός σε μια ιστορική αναπαράσταση της αποικιακής Αμερικής και βγάζει έξτρα χαρτζιλίκι βασιζόμενος στην καλοσύνη των ξένων: προσποιείται ότι πνίγεται σε εστιατόρια και ποντάρει στο στιγμιαίο δεσμό που δημιουργείται όταν ο εκάστοτε σωτήρας του σπεύδει να τον βοηθήσει - δεσμός που αργότερα εκφράζεται με την εφ' όρου ζωής οικονομική υποστήριξη από τον ευεργέτη του. Αυτή η μικρή απάτη έχει σχεδιαστεί για να πληρώνει τα έξοδα νοσηλείας της μητέρας του (Anjelica Huston) που πάσχει από γεροντική άνοια και δεν τον αναγνωρίζει. Με τη βοήθεια μιας γλυκιάς γιατρού, ο Vincent προσπαθεί να ανακαλύψει την ταυτότητα του πραγματικού του πατέρα στο παράλληλο σύμπαν του «DaVinci Code».
Η ταινία ανήκει ολοκληρωτικά στο Rockwell που διαθέτει τη 'Downey Jr-ική' ικανότητα να σώζει οποιαδήποτε μέτρια ή κακή ταινία με την παρουσία του. Ο Vincent δεν είναι ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, αλλά ο Rockwell τον παίζει ως επικίνδυνο αλλά γλυκό και σε βάζει στη διαδικασία να επανεξετάσεις τα κριτήρια ηθικής σου. (Η 'διεστραμμένη' αφοσίωσή του στη μητέρα του είναι συγκινητική κατά βάθος.) Το υπόλοιπο «Choke» μοιάζει βιαστικό και καθόλου προκλητικό (τουλάχιστον αν ήταν αυτή η πρόθεση σκηνών όπως το σεξ σε ένα παρεκκλήσι). Ο Gregg, που υπογράφει και το σενάριο, έχει ρίξει όλο το βάρος αυτής της μεταφοράς στην κωμωδία και τις περισσότερες φορές επιτυγχάνει, σε αντίθεση με τις αταίριαστες, αδέξιες δραματικές στιγμές. Μάρα Θεοδωροπούλου - 28.09.2008 |  | |  | Ο Christophe Barratier στις Νύχτες Πρεμιέρας Σε μια από τις ευχάριστες εκπλήξεις στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας και με αφορμή την Ημέρα Γαλλοφωνίας, καλωσορίσαμε στην Αθήνα το Γάλλο σκηνοθέτη Christophe Barratier για την ειδική προβολή της νέας του ταινίας «Faubourg 36» λίγες μόλις ώρες μετά την πρεμιέρα της στις αίθουσες της Γαλλίας. Πρόκειται για την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Barratier, που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε το 2004 με το «Les Choristes». Αυτή τη φορά στο «Faubourg 36», ταξιδεύουμε ξανά πίσω στο χρόνο στο Παρίσι του 1936, σε μια εργατική συνοικία, όπου τρεις άνεργοι καλλιτέχνες καταλαμβάνουν με το έτσι θέλω μια μουσική σκηνή της πόλης.
Στη συνέντευξη τύπου που παραχώρησε ο Γάλλος σκηνοθέτης για τους Έλληνες δημοσιογράφους, μίλησε για τη νέα του ταινία, την έμπνευσή του, τους λόγους που αποφάσισε να ασχοληθεί με την εποχή του μεσοπολέμου, ενώ δεν παρέλειψε να σχολιάσει και τον σύγχρονο Γαλλικό κινηματογράφο. Όπως ομολόγησε η μουσική του Reinhard Wagner και όλη η αισθητική της δεκαετίας του '30 αποτέλεσαν την έμπνευσή του για να γυρίσει στην εποχή του μεσοπολέμου και να αφηγηθεί μια ιστορία για τη φιλία, την αλληλεγγύη και την ελπίδα. Σχετικά με τον κεντρικό ρόλο που έχει η μουσική στις ταινίες του διευκρίνισε πως "Δεν έχω εμμονή με τη μουσική" για να συμπληρώσει ότι "είναι το πάθος μου, αυτό που με εμπνέει και με συγκινεί. Ξέρω πώς να μεταδίδω τα συναισθήματά μου μέσω της μουσικής, το σινεμά για μένα είναι κατά το ήμισυ μουσική".
