Από τον Χριστόδουλο Πριμηκύρη
Η Τζέσικα αναγκάζεται να αλλάξει σχολείο, επειδή στο προηγούμενο χαστούκισε την διευθύντρια. Τα πράγματα δεν είναι εύκολα για τη δεκαπεντάχρονη κοπέλα: προερχόμενη από μια φτωχή οικογένεια καλείται να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της σκληρής καθημερινότητας από τη μη αποδοχή της στο σχολείο μέχρι το βιασμό της από τον φίλο του θετού αδερφού της. Μοναδικό σύμμαχο βρίσκει στο πρόσωπο της συμμαθήτριάς της, Μίριαμ, μια κοπέλα με χαρακτήρα εντελώς αντίθετο. Ενώ η πρώτη είναι δυναμική, τολμηρή και ανεξάρτητη, η δεύτερη είναι ήσυχη και συμβιβαστική. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον χάνει κανείς γρήγορα την αθωότητά του και αναγκάζεται να κάνει ό,τι χρειάζεται για να επιβιώσει. Χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα καταφυγής σε κάποιον άλλο, ο καθένας μένει στην ουσία μόνος του. Η ενηλικίωση έρχεται απότομα και πρώιμα. Ενώ το παιδί αναζητά την ανεμελιά και το παιχνίδι, μαθαίνει να λέει ψέματα και να κλέβει. Στο εκφραστικό προσωπό της καθρεφτίζεται η ελπίδα ότι θα τα καταφέρει. Ωστόσο όσο περισσότερο προσπαθεί να ξεφύγει, τόσο περισσότερο χάνεται η ελπίδα, πως τα όνειρα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. Ίσως για αυτό η μικρή Τζέσικα κουβαλάει πάντοτε μαζί της ένα μπουκαλάκι με άρωμα: επειδή θα ήθελε ο κόσμος της να έχει άρωμα βιολέτας. Το τέλος όμως της ταινίας είναι αναπάντεχο και χωρίς ελπίδα – όπως ακριβώς και η ίδια η ζωή της Τζέσικα.