Απαντώντας σε μια γενικότερη ερώτηση για την πορεία του Γαλλικού σινεμά, διέλυσε τις εντυπώσεις περί στροφής σε πολεμικά φιλμ και ταινίες εποχής. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι την τελευταία χρονιά οι γαλλικές ταινίες ξεπέρασαν τις 200, ενώ μόνο 5 από αυτές ασχολήθηκαν με τον πόλεμο. Για τον Barratier ο Γαλλικός κινηματογράφος δεν φαίνεται να έχει επηρεαστεί πολύ από το περσινό Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στο «La Vie En Rose», αφού πέρυσι στη Γαλλία είκοσι εκατομμύρια εισιτήρια έκοψε μια "χοντροκομμένη κωμωδία" (αναφερόμενος στο άπαιχτο στην Ελλάδα «Bienvenue Chez Les Ch'tis»).
Αξίζει να σημειώσουμε ότι πριν από τη συνέντευξη τύπου ο Christophe Barratier παρουσίασε σε ειδική προβολή που έγινε στο Γαλλικό Ινστιτούτο την ταινία «Les Choristes», μαζί με τον πρωταγωνιστή Gerard Jugnot, σε ένα πρωτότυπο κοινό από μαθητές του δημοτικού και του γυμνασίου. Μετά το τέλος της ταινίας ο Barratier απάντησε στις ερωτήσεις των παιδιών για τις προσωπικές του εμπειρίες που τον ενέπνευσαν για τη δημιουργία της ταινίας λέγοντας χαρακτηριστικά πως "η μουσική για μένα είναι κάτι βασικό και με βοήθησε να ξεπεράσω τα προβλήματα που είχα στη ζωή μου". Θανάσης Γεντίμης - 27.09.2008 |  | |  | Bigger Stronger Faster Πέραν οποιουδήποτε σχολίου περί της ταινίας του Chris Bell, έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον να παρακολουθείς το είδος της ανταπόκρισης του ελληνικού κοινού σ' ένα ντοκιμαντέρ που αναμένεται σκληρό με την αμερικανική κουλτούρα και οποιουδήποτε επιπέδου πολιτική. Και είναι μάλλον ευδιάκριτο πως ο Έλληνας αγαπάει να μισεί την Αμερική και αντιστρόφως, με έναν τρόπο σαφώς σχιζοειδή. Απόρροια αυτού είναι πως σπεύδει να λατρέψει τον Αμερικανό που θα έρθει να του μιλήσει για τα στραβά κι ανάποδα της υπερδύναμης. Εν προκειμένω, το κοινό έδειξε τη λατρεία του στον Chris Bell, βομβαρδίζοντας τον με ερωτήσεις ακόμα και μετά το πέρας του προγραμματισμένου Q&A και δίνοντας του συνεχώς συγχαρητήρια. Κάτι που μοιάζει δίκαιο δεδομένου πως απαιτεί σθένος από μεριάς Bell να βγει απ' το καβούκι του εαυτού του και των επιλογών του, έχοντας ο ίδιος και τα αδέρφια του πέσει θύματα των 'Επιπτώσεων Του Να Είσαι Αμερικανός' (όπως ο υπότιτλος της ταινίας πληροφορεί) στο χώρο του (πρωτ)αθλητισμού κυνηγώντας κάποτε να γίνουν ένας νέος Schwarzenegger ή Hulk Hogan.
Εύσημα τα οποία σαφώς κι αξίζει ο Αμερικανός για την πολύ ώριμη προσπάθεια ν' αναδείξει καυτά ζητήματα όπως το ντόπινγκ, τα επιβαλλόμενα αισθητικά πρότυπα, την εντεινόμενη εμμονή με την απόκτηση του τέλεια γραμμωμένου κορμιού, όλα αυτά όμως όχι μέσα από τον εύκολο δρόμο της δαιμονοποίησης αλλά με μία συντονισμένη προσπάθεια να καταδειχθούν όλες οι πτυχές των επιμέρους θεμάτων που θίγονται. Δεν είναι άλλωστε λίγοι οι επιστήμονες και οι άνθρωποι από το χώρο του αθλητισμού και της showbiz που καλούνται να μας διαφωτίσουν για τους μύθους και την πραγματικότητα πάνω σε θέματα που και λόγω και των πρόσφατων εγχώριων κρουσμάτων ντόπινγκ απέκτησαν εκ νέου δημοσιογραφικό και κοινωνικό ενδιαφέρον. Η επικαιρότητα του ζητήματος άλλωστε ήταν το κίνητρο για τη δημιουργία ξεχωριστής ενότητας στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας με τίτλο 'Καθαροί Αγώνες'. Νεκτάριος Σάκκας - 26.09.2008 |  | |  | The End Of Poverty? Το εντυπωσιακά κατατοπιστικό ντοκιμαντέρ του Philip Diaz «The End Of Poverty?» μας πληροφόρησε επαρκέστατα ως προς το χρόνιο και συνεχώς εντεινόμενο ζήτημα της φτώχιας σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέσα από μία ιστορική αναδρομή που ξεκινά απ' την εποχή της Αποικιοκρατίας και με τη συνδρομή μίας ομάδας επιστημόνων, νομπελιστών οικονομολόγων, πολιτικών αναλυτών και ακτιβιστών, σταχυολογούνται οι λόγοι της συσσώρευσης πλούτου στα χέρια μίας ελίτ εις βάρος της πλειοψηφίας των κατοίκων του πλανήτη, ιδιαιτέρως των χωρών του τρίτου κόσμου. Όσο κι αν ο τίτλος παραπλανεί με τον ερωτηματικό του χαρακτήρα, το «The End Of Poverty?» δίνει πολύ περισσότερες απαντήσεις απ' όσες θα περιμέναμε. Περνώντας γενεές δεκατέσσερις την πολιτική των αναπτυγμένων κρατών, το νεοφιλελευθερισμό, το Δ.Ν.Τ. (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) και την Παγκόσμια Τράπεζα, το 'Τέλος Της Φτώχειας;' επιχειρηματολογεί επί της ουσίας θέτοντας τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων για ένα ζήτημα που στην εποχή της μιντιακής μπούρδας, του εξορθολογισμού εξωφρενικών πολιτικών πρακτικών και παντός είδους ψεμάτων η παραπληροφόρηση έχει καταστεί θεσμός.
Είτε μέσω της σκληρής αλήθειας των στατιστικών είτε με τη δύναμη της εικόνας ο φακός του Diaz αποφεύγει τους φτωχούς μελοδραματισμούς και το λαϊκισμό παραθέτοντας ένα υψηλού επιπέδου φιλμ τεκμηρίωσης. Παρά τη 'μη φιλική' επιλογή μέρας κι ώρας προβολής (Δευτέρα, 22.45) το κοινό ανταποκρίθηκε αφήνοντας ελάχιστες θέσεις κενές μοναχά στις δύο πρώτες σειρές του Απόλλωνα. Ενδεικτικό του ενδιαφέροντος μάλιστα είναι πως κατά το Q&A με τον Diaz που ακολούθησε ελάχιστοι ήταν εκείνοι που άφησαν τις θέσεις τους. Κι εν τέλει, όπως αναμενόταν κι όπως πληροφορηθήκαμε πρώτοι κατά τη διάρκεια της αποκλειστικής συνέντευξης μαζί του είναι πως η ταινία βρήκε διανομή για τις ελληνικές αίθουσες. Νεκτάριος Σάκκας - 26.09.2008 |  | |  | Chiko Δύο αχώριστοι φίλοι, ο Chiko (Denis Moschitto) και ο Tibet (Volkan Ozcan), προσπαθούν να αναρριχηθούν στον κόσμο των ναρκωτικών προκειμένου να κερδίσουν χρήμα και κοινωνική άνοδο. Την ευκαιρία που με τόσο θράσος κυνηγούν θα προσφερθεί τελικά από τον Brownie (Moritz Bleibtreu), γνωστό μουσικό παραγωγό και μεγαλέμπορο ναρκωτικών. Ένα λάθος του Tibet όμως θα φέρει τη σχέση των δύο φίλων σε δοκιμασία και τη συνεργασία με τον Brownie αμφίβολη για τον φταίχτη. Η πορεία τους από κει κι ύστερα θα είναι εκ διαμέτρου αντίθετη κι αυτό πέρα από εντάσεις εγκυμονεί κινδύνους.
Μία ταινία που κάλλιστα θα μπορούσε να σκηνοθετεί ο ίδιος, βρίσκει τον Fatih Akin σε ρόλο παραγωγού και τον Ozgur Yildirim στην 'ηλεκτρική' καρέκλα. Το «Chiko» θυμίζει έντονα την πρώτη ταινία του Akin, 'Βαθιά Κοφτά Ανθρώπινα' ενώ έχει πολλές αναφορές στους 'Κακόφημους Δρόμους' του Scorsese και τον 'Σημαδεμένο'. Με δεδομένες τις βάσεις αυτές το κοινωνικό αυτό δράμα διαθέτει εκείνον το σκληρό ρεαλισμό που η θεωρεία τον θέλει να αποφεύγει τις ωραιοποιήσεις, εν προκειμένω όμως καταλήγει αναμφίβολα ηθικοπλαστικό.
Η ιστορία ωστόσο κρατά ζεστό το ενδιαφέρον με την προοπτική και την ελπίδα ότι η σκληρότητα και οι εντάσεις των συμπαθητικά γυρισμένων σκηνών θα διοχετευτούν έτσι ώστε να προσφέρουν κάτι ουσιωδέστερο από μία ακόμα ιστορία μεταναστών στη Γερμανία (αγαπημένο θέμα του Akin με αυτοβιογραφικές αναφορές) ή έστω μία υπόθεση ανέλιξης ρισκαδόρων νεαρών στον κόσμο των ναρκωτικών. Διότι όλα αυτά τα έχουμε ξαναδεί κι από τη στιγμή που αναμασώνται οι ίδιες εξαντλημένες ιδέες και πρακτικές χωρίς να αλλάζει τίποτα επί τοις ουσίας, μάταιες αποβαίνουν οι όποιες αρετές που μπορεί η ταινία να διαθέτει. Νεκτάριος Σάκκας - 25.09.2008 |  | |  | Gomorra Οι κριτικές επιτροπές των Καννών φαίνεται πως βραβεύουν με τη μέθοδο της υπνοπαιδείας: τους παίρνει ο ύπνος παρακολουθώντας μια αργή ταινία και ξυπνούν πεπεισμένοι ότι έχουν 'Μάθει Κάτι' για τη ζωή. Το «Gomorra» του Matteo Garrone κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο φετινό 61o Φεστιβάλ των Καννών επειδή, όπως βροντοφωνάζει η ατάκα στην αφίσα του, παρουσιάζει με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο που έχει καταγραφεί ποτέ την αληθινή πλευρά της ιταλικής Μαφίας... Μόνο που ελπίζουμε να κάνει λάθος και η Μαφία να μην είναι τόσο βαρετή.
Βασισμένο στο βιβλίο του Roberto Saviano (o οποίος βρίσκεται υπό αστυνομική προστασία από τότε που το εξέδωσε), το «Gomorra» αφηγείται πέντε παράλληλες ιστορίες με επίκεντρο την εγκληματική οργάνωση Καμόρα της Νάπολης, που ευθύνεται για χιλιάδες φόνους και παράνομες δραστηριότητες στην Ιταλία και αναπόφευκτα αποτελεί το μοναδικό τρόπο ζωής για σημαντικούς και ασήμαντους ανθρώπους που μπλέκονται στα γρανάζια της. Mεταξύ αυτών και δύο αφελείς νεαροί με βλέψεις ανεξάρτητης εγκληματικής μεγαλουργίας και εφόδια ατάκες από το «Scarface», ένας 'ταμίας' με παλιομοδίτικες αρχές και ένα 13χρονο βαποράκι.
Η ταινία βουλιάζει κάτω από τα πολυάριθμα storylines και η εμμονή στις λεπτομέρειες και στη ρουτίνα όλων των στρωμάτων της ιεραρχίας ακυρώνει κάθε δραματουργικό βάρος. Αυτή η ντοκιμαντερίστικη αισθητική και η ψύχραιμη, νηφάλια καταγραφή της πραγματικότητας είναι σίγουρα πρωτόγνωρη σε ένα κινηματογραφικό είδος γνωστό για την υπερβολική αίγλη που προσδίδει στο θέμα («The Godfather», «Goodfellas»), αλλά γι' αυτό δεν υπάρχουν οι 'κάρτες' που πέφτουν στο τέλος -όπως έκαναν κι εδώ- και αποκαλύπτουν τα αληθινά, 'σοκαριστικά' facts για το θέ(α)μα που μόλις παρακολουθήσαμε; Όταν αυτές οι κάρτες είναι εξίσου ενδιαφέρουσες με την ταινία, τότε ένα από αυτά τα δύο πράγματα είναι περιττό. Μαντέψτε ποιο. Μάρα Θεοδωροπούλου - 21.09.2008 |  | |  | Hamlet 2 Αντικειμενικά μιλώντας, αν κάτι έλειπε από τον 'Αμλετ' του δοξασμένου συγγραφέα William Shakespeare, αυτό ήταν το χιούμορ. Και μια χρονομηχανή. Ευτυχώς που ο Dana Marschz (Steve Coogan), ο φαντασμένος αλλά τολμηρός πρωταγωνιστής του «Hamlet 2» το παρατήρησε και αποφάσισε να κάνει κάτι γι' αυτό.
Ο Marschz είναι ένας αποτυχημένος ηθοποιός που έχει καταντήσει να διδάσκει θέατρο σε αδιάφορα γυμνασιόπαιδα και να ανεβάζει καταστροφικές μεταφορές χολιγουντιανών blockbusters (όπως το «Εrin Brockovich») που καταδικάζονται ακόμα και από τον 10χρονο κριτικό της σχολικής εφημερίδας. Όταν ενημερώνεται ότι το μάθημα θα καταργηθεί λόγω περικοπών, αποφασίζει να το σώσει ζωντανεύοντας στο σανίδι το πιο φιλόδοξο πόνημά του: μια μουσικοχορευτική συνέχεια του ψυχοπλακωτικού Σαιξπηρικού αριστουργήματος 'Αμλετ'. Η συντηρητική κοινότητα της μικρής πόλης σοκάρεται από το φημολογούμενο περιεχόμενο (ο Ιησούς ταξιδεύει με χρονομηχανή, συμμετέχει μια χορωδία ομοφυλόφιλων ανδρών και ένα από τα τραγούδια λέγεται 'Raped In The Face') και εξοργισμένη προσπαθεί να βάλει φρένο σε αυτή την υπερπαραγωγή.
Στον αντίποδα του «Synecdoche, New York», το «Hamlet 2» προσεγγίζει την ανασφάλεια του καλλιτέχνη-δημιουργού με επιφανειακό και ψευτο-αναρχικό τρόπο, χωρίς να εκπληρώνει ποτέ την υπόσχεσή του και να γίνεται πραγματικά αστείο, αν και όλα τα συστατικά είναι εκεί. Ο Coogan, ενσαρκωτής μιας από τις διασημότερες τηλεοπτικές προσωπικότητες, του Alan Partridge, εξαντλεί το κωμικό το ταλέντο σε γλιστρήματα. Όταν επιτέλους φτάνει η στιγμή της παράστασης, είναι τόσο σύντομη που δεν μοιάζει καν με κορύφωση - αν και το τραγούδι 'Rock Me Sexy Jesus', με production values που θα ζήλευε το «Grease», είναι ξεσηκωτικό λυτρωτικό και δεν αποκλείεται να επαναλάβει το κατόρθωμα του 'Blame Canada' του «South Park: Bigger, Longer and Uncut» και να φτάσει ακόμα και στα Όσκαρ.
Οι συγκρίσεις με το South Park είναι αναπόφευκτες αφού το σενάριο συνυπογράφουν ο Andrew Fleming, που είναι και σκηνοθέτης της ταινίας, και η Pam Brady του 'South Park'. Μια ιδέα του πώς θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί αυτή η ταινία δίνει η εμφάνιση της Elizabeth Shue στο ρόλο του εαυτού της, μια μεταμοντέρνα έμπνευση που καπελώνεται από τις υπόλοιπες χοντροκομμένες καταστάσεις. Το «Hamlet 2» κατέφτασε από το Sundance με το βαρύ φορτίο του δεύτερου πιο ακριβοπληρωμένου τίτλου στην ιστορία του φεστιβάλ (μετά το «Little Miss Sunshine»), αλλά η μέχρι τώρα εισπρακτική του πορεία στις Η.Π.Α. απέχει πολύ από εκείνο το φαινόμενο και δυστυχώς είναι μια απογοήτευση και αν το βλέπεις και αν το αγόρασες. Μάρα Θεοδωροπούλου - 21.09.2008 |  | |  | Synecdoche, New York Θεατρικός σκηνοθέτης (Philip Seymour Hoffman) βρίσκει τα χρήματα να ανεβάσει μία παράσταση αντάξια του πραγματικού καλλιτεχνικού του οράματος, τη στιγμή που η σύζυγος του (Catherine Keener), μία ταχύτατα ανερχόμενη ζωγράφος, ετοιμάζεται να τον εγκαταλείψει παίρνοντας μαζί και την κόρη τους. Κι ενώ ο χρόνος κυλά, αυτό που προσπαθεί με πάθος να στήσει είναι ένα αντίγραφο της Νέας Υόρκης εντός μίας τεράστιας αποθήκης, στην οποία κατοικούν πρωταγωνιστές και κομπάρσοι σαν να ήταν κανονική πόλη, μεταξύ των οποίων βρίσκεται φυσικά κι ο ίδιος (ξανα)ζώντας τρόπον τινά τη ζωή του.
Ο Charlie Kaufman είναι ήδη πασίγνωστος για τη σεναριακή του δεινότητα από τα «Being John Malkovich», «Adaptation» και φυσικά το «Eternal Sunshine Of The Spotless Mind». Ο αστείρευτος αυτός mind-trapper υπογράφει κι εδώ φυσικά το σενάριο με τη διαφορά ότι για πρώτη φορά θέτει εαυτόν στη σκηνοθετική καρέκλα. Δεν αποτελεί μυστήριο επομένως γιατί η νέα του δουλειά προκάλεσε sold-out στη μία και μοναδική προβολή της πρεμιέρας, αφήνοντας αρκετούς με το παράπονο έξω απ' τα γκισέ του Δαναού.
Ένα παράπονο απολύτως δικαιολογημένο όπως αποδείχθηκε, αφού το «Synecdoche, New York» αποτελεί με διαφορά την ως τώρα κορυφαία ταινία του φετινού Φεστιβάλ. Καθοδηγώντας άριστα ένα φοβερό καστ κι αποσπώντας από τον κορυφαίο όλων Hoffman ερμηνεία βεληνεκούς «Capote», ο αμερικανός σκηνοθέτης-σεναριογράφος αποδίδει λατρευτά και καθ' ολοκληρία το φάσμα της ψυχοσύνθεσης του καλλιτέχνη, εκτεινόμενος από την ίδια την κινητήρια δύναμη της δημιουργίας ως τους βαθύτερους φόβους κι αγκυλώσεις του. Η 'Συνεκδοχή Της Νέας Υόρκης' είναι χωρισμένη σε δύο διαφορετικού ύφους μέρη. Το πρώτο πατά περισσότερο στην κωμωδία που σε οξυδέρκεια θυμίζει Allen ενώ το δεύτερο σ' ένα δράμα που βρίθει συμβολισμών, φλερτάρει ανοιχτά με το σουρεαλισμό και που θα έκανε ακόμα και τον Lynch να ζηλέψει. Αυτή η θεωρητικά αδέξια συρραφή γίνεται μέσα από το μυαλό και το μάτι του Kaufman σεμινάριο υψηλής κινηματογραφικής ραπτικής, τόσο στο αναμενόμενο επίπεδο του σεναρίου όσο και στο μεγάλο στοίχημα της σκηνοθετικής καθοδήγησης.
Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί το εξής. Το «Synecdoche, New York» αποτελεί κλασσικό παράδειγμα προσωπικής ταινίας για το θεατή, κάτι που φάνηκε εξάλλου από τις αντιδράσεις του κοινού. Στο τέλος, κάποιοι αισθάνονταν τα εγκεφαλικά τους κύτταρα να καίγονται από καταιγισμό σκέψεων σε ένα εσωτερικό 'παραλήρημα' (η περίπτωση του υπογράφοντα), άλλοι ήθελαν χρόνο να σκεφτούν τι ακριβώς είδαν και οι υπόλοιποι την απέρριψαν χωρίς δεύτερες σκέψεις. Σε κάθε περίπτωση όμως κανείς από τους παραπάνω δε θα μπορούσε να ισχυρισθεί πως είδε μία συνηθισμένη ταινία. Νεκτάριος Σάκκας - 21.09.2008 |  | |  | Everybody Dies But Me Η ιστορία μίας παρέας τριών κοριτσιών όπου προετοιμάζονται για τον πρώτο τους σχολικό χορό είναι η ραχοκοκαλιά της υπόθεσης στην πρώτη ταινία μυθοπλασίας της Ρωσίδας Valeria Gai Guermanika. Στη σημερινή Ρωσία, η Katya, η Zhanna και η Vika βιώνουν μία εβδομάδα ονείρων, προετοιμασιών, συγκρούσεων με γονείς και καθηγητές, σκληρής δοκιμασίας των όρκων αιώνιας φιλίας που με ευκολία ανταλλάσουν. Περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο όμως το «Everybody Dies But Me» είναι μία ταινία για την τραυματική απώλεια της αθωότητας που οδηγεί στην εκ των πραγμάτων ενηλικίωση. Είναι μία καλοδεχούμενη και ανάγλυφα δοσμένη ματιά για το κατακρήμνισμα της εφηβικής ψευδαίσθησης παντοδυναμίας, όπως άλλωστε ο ίδιος ο τίτλος προειδοποιεί.
Οι πτυχές της ιστορίας όπου δείχνουν να απασχολούν ιδιαιτέρως τη Guermanika είναι τα επιρρεπή σε ανατροπές δυναμικά της παρέας και οι σχέσεις των τριών κοριτσιών με γονείς, καθηγητές και συνομηλίκους. Η σκηνοθέτις προσεγγίζει τις ηρωίδες με τόλμη, απουσία εξωραϊστικής διάθεσης αλλά και με συμπάθεια, κάτι που δικαιολογείται αν λάβουμε υπόψη το νεαρό (24) της ηλικίας της. Το στυλ κινηματογράφησης κι ο τρόπος αφήγησης μαρτυρούν τις επιρροές της από το χώρο του ντοκιμαντέρ (το δικό της «Girls» προβλήθηκε στο 59ο Φεστιβάλ των Καννών). Αξίζει να σημειωθεί πως παρόλο που το γυναικείο στοιχείο επικρατεί σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, το σενάριο υπογράφουν δύο άνδρες, οι Rodionov και Klavdiev. Το κατά τα άλλα δουλεμένο στόρι παρουσιάζει όμως ένα σημαντικό μειονέκτημα, εντοπισμένο στην αρκετά σχηματική απόδοση της γονεϊκής στάσης όπου κυμαίνεται κάπως άτσαλα από την αδιαπραγμάτευτη σκληρότητα στη μη πιστευτή συγκαταβατικότητα.
Πραγματοποιώντας μία αξιοπρόσεχτη παρουσία στο τμήμα 'Χρυσή Κάμερα' των περασμένων Καννών, το «Everybody Dies But Me» συμμετέχει στο πανόραμα του 14ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Της Αθήνας ως μία από τις αξιόλογες ταινίες του ειδικού τμήματος που είναι αφιερωμένο στην εκπαίδευση με τίτλο 'Διαγωγή Μηδέν'. Τη μοναδική προγραμματισμένη απογευματινή προβολή της 18ης Σεπτεμβρίου στον Απόλλωνα παρακολούθησε αρκετός κόσμος λαμβάνοντας υπόψη φυσικά και την ώρα προβολής. Νεκτάριος Σάκκας - 20.09.2008 |  | |  | The Wackness Το φετινό βραβείο κοινού στο φετιβάλ του Sundance είναι εν μέρει μια ιστορία ενηλικίωσης και εν μέρει μια ανορθόδοξη buddy movie τοποθετημένη με διάχυτη νοσταλγία στη Νέα Υόρκη του 1994. Ο Luke Shapiro (Josh Peck), ένας έφηβος έμπορος ναρκωτικών, μόλις έχει αποφοιτήσει από το Λύκειο και δεν έχει ιδέα πώς να περάσει το καλοκαίρι του ή την υπόλοιπη ζωή του. Με τους γονείς του στο σπίτι να μαλώνουν συνεχώς, καταφεύγει στον ψυχολόγο του (Sir Ben Kingsley) για συμβουλές και καθοδήγηση, τις συνεδρίες του με τον οποίο εξοφλεί με μαριχουάνα. Οι δυο τους ενώνονται στην αναζήτησή τους για ευτυχία και σχηματίζουν μια παράξενη αλλά ουσιαστική φιλία (που σφραγίζεται από την so 90s ανταλλαγή mixtapes!), ενώ παράλληλα η κόρη του γιατρού, Stephanie (Olivia Thrilby), διευρύνει τους σεξουαλικούς και όχι μόνο ορίζοντες του Luke.
Η ταινία του σκηνοθέτη Jonathan Levine (που έκανε αίσθηση στα κινηματογραφικά φεστιβάλ δύο χρόνια πριν με το teen slasher «All The Boys Love Mandy Lane») θυμάται με γλυκιά μελαγχολία τη Νέα Υόρκη σε μια μεταβατική περίοδο, όταν ο τότε Δήμαρχος Τζουλιάνι επιχειρούσε με αυστηρά μέτρα να καθαρίσει την πόλη, τα πιο hot ονόματα της μουσικής μετά την αυτοκτονία του Kurt Cobain ήταν ο ανερχόμενος rapper Notorious B.I.G. και οι A Tribe Called Quest και η πιο συχνή και σχετική pop culture αναφορά ήταν σε μια ταινία με τίτλο Forrest Gump (τα λεωφορεία είναι ντυμένα με αφίσες της , η ατάκα «Run, Forrest, run!» έχει κατακυριεύσει το έθνος.)
Εν μέσω αυτού του σκηνικού και της drug culture της Νέας Υόρκης, που φιλτράρει κάθε πλάνο σαν να το παρακολουθούμε πίσω από ένα σύννεφο μαριχουάνας, ένα μπερδεμένο, ευαίσθητο παιδί προσπαθεί να βρει τη θέση του στον κόσμο και την αυθεντικότητα του Peck βοηθάει πολύ το γεγονός ότι όντως θυμίζει ένα συμμαθητή που όλοι είχαμε στο σχολείο αλλά δεν του δίναμε σημασία. Ωστόσο, η πιο πολυσυζητημένη παρουσία της ταινίας είναι αυτή του Kingsley, που αρχικά προκάλεσε κουτσομπολιά λόγω του σουρεάλ φιλιού του με την Mary-Kate Olsen και στη συνέχεια έβαλε το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του «Gandhi» (μετά τον ψυχασθενή γκάνγκστερ που υποδύθηκε Sexy Beast ή την εμφάνιση-ντροπή σε πόνημα του Uwe Boll): σε αυτή την ταινία, την ακούει ακούγοντας Wu-Tang Clan. Αν και το «The Wackness» περιγράφεται από την ίδια ατάκα από την οποία πήρε τον τίτλο του και βλέπει περισσότερο την 'wackness' της ζωής και των χαρακτήρων του, διαθέτει μια συγκινητ ική αθωότητα (ασύλληπτη για την μετά-9/11 εποχή), ξεκαρδιστικές στιγμές που δεν διέφυγαν από το υποψιασμένο κοινό στο Αττικόν και αξίζει να γίνει το indie darling της χρονιάς, στα βήματα του -και ως αντίδοτο στο- «Juno». Μάρα Θεοδωροπούλου - 20.09.2008 |  | |  | Λαμπερή η Νύχτα (της επίσημης) Πρεμιέρας. Ανοιξε η αυλαία για το 14ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας την Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου με μια λαμπερή τελετή. Η βραδιά ξεκίνησε με ένα συγκινητικό εύρημα, όταν από τα μεγάφωνα του κινηματογράφου ήχησαν σχολικά κουδούνια και στην αίθουσα εισήλθαν οι μαθητές της θεατρικής ομάδας των εκπαιδευτηρίων Πλάτων. Με αφορμή το αφιέρωμα στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας με τίτλο 'Διαγωγή Μηδέν' τα παιδιά μίλησαν για τις ανησυχίες τους για το μέλλον.
Μετά τους σύντομους χαιρετισμούς από τον Γενικό Διευθυντή του Φεστιβάλ, κύριο Πέτρο Αντωνιάδη και τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του φεστιβάλ Ορέστη Ανδρεαδάκη, οι μαθητές κάλεσαν στη σκηνή τον Υπουργό Πολιτισμού κύριο Μιχάλη Λιάπη. Μέσα σε χειροκροτήματα ο Υπουργός κήρυξε την έναρξη, δεχόμενος παράλληλα και μεγαλόφωνα αιτήματα από παριστάμενους στην αίθουσα για περισσότερη χρηματοδότηση στον ελληνικό κινηματογράφο.
Η έναρξη του φεστιβάλ, έγινε με τη βραβευμένη με το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες ταινία του Laurent Cantet «Entre Les Murs» στις αίθουσες του Αττικόν και του Απόλλωνα. Μεταξύ των επίσημων προσκεκλημένων της πρεμιέρας ήταν οι ηθοποιοί Θέμις Μπαζάκα, Μηνάς Χατζησάββας, Ελένη Ράντου, Στέλιος Μάινας, Ντίνος Αυγουστίδης, και Δημήτρης Λιακόπουλος, ο σκηνογράφος Διονύσης Φωτόπουλος και οι σκηνοθέτες Νίκος Περάκης, Τάσος Μπουλμέτης, και Γιάννης Οικονομίδης. Θανάσης Γεντίμης - 19.09.2008 |  | |
|
|
|